Υπ. Περιβάλλοντος: Εξετάζει ρύθμιση μετά τις αντιδράσεις για τον “ξαφνικό θάνατο” σε οικόπεδα μικρών οικισμών

Το Προεδρικό Διάταγμα του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας μετατρέπει πλήθος οικοδομήσιμων οικοπέδων της περιφέρειας, σε αγροτεμάχια. Κυρίως πρόκειται για ορεινούς και παραλιακούς οικισμούς που στηρίζονται στην μικροϊδιοκτησία, οι οποίοι από άρτιοι οικοδομήσιμοι -από το 1983 μέχρι τώρα- έγιναν μη άρτιοι οικοδομήσιμοι. Ωστόσο μετά τις αντιδράσεις το ΥΠΕΝ επεξεργάζεται νέα ρύθμιση σε πλήρη συνεννόηση με το ΣτΕ, προκειμένου να εκτονωθούν οι οικιστικές πιέσεις μέσα από τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια που είναι σε πλήρη εξέλιξη σε όλη την χώρα.
Προς το παρόν οι έχοντες εκτάσεις κάτω των 2 στρεμμάτων, σε οικισμούς με πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων βάσει ορίων που δεν συμφωνούν με τον προσδιορισμό τους το 1923, δεν μπορούν πια να χτίσουν σε αυτές.
Η Κυβέρνηση υποστηρίζει πως δεν αφήνει στον “αέρα” οικισμούς, αλλά διορθώνει εκκρεμότητα δεκαετιών. Οι πολιτικοί μηχανικοί διαφωνούν.
Στο μεσοδιάστημα, τρεις φορές (2005, 2017 και 2019) το Συμβούλιο της Επικρατείας πήρε αποφάσεις, στις οποίες έκρινε ως παράνομες και αντισυνταγματικές τις οριοθετήσεις και επεκτάσεις ορίων οικισμών που είχαν γίνει το ‘90, με απόφαση του τότε Νομάρχη «ή υπουργού».
Η τελευταία (προ εξαετίας) απόφαση 1268/2019 αφορούσε το Πήλιο. Είχε προηγηθεί το Ρέθυμνο.
Μετά την απόφαση του ΣτΕ το 2019, σχεδόν 11.000 οικισμοί που “μεγάλωσαν” με απόφαση νομάρχη ή υπουργού ή με πληθυσμό μικρότερο των 2.000 κατοίκων δεν μπορούσαν να οικοδομήσουν στα οικόπεδα τους.
Μηχανικοί υποστηρίζουν πως έκτοτε οι Πολεοδομίες να αρνούνται να προχωρήσουν σε έκδοση αδειών δόμησης σε περιοχές που δεν ήταν εντός των ορίων των οικισμών -βάσει πάντα τα όρια του 1923.
Αυτοί που πλήττονται από τον ΠΔ είναι όσοι έχουν εκτάσεις σε περισσότερους από 10.000 οικισμούς προ του 1923 ή κάτω των 2.000 κατοίκων που ανήκαν στη Ζώνη Γ’ Οικισμών, περιπτώσεις που με το νέο Προεδρικό Διάταγμα βγαίνουν εκτός ορίου -άρα γίνονται μη άρτιες, μη οικοδομήσιμες.
Στο νέο προεδρικό διάταγμα δεν υπάρχει προσδιορισμός για τη Ζώνη Γ. Στο προηγούμενο προσχέδιο περιλάμβανε τις περιοχές του οικισμού μετά τη Β1 Ζώνη -τμήμα που έχει δημιουργηθεί μεταξύ του 1923 και του 1983-, με το καθορισμένο όριο του οικισμού να έχει προκύψει -όπως διαβάσατε ήδη και μάλλον έχετε εμπεδώσει “με απόφαση Νομάρχη ή υπουργού”.
Αυτή η ζώνη λοιπόν, “αφαιρέθηκε” στην απόφαση του ΣτΕ, μολονότι πολλές από αυτές τις περιοχές που όρισαν νομάρχες, έχουν δομηθεί. Για αυτήν τη συνθήκη, δεν θα υπάρξουν συνέπειες.
Όσοι δεν έχουν δομήσει και πλήρωναν φόρους ΕΝΦΙΑ, οι περιουσίες τους γίνονται αγροτεμάχια και αδόμητες: χιλιάδες ακίνητα χάνουν το δικαίωμα οικοδόμησης. Δεν βγαίνει σχετική άδεια, ενώ αν κάποιος που την έχει εξασφαλίσει και αρχίσει να χτίζει, μπορεί να έλθει αντιμέτωπος με καταγγελία και να γίνει έκθετος.
Το ΠΔ εισάγει τρεις ζώνες (εντός σχεδίου, εκτός σχεδίου και εκτός ορίων) και περιορίζει δραστικά τις επιτρεπόμενες χρήσεις στους μικρούς οικισμούς: επιτρέπονται κατοικία, βασικές κοινωνικές και υγειονομικές δομές, μικρές εμπορικές δραστηριότητες, τουριστικά καταλύματα έως 100 κλίνες και εγκαταστάσεις του αγροτικού τομέα.
Ωστόσο, για προϋφιστάμενους του 1923 και παραδοσιακούς οικισμούς, όπως είναι οι οικισμοί του Πηλίου , προβλέπεται ξεχωριστή ρύθμιση μέχρι την ολοκλήρωση πολεοδομικών σχεδίων.
Το υπουργείο Περιβάλλοντος επιμένει μέχρι σήμερα πως ο στόχος του νέου Προεδρικού Διατάγματος είναι να υπάρχει “ασφάλεια δικαίου” και για αυτό έγινε η οριοθέτηση με ΠΔ, καθώς «ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την ανώτατη θεσμική κατοχύρωση».
Ο Ευθύμιος Μπακογιάννης, Γενικός Γραμματέας του Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος μιλώντας στην ERTNews είπε πως
«για να υπάρχει ασφάλεια δικαίου στο πολεοδομικό σχεδιασμό, καταθέσαμε προεδρικό διάταγμα με προδιαγραφές για την οριοθέτηση των οικισμών από τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια. Αυτές οι προδιαγραφές δεν είναι άμεσα εφαρμοστέες. Δεν ξυπνήσαμε, δηλαδή μια ημέρα και άλλαξε το καθεστώς που ισχύει στη δόμηση στους οικισμούς. Το ΠΔ δίνει στο υπουργείο και τους μελετητές που έχει επιλέξει, τον τρόπο και τη μεθοδολογία και τα επιστημονικά κριτήρια με τα οποία θα πάνε οι μελετητές σε κάθε οικισμό, θα καταγράψουν τα πραγματικά δεδομένα».
Υποστήριξε ότι η ανασφάλεια που έχει προκύψει σε χιλιάδες οικισμούς «έχει προκύψει λόγω της οριοθέτησης των νομαρχών» που επαναλαμβάνουμε πως ίσχυε από το 1983 και τόνισε πως «δεν έχει αλλάξει πάντως τίποτα από χθες μέχρι σήμερα στο καθεστώς δόμησης των οικισμών της χώρας, εκτός των οικισμών Ρεθύμνου και Πηλίου που έχουν ακυρωθεί τα όρια τους από το ΣτΕ από το 2019 και δεν εκδίδουν οικοδομικές άδειες. Για όλους τους υπόλοιπους οικισμούς δεν έχει να κάνει αυτό το ΠΔ με την αλλαγή των όρων δόμησης που ισχύουν σήμερα».
Μετά το χάος που προκλήθηκε πληροφορίες αναφέρουν πως το υπουργείο Περιβάλλοντος ενημέρωσε ότι μελετά νομοθετική ρύθμιση, γενικότερα επί του ΠΔ και ειδικότερα για την Ζώνη Γ.
Η αρχή έγινε με την παρουσία του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρου Παπασταύρου στην ERTNews, όπου είπε κατ’ αρχάς ότι
«η οριοθέτηση των οικισμών γινόταν από το 1985, από τον νομάρχη. Το 2005, το 2017 και το 2019 το ΣτΕ είπε ότι δεν ήταν σωστή αυτή η οριοθέτηση, καθώς ο νομάρχης ήταν αναρμόδιος και πως τα κριτήρια δεν ήταν μεθοδολογικά σωστά. Ως αποτέλεσμα, ακύρωσε την οριοθέτηση οικισμών στην Κρήτη και στο Πήλιο και έτσι εν δυνάμει, έθεσε σε κίνδυνο την οριοθέτηση όλων αυτών των οικισμών. Άρα, το Προεδρικό Διάταγμα που προετοίμασε ο προκάτοχός μου, ο Θόδωρος Σκυλακάκης, όχι απλά δεν αφήνει “στον αέρα” τους οικισμούς, αλλά κάνει ακριβώς το αντίθετο, διορθώνει μια εκκρεμότητα δεκαετιών».
Στα της “διαγραφής” της Ζώνης Γ ο κύριος Παπασταύρου δήλωσε ότι «η Πολιτεία με επιστημονικά κριτήρια, σεβόμενη την αξιολόγηση του ΣτΕ, μελετά νομοθετική ρύθμιση μέσα από την οποία θα προσπαθήσει να ενσωματώσει τα ακίνητα που έχουν γεωγραφική, πραγματική ή οικιστική σχέση με τον οικισμό».
Δηλαδή, το υπουργείο εξετάζει τη δημιουργία νέων ζωνών, που δεν περιλαμβάνονται στο ΠΔ -κατά τα φαινόμενα- γιατί δεν συνεκτιμήθηκαν αρχικά όσα στοιχεία και δεδομένα θα έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν.
Αφορά τα οικόπεδα από 2 έως 4 στρέμματα (όσα είναι κάτω από αυτό το όριο φαίνεται να χάνουν δια παντός τη δυνατότητα οικοδόμησης), με το υπουργείο να προωθεί την οργάνωση περιοικιστικών ζωνών σε Περιοχές Ελέγχου Χρήσεων (βλ. εισαγωγή χρήσεων γης), με προϋπόθεση να έχουν “πρόσωπο” σε αναγνωρισμένο κοινόχρηστο δρόμο.