Συνέντευξη libre/ Μυρσίνη Γκανά: Τελικά καταλήγει η ελευθερία να είναι κάτι πολύ προσωπικό

Συνέντευξη libre/ Μυρσίνη Γκανά: Τελικά καταλήγει η ελευθερία να είναι κάτι πολύ προσωπικό

Η Μυρσίνη Γκανά, ποιήτρια και μεταφράστρια, με διακριτή παρουσία στον χώρο του βιβλίου, στα δικά μου μάτια, είναι πάντα η γραφιάς με την πιο γαλήνια πένα. Λιτή και βαθιά ανθρώπινη, αγγίζει την απώλεια και την ελευθερία, το ατομικό βίωμα και το συλλογικό τραύμα, με φόντο μια Αθήνα, που ό,τι και να γίνει, δε θα δεχτεί ποτέ κανένα τέλος. Κόρη του Μιχάλη Γκανά, φέρει μια βαθιά σχέση με τη γλώσσα και τη μνήμη, όχι ως βάρος, αλλά ως πηγή. Κι αυτό είναι το πιο ταυτοτικό της σημείο.

Συνέντευξη

Πρόσφατα, γιορτάσαμε την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Θυμάστε, ως παιδί, ποιο ποίημα σας συγκινούσε ιδιαίτερα και γιατί;

Η αλήθεια είναι ότι ως παιδί δεν διάβαζα ποίηση, και δεν ξέρω και πολλά παιδιά, εδώ που τα λέμε, που να διαβάζουν. Με συγκινούσαν όμως στίχοι τραγουδιών, χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς γιατί, χωρίς καν να καταλαβαίνω τι ακριβώς έλεγαν. Θυμάμαι πολύ καθαρά να είμαι έξι ή εφτά χρόνων, και να αισθάνομαι μια παράξενη αναστάτωση, μια αίσθηση μαγείας, χάρη στις λέξεις, χάρη σε κάποια αναπάντεχη παραβίαση του συντακτικού και της λογικής, που δημιουργούσε συγκίνηση.

-Στο δικό σας σπίτι, η ποίηση ποιες διαστάσεις είχε;

Η ποίηση απλώς υπήρχε. Ήταν κάτι που έκανε ο πατέρας μου, ήταν κάτι που διάβαζαν και οι δύο γονείς μου, που συζητούσαν, ποτέ όμως δεν μας αναγκάσαν να διαβάσουμε, ποτέ δεν προσπάθησαν να μας πουν πόσο σημαντικό πράγμα είναι. Ξέραμε όμως πως ήταν εκεί, και ότι ίσως κάποτε θα την χρειαζόμασταν. Και για πολύ καιρό, ομολογώ, δεν είχαμε νιώσει την ανάγκη της.

Ποιοι ήταν οι αναγνώστες των πρώτων σας γραπτών; Τι συμβουλές σας χάρισαν;

Πρώτος μου αναγνώστης ήταν ο πατέρας μου. Δεν είχα αρχίσει να γράφω από μικρή ηλικία, μάλλον καθυστέρησα πολύ.

Τελικά καταλήγει η ελευθερία να είναι κάτι πολύ προσωπικό, οι στιγμές που νιώθουμε πραγματικά ζωντανοί, οι στιγμές που νιώθουμε στ’ αλήθεια να κατοικούμε το σώμα μας

Αυτό ήταν καλό, γιατί όταν τελικά έγραψα, μπορούσα να ζητήσω την γνώμη του πατέρα μου και να την ακούσω με ψυχραιμία, να συζητήσω ουσιαστικά μαζί του.

Δεν μου έδωσε συμβουλές, μου είπε μόνο «συνέχισε».

και η ελευθερία δεν είναι

λέξη υψιπετής, πολιτική,

ούτε ουσιαστικό αφηρημένο,

μονάχα το σώμα μου

μαζί με το δικό σου.

Γράφετε. Θα ήθελα να μιλήσουμε για την ελευθερία. Στο εδώ και το τώρα.

Α, ανοίγετε μεγάλο θέμα. Τι να πούμε για την ελευθερία σε μια κοινωνικοοικονομική συνθήκη που γίνεται όλο και πιο πιεστική; Ναι, μπορεί να είναι κάτι εντελώς εσωτερικό, να είναι η ελευθερία της σκέψης, η αυτοδιάθεση του σώματος, η ουσιαστική επαφή με τους άλλους, η διάθεση και η δράση για να δημιουργήσει κάποιος τις συνθήκες της ζωής του.

Αισθανόμουν μια παράξενη αναστάτωση, μια αίσθηση μαγείας, χάρη στις λέξεις, χάρη σε κάποια αναπάντεχη παραβίαση του συντακτικού και της λογικής, που δημιουργούσε συγκίνηση

Όλα αυτά, όμως, βρίσκω ότι γίνονται όλο και πιο δύσκολα όταν γύρω μας η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα αφήνουν πολύ μικρά περιθώρια ακόμα και για να σκεφτεί κανείς.

Τελικά καταλήγει η ελευθερία να είναι κάτι πολύ προσωπικό, οι στιγμές που νιώθουμε πραγματικά ζωντανοί, οι στιγμές που νιώθουμε στ’ αλήθεια να κατοικούμε το σώμα μας. Ταυτόχρονα αυτό μπορεί, πιστεύω, να μας δώσει κουράγιο για να διεκδικήσουμε πράγματα σε όλα τα πεδία.

Πόσο δύσκολο είναι να είναι κάποιος συγγραφέας στην Ελλάδα του 2025;

Δεν ξέρω αν ήταν ποτέ εύκολο να είναι κάποιος συγγραφέας στην Ελλάδα. Η συγγραφή χρειάζεται χρόνο, χρειάζεται χώρο, χρειάζεται να μπορεί κανείς για λίγο να αφοσιωθεί.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία πραγματική πολιτική στήριξης της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής.

Το μέγεθος της αγοράς και του αναγνωστικού κοινού σημαίνει ότι θα είναι ελάχιστοι αυτοί που θα καταφέρουν να ζουν γράφοντας βιβλία.

Γράφει λοιπόν, κανείς, στον ελεύθερο χρόνο του, αν έχει, αν μπορεί να τον δημιουργήσει, με ό, τι συνεπάγεται αυτό.

Τι διαβάσατε τελευταία και παραμένει μέσα σας;

Τις «Τροχιές», της Σαμάνθα Χάρβεϊ, ένα λυρικό, ονειρικό βιβλίο που θα σκέφτομαι για καιρό.

 –Είστε ενεργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολλές φορές, μοιράζεστε φωτογραφίες της Αθήνας. Διάφορες γωνιές και δρόμους. Την αγαπάτε αυτή την πόλη;

Την αγαπώ πάρα πολύ την Αθήνα, είναι η πόλη μου, εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, μεγάλωσα αγαπώντας την. Επιστρέφαμε, θυμάμαι, από καλοκαιρινές διακοπές κι εγώ ένιωθα μια άγρια χαρά καθώς το πλοίο έφτανε στον Πειραιά.

Κάποιες απώλειες μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολες, δυσβάσταχτες, επώδυνες, ωστόσο τελικά όλοι πρέπει κάποια στιγμή να ανασυγκροτηθούμε και να συνεχίσουμε τη ζωή

Η Αθήνα είναι ο τόπος μου, και παρόλο που πέρασα πολλά χρόνια μακριά της, επέστρεψα, κυρίως για τους ανθρώπους μου που βρίσκονται εδώ, αλλά και για την ίδια την πόλη.

Οι αλλαγές των τελευταίων χρόνων δεν με ενθουσιάζουν, οι ορδές των τουριστών, το ζήτημα της στέγασης, η εστίαση, έχω διαρκώς την αίσθηση ότι χάνονται όσα έκαναν την Αθήνα παράξενα και παράδοξα ωραία, και μένουμε μόνο τα (σοβαρά) προβλήματα που πάντα είχε, συν μερικά καινούργια.

«Έχετε κι άλλα πράγματα που αγαπάτε». Όπως;

Αυτή την ερώτηση την απαντά αναλυτικά το ομώνυμο ποίημα, νομίζω.

Είστε εξοικειωμένη με την απώλεια;

Εξοικειώνεται ποτέ κανείς με την απώλεια; Υπάρχει κανείς που να μην την έχει βιώσει σε κάποια της μορφή;

Όντως, κάποιες απώλειες μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολες, δυσβάσταχτες, επώδυνες, ωστόσο τελικά όλοι πρέπει κάποια στιγμή να ανασυγκροτηθούμε και να συνεχίσουμε τη ζωή.

Να αντιληφθούμε πως είναι πράγματι μέρος του παιχνιδιού.

Δεν σημαίνει αυτό ότι δεν πονάμε, δεν κλαίμε, δεν θυμώνουμε, απλώς δεν ξεχνάμε ότι είμαστε εδώ για να ζήσουμε, και για να χαρούμε όσα έχουμε, προτού τα χάσουμε. Κάθε απώλεια μπορεί να λειτουργεί και ως υπενθύμιση γι’ αυτό.

Είναι άνοιξη κι αυτό από μόνο του είναι κάτι πλήρες και μεγάλο. Είναι η συγκεκριμένη εποχή ικανή να μεγεθύνει τα όνειρά σας;

Παρόλο που μου αρέσει πολύ ο χειμώνας, μ’ αρέσει το κρύο, το χιόνι, ο δυνατός αέρας, η άνοιξη είναι κάτι στο οποίο κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί, πιστεύω.

Αυτό που συμβαίνει στον φυσικό κόσμο, η μέρα που μεγαλώνει, το φως, τα φύλλα μ’ αυτό το τρυφερό τους φρέσκο πράσινο, τα λουλούδια παντού, ακόμα και μέσα στην πόλη, το άρωμα από τις ανθισμένες νεραντζιές της Αθήνας, το δέρμα που αρχίζει να απελευθερώνεται, θέλοντας και μη, μας παρασύρουν, μας αναγκάζουν σχεδόν να νιώσουμε αισιοδοξία.

Σχετικά Άρθρα