Η Heineken στην Αιθιοπία: Μια ιστορία πλούτου… με φριχτά βασανιστήρια- Μαρτυρίες σοκ
Παρά την οικονομική της επιτυχία στην Αιθιοπία και τη διαρκή επέκταση των δραστηριοτήτων της, η ολλανδική ζυθοποιία Heineken βρίσκεται στο επίκεντρο διεθνούς κατακραυγής για φερόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βασανιστήρια και εξαναγκαστικές απαλλοτριώσεις γης, που σχετίζονται με την κατασκευή του εργοστασίου της στην Αντίς Αμπέμπα.
Αναπτυξιακή πρόοδος με ανθρώπινο κόστος
Η εταιρεία, που φέτος γιόρτασε δέκα χρόνια παρουσίας στην Αιθιοπία, ανακοίνωσε πρόσφατα νέα επένδυση ύψους 26 εκατ. ευρώ, με στόχο την αύξηση της παραγωγικής της δυναμικότητας κατά 20%. Η μπίρα Walia – η τοπική ετικέτα της Heineken – έχει αποκτήσει ιδιαίτερη δημοφιλία σε μια χώρα σχεδόν 130 εκατομμυρίων κατοίκων, που παρουσιάζει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Ωστόσο, για περίπου 200 πρώην κατοίκους της περιοχής όπου χτίστηκε το ζυθοποιείο, οι αναμνήσεις είναι συνυφασμένες με εκδίωξη, απώλεια περιουσίας και ψυχικό τραύμα – μια πραγματικότητα που διαψεύδει το αφήγημα της εταιρείας περί «ευτυχισμένων εργαζομένων» και «τοπικής ευημερίας».
Βίαιες εξώσεις και μαρτυρίες βασανιστηρίων
Οι κάτοικοι καταγγέλλουν ότι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια και τα αγροκτήματά τους, χωρίς ουσιαστική αποζημίωση ή εναλλακτικές λύσεις. Ανέφεραν πως τους προσφέρθηκαν ασήμαντα ποσά – περίπου 2.000 ευρώ – και μικρότερα αγροτεμάχια που δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Ακόμη πιο ανατριχιαστικές είναι οι μαρτυρίες για βασανιστήρια: ένας κάτοικος ισχυρίζεται ότι του έγινε ηλεκτροσόκ και ότι οι αρχές κρέμασαν από τα γεννητικά του όργανα ένα γεμάτο μπουκάλι νερό για να τον εξαναγκάσουν να παραχωρήσει τη γη του. Άλλοι μιλούν για καρδιακά επεισόδια λόγω του άγχους και του ψυχολογικού σοκ. Οι αποκαλύψεις επιβεβαιώθηκαν και από την γαλλική εφημερίδα Le Monde.
Η απουσία ευθύνης και η υποκρισία της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης»
Αν και η διαδικασία των απαλλοτριώσεων διενεργήθηκε από το αιθιοπικό κράτος, διεθνείς οργανισμοί – μεταξύ αυτών και η Παγκόσμια Τράπεζα – υπογραμμίζουν ότι οι πολυεθνικές έχουν την ευθύνη να διασφαλίζουν ότι δεν εμπλέκονται σε καταχρηστικές πρακτικές, ιδίως όταν δραστηριοποιούνται σε χώρες με αδύναμους θεσμούς και αυταρχικές κυβερνήσεις.
Η Heineken, μετά τις πρώτες αποκαλύψεις του 2023 από την ολλανδική ερευνητική πλατφόρμα Follow the Money, είχε δεσμευτεί να διεξαγάγει εσωτερική έρευνα και να ξεκινήσει διάλογο με την τοπική κοινωνία. Ωστόσο, σύμφωνα με τους πληγέντες, καμία ουσιαστική πρόοδος δεν έχει σημειωθεί.
Προσωπικές ιστορίες, συλλογική αδικία
- Ο 71χρονος Τολόσα Μπαλάτσα περιγράφει μια μοναδική συνάντηση με εκπροσώπους της εταιρείας, πριν από χρόνια, από την οποία δεν προέκυψε καμία αποζημίωση.
- Η 50χρονη Άτσετου Αλεμπετσέου, μητέρα τεσσάρων παιδιών, δηλώνει ότι η Heineken υποσχέθηκε υποστήριξη, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε για την αποκατάσταση της οικογένειάς της.
- Ο Ανμπάσα Τεσφαγέ, θύμα βασανιστηρίων και απολυμένος από τη δουλειά του επειδή αντιστάθηκε στις εξώσεις, εργάζεται πλέον στην ίδια τη Heineken, σε θέση που, όπως λέει, τον ταπεινώνει, αλλά δεν έχει άλλη επιλογή.
Όταν το Follow the Money ζήτησε συγκεκριμένες απαντήσεις για την πορεία της έρευνας – ποιοι εμπλέκονται, τι βρέθηκε, αν υπήρξαν συνέπειες – η Heineken απέφυγε κάθε απάντηση. Αντ’ αυτού, αρκέστηκε σε μια γενικόλογη ανακοίνωση στην ιστοσελίδα της, όπου μίλησε για νέες πολιτικές γης και «επικείμενο διάλογο», χωρίς αναφορά στις προηγούμενες καταγγελίες.
Ο Ολλανδός βουλευτής Τοούν Μπανμένγκα, από το κόμμα D66, δήλωσε με νόημα:
«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Εφόσον οι εταιρείες δεν αποτρέπουν ή δεν επανορθώνουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τότε πρέπει να παρέμβει ο νόμος».
Ο ίδιος κάλεσε την κυβέρνηση των Κάτω Χωρών να πάψει να προβάλλει τη Heineken ως success story στην Αιθιοπία, τη στιγμή που υπάρχουν θύματα που παραμένουν χωρίς δικαίωση.
Το έλλειμμα λογοδοσίας των πολυεθνικών
Η υπόθεση Heineken αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ασυλίας που απολαμβάνουν πολλές πολυεθνικές σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπου η απουσία ανεξάρτητης δικαιοσύνης, θεσμικής εποπτείας και πολιτικής βούλησης καθιστούν τους πολίτες ευάλωτους σε αυθαιρεσίες.
Παρά τα χρόνια των καταγγελιών, δεν υπάρχει ούτε αποζημίωση, ούτε απολογισμός, ούτε αποκατάσταση.
Όπως σημειώνει ο Μπανμένγκα:
«Τα θύματα πρέπει να έχουν το δικαίωμα στη δικαιοσύνη. Αντί γι’ αυτό, τις περισσότερες φορές μένουν εντελώς μόνα».