Καρκίνος και κυτταρικές Θεραπείες: “Ζωντανό” φάρμακο με θεσμικά εμπόδια- Πού βρισκόμαστε στην Ελλάδα;
Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγεται στην ιατρική θεραπεία του καρκίνου, καθώς οι κυτταρικές θεραπείες αναδεικνύονται ως το πιο ελπιδοφόρο εργαλείο στα χέρια των γιατρών για την αντιμετώπιση σοβαρών και ανθεκτικών μορφών της νόσου. Αυτό το μήνυμα κυριάρχησε στο Στρογγυλό Τραπέζι ΙΙ με τίτλο «Κυτταρικές θεραπείες στην Ελλάδα: Εμπόδια – Προοπτικές», που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 9ου Health Innovation Forum, συγκεντρώνοντας κορυφαίους επιστήμονες από το πεδίο της αιματολογίας και της ογκολογίας.
Παρά τις ελπιδοφόρες δυνατότητες των κυτταρικών θεραπειών, το υψηλό κόστος και η έλλειψη θεσμικού πλαισίου αποτελούν σημαντικά εμπόδια για την ευρεία εφαρμογή τους στην Ελλάδα.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι απαιτείται άμεση κινητοποίηση της Πολιτείας για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής αυτών των καινοτόμων θεραπειών μέσα από τα υφιστάμενα εξειδικευμένα Κέντρα, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των ασθενών και να εξοικονομηθούν σημαντικοί πόροι για το σύστημα Υγείας.
Τι είναι οι κυτταρικές θεραπείες – Ζωντανά φάρμακα της Ιατρικής Αιχμής
Όπως εξήγησε η Ιωάννα Σακελλάρη, Συντονίστρια Διευθύντρια του Αιματολογικού Τμήματος του Γ.Ν.Θ. «Γ. Παπανικολάου», οι κυτταρικές θεραπείες εντάσσονται στον τομέα της ανοσοθεραπείας και βασίζονται στη χρήση τροποποιημένων ανοσοκυττάρων – κυρίως Τ-λεμφοκυττάρων – τα οποία ανακτούν τη δυνατότητα να επιτίθενται σε καρκινικά κύτταρα. «Πρόκειται για ζωντανά φάρμακα», τόνισε χαρακτηριστικά η κ. Σακελλάρη, υπογραμμίζοντας ότι τα Τ-κύτταρα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην καταπολέμηση λεμφωμάτων και ανθεκτικών λευχαιμιών.
Μέσα από τη γενετική τροποποίηση, τα Τ-κύτταρα καθίστανται εκ νέου ενεργά απέναντι σε όγκους που προηγουμένως είχαν τη δυνατότητα να τα απενεργοποιούν. Τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά: ασθενείς που βρίσκονταν σε τελικό στάδιο, με προσδόκιμο ζωής μόλις λίγων μηνών, έχουν φτάσει σε πλήρη ύφεση ή μακροχρόνια επιβίωση. Οι θεραπείες εφαρμόζονται ήδη στην Ελλάδα από το 2020 και αφορούν παιδιά, νεαρούς ενήλικες αλλά και ασθενείς ηλικίας έως και 75 ετών – γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς η πρώτη τους εφαρμογή συνέπεσε με την περίοδο της πανδημίας COVID-19, όταν οι νοσοκομειακές υποδομές δοκιμάζονταν σκληρά.
Ανάγκη για Νομοθετική Παρέμβαση και Ενίσχυση των Υφιστάμενων Μονάδων
Στην παρέμβασή του, ο Καθηγητής Αιματολογίας Αλέξανδρος Σπυριδωνίδης – ο οποίος διευθύνει σειρά εμβληματικών μονάδων, όπως τη Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού Οστών και το Ινστιτούτο Κυτταρικών Θεραπειών του Πανεπιστημίου Πατρών – έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις χρηματοδοτικές αντοχές του συστήματος Υγείας.
«Αν δεν υπάρξει θεσμική παρέμβαση, το υψηλό κόστος των θεραπειών θα επιβαρύνει υπέρμετρα τον κρατικό προϋπολογισμό στο άμεσο μέλλον», σημείωσε. Ήδη, οι μονάδες που διαθέτουν την τεχνογνωσία, λειτουργούν στο επίπεδο των κλινικών μελετών, με δυνατότητα παραγωγής των θεραπειών σε πολύ χαμηλότερο κόστος από το εισαγόμενο. Ο καθηγητής πρότεινε την αξιοποίηση των τριών εξειδικευμένων Κέντρων της χώρας, την ενίσχυση των υποδομών και τη δημιουργία ενός ενιαίου Ινστιτούτου με βάση τα ήδη λειτουργούντα εργαστήρια, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα βιώσιμο και εθνικό μοντέλο παραγωγής κυτταρικών θεραπειών.
«Σωτήριες για τα παιδιά» – Το κόστος της ελπίδας και η λύση των Κέντρων
Από την πλευρά του, ο Ευγένιος Γουσσέτης, Παιδίατρος Αιματολόγος – Ογκολόγος και Διευθυντής ΕΣΥ στη Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών του Ογκολογικού Νοσοκομείου Παίδων «Μαριάννα Βαρδινογιάννη – ΕΛΠΙΔΑ», ανέδειξε την τεράστια σημασία των θεραπειών αυτών για παιδιατρικούς ασθενείς.
«Μιλάμε για παιδιά που δεν είχαν καμία ελπίδα επιβίωσης και πλέον μπορούν να θεραπευτούν», τόνισε. Αναφέρθηκε επίσης σε διεθνείς κλινικές δοκιμές που εξετάζουν το συνδυασμό κυτταρικών θεραπειών με χημειοθεραπεία, κάτι που ενδέχεται να αλλάξει ριζικά τα θεραπευτικά πρωτόκολλα στο μέλλον.
Ωστόσο, ο κ. Γουσσέτης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο δυσθεώρητο κόστος: η τιμή μίας έγχυσης θεραπείας που κυκλοφορεί εμπορικά μπορεί να φτάσει τα 250.000 έως 500.000 ευρώ. Αντίθετα, η εσωτερική παραγωγή μέσα από τα εξειδικευμένα Κέντρα μπορεί να μειώσει το κόστος ακόμη και στο ένα τρίτο ή το ένα πέμπτο, δηλαδή περίπου στις 80.000 ευρώ.
Προς ένα εθνικό Ινστιτούτο Κυτταρικών Θεραπειών
Το κοινό μήνυμα όλων των επιστημόνων που συμμετείχαν στο πάνελ ήταν σαφές: απαιτείται στρατηγικός σχεδιασμός, επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό και νομοθετική αναμόρφωση, ώστε οι κυτταρικές θεραπείες να περάσουν από τη σφαίρα της έρευνας στη σφαίρα της ευρείας εφαρμογής.
Η δημιουργία ενός εθνικού Ινστιτούτου Κυτταρικών Θεραπειών, βασισμένου στα ήδη υφιστάμενα Κέντρα, θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα πρωτοπόρο στην καινοτόμο ιατρική φροντίδα – προς όφελος των ασθενών και της βιωσιμότητας του συστήματος Υγείας.
Κυτταρικές θεραπείες: Ενώ η επιστήμη προχωρά γιατί η Πολιτεία μένει πίσω;
Η Ελλάδα διαθέτει επιστήμονες παγκόσμιου κύρους και μονάδες αιχμής που ήδη παράγουν κυτταρικές θεραπείες με δυνατότητα ίασης ασθενών χωρίς άλλη ελπίδα. Κι όμως, η χώρα μας λειτουργεί ακόμη χωρίς εθνικό σχέδιο για την αξιοποίηση αυτής της ιατρικής επανάστασης.
Ενώ η Ευρώπη ενισχύει συστηματικά τα κέντρα κυτταρικών και γονιδιακών θεραπειών, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε σαφές θεσμικό πλαίσιο, ούτε στρατηγική ενίσχυσης των δημόσιων μονάδων. Αντί να γίνουμε εξαγωγείς καινοτομίας, κινδυνεύουμε να παραμείνουμε απλοί εισαγωγείς ακριβών λύσεων που επιβαρύνουν ασύμμετρα το ΕΣΥ.
Οι κυτταρικές θεραπείες δεν είναι μελλοντικό σενάριο: είναι παρόν με τεράστιες δυνατότητες. Η απουσία πολιτικής βούλησης, όμως, μπορεί να τις καταστήσει άλλη μια χαμένη ευκαιρία.