Το σχέδιο Ντράγκι για τις σχέσεις της ΕΕ με την Κίνα- Το “βιομηχανικό new deal” και η ριζική αλλαγή στην οικονομία

 Το σχέδιο Ντράγκι για τις σχέσεις της ΕΕ με την Κίνα- Το “βιομηχανικό new deal” και η ριζική αλλαγή στην οικονομία

Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως ριζικές αλλαγές για να παραμείνει ανταγωνιστική έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, αυτή είναι η κεντρική ιδέα που θα αναπτύσσει ο Μάριο Ντράγκι στη δική του έκθεση. Όπως είπε μιλώντας προχτές σε συνδιάσκεψη για τα κοινωνικά δικαιώματα στην Ευρώπη, πρέπει να αναπτύξουμε ενιαία στρατηγική για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας, ώστε να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα κλίμακας που μένουν ανεκμετάλλευτα λόγω του κατακερματισμού, να προσφέρουμε σε πολίτες και επιχειρήσεις ενιαία -άρα φθηνότερα- δημόσια αγαθά, να γίνουμε ανταγωνιστικοί έναντι ΗΠΑ και Κίνας.

Η έκθεση Ντράγκι: Η Ευρώπη χρειάζεται ριζική αλλαγή

Κατά μία έννοια, αυτή είναι η πρώτη φορά που έχω την ευκαιρία να αρχίσω να μοιράζομαι μαζί σας πώς διαμορφώνεται ο σχεδιασμός και η φιλοσοφία της έκθεσής μου.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ανταγωνιστικότητα ήταν ένα επίμαχο ζήτημα για την Ευρώπη. Το 1994, ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν που 14 χρόνια αργότερα έλαβε το βραβείο Νόμπελ, χαρακτήρισε «επικίνδυνη εμμονή» την προσήλωση στην ανταγωνιστικότητα. Το επιχείρημά του ήταν ότι η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία ωφελεί όλους, και όχι από την προσπάθεια να βελτιώσει κανείς τη σχετική θέση του έναντι των άλλων και να αποσπάσει το μερίδιό τους στην ανάπτυξη.

Η προσέγγιση που ακολουθήσαμε για την ανταγωνιστικότητα στην Ευρώπη, μετά την κρίση του δημόσιου χρέους, φάνηκε να επιβεβαιώνει την άποψη του. Ακολουθήσαμε μια σκόπιμη στρατηγική προσπαθώντας να μειώσουμε το μισθολογικό κόστος μεταξύ μας και, σε συνδυασμό με μια προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, το καθαρό αποτέλεσμα ήταν μόνο να αποδυναμωθεί η εσωτερική μας ζήτηση και να υπονομευθεί το κοινωνικό μας μοντέλο.

Αλλά το βασικό ζήτημα δεν είναι ότι η ανταγωνιστικότητα είναι μια λανθασμένη έννοια. Είναι ότι η Ευρώπη είχε λάθος εστίαση.

Έχουμε στραφεί προς τα μέσα, θεωρούμαστε ανταγωνιστές μεταξύ μας, ακόμη και σε τομείς όπως η άμυνα και η ενέργεια, όπου έχουμε βαθιά κοινά συμφέροντα. Ταυτόχρονα, δεν κοιτάξαμε αρκετά προς τα έξω: έχοντας θετικό εμπορικό ισοζύγιο, τελικά, δεν δώσαμε αρκετή προσοχή στην εξωτερική μας ανταγωνιστικότητα ως σοβαρό ζήτημα πολιτικής.

Σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, εμπιστευτήκαμε τους παγκόσμιους όρους ισότιμου  ανταγωνισμού και τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε κανόνες, περιμένοντας ότι και οι άλλοι θα έκαναν το ίδιο. Τώρα όμως ο κόσμος αλλάζει ραγδαία και μας έχει αιφνιδιάσει.

Το πιο σημαντικό είναι ότι άλλες περιφέρειες δεν παίζουν πλέον με τους κανόνες και αναπτύσσουν ενεργά πολιτικές για να ενισχύσουν την ανταγωνιστική τους θέση. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτές οι πολιτικές έχουν σχεδιαστεί για να ανακατευθύνουν τις επενδύσεις προς τις δικές τους οικονομίες σε βάρος των δικών μας και στη χειρότερη, έχουν σχεδιαστεί για να μας κάνουν μόνιμα εξαρτημένους από αυτούς.

Η Κίνα, για παράδειγμα, στοχεύει να ελέγξει και να εσωτερικεύσει όλα τα τμήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας σε πράσινες και προηγμένες τεχνολογίες και διασφαλίζει την πρόσβαση στους απαιτούμενους πόρους. Αυτή η ταχεία μεγέθυνση της προσφοράς οδηγεί σε σημαντικό πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό σε πολλούς τομείς και απειλεί να υπονομεύσει τις βιομηχανίες μας.

Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, χρησιμοποιούν μεγάλης κλίμακας βιομηχανική πολιτική για να προσελκύσουν εγχώρια παραγωγική ικανότητα υψηλής αξίας εντός των συνόρων τους (συμπεριλαμβανομένης αυτής των ευρωπαϊκών εταιρειών) ενώ χρησιμοποιούν προστατευτισμό για να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές και να αναπτύξουν τη γεωπολιτική τους ισχύ για να επαναπροσανατολίσουν και να εξασφαλίσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Δεν είχαμε ποτέ ένα ανάλογο «Βιομηχανικό New Deal» σε επίπεδο ΕΕ, παρόλο που η Κομισιόν κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να καλύψει αυτό το κενό. Ως εκ τούτου, παρά τις διάφορες θετικές πρωτοβουλίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, εξακολουθούμε να μην έχουμε μια συνολική στρατηγική αντίδρασης σε πολλούς τομείς.

Μας λείπει μια στρατηγική για το πώς να συμβαδίσουμε στον διαρκώς σκληρότερο αγώνα δρόμου για την ηγετική θέση στις νέες τεχνολογίες. Σήμερα επενδύουμε λιγότερο σε ψηφιακές και προηγμένες τεχνολογίες από τις ΗΠΑ και την Κίνα, ακόμα και στον τομέα της άμυνας, και έχουμε μόνο τέσσερις ευρωπαϊκές εταιρείες τεχνολογίας μεταξύ των 50 κορυφαίων του πλανήτη.

Μας λείπει μια στρατηγική για το πώς να προστατεύσουμε τις παραδοσιακές βιομηχανίες μας στο παγκόσμιο πεδίο ανταγωνισμού που γίνεται άνισο από ασυμμετρίες στους κανονισμούς, τις επιδοτήσεις και τις εμπορικές πολιτικές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι βιομηχανίες έντασης ενέργειας.

Σε άλλες περιοχές, αυτές οι βιομηχανίες όχι μόνο αντιμετωπίζουν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος, αλλά αντιμετωπίζουν επίσης λιγότερους ρυθμιστικούς περιορισμούς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, λαμβάνουν τεράστιες επιδοτήσεις που απειλούν άμεσα την ανταγωνιστική ικανότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

Χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες δράσεις πολιτικής, είναι λογικό ορισμένες από τις βιομηχανίες μας να καταργήσουν παραγωγικό δυναμικό ή να μετεγκατασταθούν εκτός της ΕΕ.

Επίσης μας λείπει μια στρατηγική για να διασφαλίσουμε ότι έχουμε τους πόρους και τις εισροές που χρειαζόμαστε για να εκπληρώσουμε τις φιλοδοξίες μας χωρίς να αυξήσουμε τις εξαρτήσεις μας.

Δικαίως έχουμε στην Ευρώπη μια φιλόδοξη ατζέντα για το κλίμα και αυστηρούς στόχους για τα ηλεκτρικά οχήματα. Αλλά σε έναν κόσμο όπου οι αντίπαλοί μας ελέγχουν πολλούς από τους πόρους που χρειαζόμαστε, μια τέτοια ατζέντα πρέπει να συνδυαστεί με ένα σχέδιο για την ασφάλεια της εφοδιαστικής μας αλυσίδας, από τα κρίσιμα ορυκτά στις μπαταρίες και τις υποδομές φόρτισης.

Η αντίδρασή μας είναι περιορισμένη επειδή η οργάνωσή μας, η λήψη αποφάσεων και η χρηματοδότησή μας έχουν σχεδιαστεί για «τον κόσμο του χθες», πριν από τον Covid, πριν από την Ουκρανία, πριν από την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, πριν από την αναβίωση του ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.

Χρειαζόμαστε όμως μια ΕΕ κατάλληλη για τον κόσμο του σήμερα και του αύριο. Και, λοιπόν, αυτό που προτείνω στην έκθεση που μου ζήτησε να συντάξω η Πρόεδρος της Επιτροπής είναι η ριζική αλλαγή, γιατί αυτό απαιτείται.

Τελικά, θα χρειαστεί να επιτύχουμε τη μεταμόρφωση ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Πρέπει να είμαστε σε θέση να βασιζόμαστε σε ανεξάρτητα ενεργειακά συστήματα χωρίς άνθρακα. Ένα διασυνδεδεμένο και επαρκές αμυντικό σύστημα για την ΕΕ. Εγχώρια παραγωγή στους πιο καινοτόμους και ταχέως αναπτυσσόμενους τομείς και ηγετική θέση στην τεχνολογική και την ψηφιακή καινοτομία που είναι πιο κοντά στην κατασκευαστική μας βάση.

Αλλά, καθώς οι ανταγωνιστές μας κινούνται ταχύτατα, πρέπει επίσης να αξιολογήσουμε τις προτεραιότητες. Απαιτούνται άμεσες ενέργειες στους τομείς με τη μεγαλύτερη έκθεση σε πράσινες, ψηφιακές προκλήσεις και προκλήσεις ασφάλειας. Στην έκθεσή μου, εστιάζουμε σε δέκα από αυτούς τους μακροοικονομικούς τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Κάθε τομέας απαιτεί συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και εργαλεία. Ωστόσο, στην ανάλυσή μας αναδύονται τρεις κοινές αλληλουχίες δράσης για παρεμβάσεις πολιτικής.

Πρώτη αλληλουχία δράσης είναι η ενεργοποίηση της κλίμακας. Οι βασικοί ανταγωνιστές μας εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι είναι οικονομίες σε ηπειρωτικό μέγεθος, για να εξασφαλίσουν κλίμακα, να αυξήσουν τις επενδύσεις και να κατακτήσουν μερίδιο αγοράς για τους κλάδους που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία. Στην Ευρώπη έχουμε το ίδιο πλεονέκτημα φυσικού μεγέθους, αλλά ο κατακερματισμός μας εμποδίζει να προχωρήσουμε.

Στην αμυντική βιομηχανία, για παράδειγμα, η έλλειψη κλίμακας εμποδίζει την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού βιομηχανικού δυναμικού, πρόβλημα που αναγνωρίζεται στην πρόσφατη Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αμυντικής Βιομηχανίας. Οι πέντε κορυφαίοι παίκτες στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν το 80% της ευρύτερης αγοράς τους, ενώ στην Ευρώπη το 45%.

Αυτή η διαφορά προκύπτει σε μεγάλο βαθμό επειδή οι αμυντικές δαπάνες της ΕΕ είναι κατακερματισμένες.

Οι κυβερνήσεις δεν κάνουν πολλές κοινές προμήθειες. Οι συνδυασμένες προμήθειες αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 20% των δαπανών και δεν εστιάζουν αρκετά στη δική μας αγορά: σχεδόν 80% των προμηθειών που κάναμε τα τελευταία δύο χρόνια προέρχονταν από χώρες εκτός ΕΕ.

Για να ανταποκριθούμε στις νέες ανάγκες άμυνας και ασφάλειας, πρέπει να αυξήσουμε τις κοινές μας προμήθειες, να αυξήσουμε τον συντονισμό των δαπανών μας και τη διαλειτουργικότητα του εξοπλισμού μας και να μειώσουμε σε μεγάλο βαθμό τις διεθνείς μας εξαρτήσεις.

Ένα άλλο παράδειγμα όπου δεν εκμεταλλευόμαστε την κλίμακα είναι οι τηλεπικοινωνίες. Έχουμε μια αγορά περίπου 450 εκατομμυρίων καταναλωτών στην ΕΕ, αλλά οι κατά κεφαλήν επενδύσεις μας είναι οι μισές από των ΗΠΑ και υστερούμε στην ανάπτυξη δικτύων 5G και οπτικών ινών.

Ένας λόγος για αυτό το κενό είναι ότι έχουμε 34 δίκτυα κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη (και αυτή είναι μια συντηρητική εκτίμηση, στην πραγματικότητα έχουμε πολύ περισσότερα) που συχνά λειτουργούν σε εθνική κλίμακα, έναντι τριών στις ΗΠΑ και τεσσάρων στην Κίνα. Για να εξασφαλίσουμε περισσότερες επενδύσεις, πρέπει να εξορθολογήσουμε και να εναρμονίσουμε περαιτέρω τους κανονισμούς τηλεπικοινωνιών στα κράτη μέλη και να υποστηρίξουμε, όχι να εμποδίσουμε, την ενοποίηση.

Και η κλίμακα είναι επίσης ζωτικής σημασίας, με διαφορετικό τρόπο, για τις νέες εταιρείες που παράγουν τις πιο καινοτόμες ιδέες. Το επιχειρηματικό τους μοντέλο βασίζεται στην ταχεία ανάπτυξη και εμπορευματοποίηση των ιδεών τους, κάτι που με τη σειρά του απαιτεί μια μεγάλη εγχώρια αγορά.

Η κλίμακα είναι επίσης απαραίτητη για την ανάπτυξη νέων, καινοτόμων φαρμάκων, μέσω της ενιαίας τυποποίησης των δεδομένων από τους ασθενείς της ΕΕ και μέσω της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία χρειάζεται όλο αυτό τον πλούτο δεδομένων που διαθέτουμε.

Στην Ευρώπη είμαστε παραδοσιακά πολύ ισχυροί στην έρευνα, αλλά αποτυγχάνουμε να φέρουμε την καινοτομία στην αγορά και να την αναβαθμίσουμε. Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το εμπόδιο, μεταξύ άλλων, με την αναθεώρηση της τρέχουσας νομοθεσίας για τις προϋποθέσεις για τραπεζικό δανεισμό και τη θέσπιση ενός νέου κοινού ρυθμιστικού καθεστώτος για τις νεοφυείς επιχειρήσεις στον τομέα της τεχνολογίας.

Δεύτερη αλληλουχία δράσης είναι η παροχή δημόσιων αγαθών. Όπου υπάρχουν επενδύσεις από τις οποίες όλοι επωφελούμαστε, αλλά καμία χώρα δεν μπορεί να πραγματοποιήσει μόνη της, υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία για κοινή δράση. Διαφορετικά δεν θα καλύπτουμε τις ανάγκες μας: θα υστερούμε στο κλίμα, στην άμυνα και σε άλλους τομείς.

Στην ευρωπαϊκή οικονομία υπάρχουν πολλά σημεία δυσλειτουργίας όπου η έλλειψη συντονισμού συνεπάγεται αναποτελεσματικά χαμηλές επενδύσεις. Τα ενεργειακά δίκτυα, και ιδίως οι διασυνδέσεις τους, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.

Αποτελούν σαφές δημόσιο αγαθό, καθώς μια ολοκληρωμένη αγορά ενέργειας θα μείωνε το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις μας και θα μας έκανε πιο ανθεκτικούς απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις, στόχος που επιδιώκει η Κομισιόν στο πλαίσιο του REPowerEU.

Ωστόσο, οι διασυνδέσεις απαιτούν αποφάσεις σχετικά με τον προγραμματισμό, τη χρηματοδότηση, την προμήθεια υλικών και τη διαχείριση, που είναι δύσκολο να συντονιστούν. Όμως δεν θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια πραγματική Ενεργειακή Ένωση εάν δεν συμφωνήσουμε σε μια κοινή προσέγγιση.

Ένα ακόμα παράδειγμα είναι η υποδομή μας σε υπερυπολογιστές. Η ΕΕ διαθέτει ένα  παγκόσμιας κλάσης δημόσιο δίκτυο υπολογιστών υψηλής απόδοσης (HPC), αλλά οι αλληλεπιδράσεις με τον ιδιωτικό τομέα είναι επί του παρόντος πολύ, πολύ περιορισμένες.

Αυτό το δίκτυο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον ιδιωτικό τομέα (για παράδειγμα, νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνητής νοημοσύνης και ΜΜΕ) και σε αντάλλαγμα, τα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν θα μπορούσαν να επανεπενδυθούν για την αναβάθμιση των HPC και την υποστήριξη της επέκτασης του cloud στην ΕΕ.

Μόλις εντοπίσουμε αυτά τα δημόσια αγαθά, πρέπει επίσης να εξασφαλίσουμε τα μέσα για να τα χρηματοδοτήσουμε. Ο δημόσιος τομέας μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, και έχω μιλήσει στο παρελθόν για το πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε καλύτερα την κοινή δανειοληπτική ικανότητα της ΕΕ, ειδικά σε τομείς όπως η άμυνα, όπου οι κατακερματισμένες δαπάνες μειώνουν τη συνολική μας αποτελεσματικότητα.

Όμως το μεγαλύτερο μέρος του επενδυτικού κενού θα χρειαστεί να καλυφθεί από ιδιωτικές επενδύσεις. Η ΕΕ έχει πολύ υψηλές ιδιωτικές αποταμιεύσεις, αλλά διοχετεύονται κυρίως σε τραπεζικές καταθέσεις και δεν καταλήγουν να χρηματοδοτούν την ανάπτυξη όσο θα μπορούσαν σε μια μεγαλύτερη κεφαλαιαγορά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η προώθηση της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συνολικής στρατηγικής ανταγωνιστικότητας.

Τρίτη αλληλουχία δράσης είναι η εξασφάλιση της προμήθειας βασικών πόρων και εισροών.

Εάν θέλουμε να πραγματοποιήσουμε τις φιλοδοξίες μας για το κλίμα χωρίς να αυξήσουμε την εξάρτησή μας από χώρες στις οποίες δεν μπορούμε πλέον να βασιστούμε, χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να καλύπτει όλα τα στάδια της κρίσιμης αλυσίδας εφοδιασμού ορυκτών.

Προς το παρόν αυτό τον χώρο τον αφήνουμε σε μεγάλο βαθμό σε ιδιωτικούς φορείς, ενώ άλλες κυβερνήσεις κατευθύνουν άμεσα ή συντονίζουν έντονα ολόκληρη την αλυσίδα. Χρειαζόμαστε μια εξωτερική οικονομική πολιτική που να προσφέρει το ίδιο για την οικονομία μας.

Η Επιτροπή έχει ήδη ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία με τον νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών, αλλά χρειαζόμαστε συμπληρωματικά μέτρα για να κάνουμε τους στόχους μας πιο εφικτούς. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να οραματιστούμε μια ειδική πλατφόρμα για τα κρίσιμα ορυκτά της ΕΕ, κυρίως για κοινές προμήθειες, με εξασφαλισμένο εναλλακτικό εφοδιασμό, κοινή χρηματοδότηση και αποθήκευση αποθεμάτων.

Μια άλλη κρίσιμη συμβολή που πρέπει να εξασφαλίσουμε (και αυτό αφορά ιδιαίτερα εσάς, τους κοινωνικούς εταίρους) είναι η προσφορά εξειδικευμένων εργαζομένων.

Στην ΕΕ, τα τρία τέταρτα των εταιρειών αναφέρουν δυσκολίες στην πρόσληψη εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες, ενώ 28 επαγγέλματα που αντιπροσωπεύουν το 14% του εργατικού δυναμικού μας έχουν τώρα έλλειψη εργαζομένων.

Με τις γηράσκουσες κοινωνίες μας και τη λιγότερο ευνοϊκή στάση μας απέναντι στη μετανάστευση, θα χρειαστεί να βρούμε αυτές τις δεξιότητες στο εσωτερικό. Πολλοί ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να συνεργαστούν για να εξασφαλίσουν τη συνάφεια των δεξιοτήτων και να διαμορφώσουν ευέλικτες μεθόδους αναβάθμισης δεξιοτήτων.

Ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες από αυτή την άποψη θα είστε εσείς, οι κοινωνικοί εταίροι. Ήσασταν πάντα ζωτικής σημασίας σε καιρούς αλλαγών και η Ευρώπη θα βασιστεί σε εσάς για να βοηθήσετε στην προσαρμογή της αγοράς εργασίας μας στην ψηφιακή εποχή και να ενισχύσετε τους εργαζομένους μας.

Αυτές οι τρεις αλληλουχίες δράσης απαιτούν να σκεφτούμε βαθιά πώς οργανωνόμαστε, τι θέλουμε να κάνουμε μαζί και τι θέλουμε να κρατήσουμε σε εθνικό επίπεδο. Όμως, επειδή η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι επείγουσα, δεν έχουμε την πολυτέλεια να καθυστερήσουμε τις απαντήσεις σε όλα αυτά τα σημαντικά ερωτήματα μέχρι την επόμενη αλλαγή της Συνθήκης.

Για να διασφαλίσουμε τη συνοχή μεταξύ των διαφορετικών εργαλείων πολιτικής, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε τώρα ένα νέο στρατηγικό εργαλείο για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών.

Και αν διαπιστώσουμε ότι αυτό δεν είναι εφικτό, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να προχωρήσουμε με ένα υποσύνολο κρατών μελών. Για παράδειγμα, η ενισχυμένη συνεργασία με τη μορφή ενός «28ου μέλους», θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος για να κινητοποιήσει επενδύσεις η Ένωση Κεφαλαιαγορών. Αλλά κατά κανόνα, πιστεύω ότι η πολιτική συνοχή της Ένωσής μας απαιτεί να ενεργούμε μαζί, πάντα, αν αυτό είναι εφικτό. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ίδια πολιτική συνοχή απειλείται τώρα από τις αλλαγές στον υπόλοιπο κόσμο.

Η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς μας δεν είναι κάτι που μπορούμε να πετύχουμε μόνοι μας ή μόνο νικώντας ο ένας τον άλλον. Απαιτεί να ενεργήσουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση με τρόπο που δεν έχουμε ξανακάνει.

Οι αντίπαλοί μας, μάς κερδίζουν σ’ αυτό τον αγώνα επειδή μπορούν να λειτουργήσουν ως μια χώρα με μια στρατηγική και να ευθυγραμμίσουν όλα τα απαραίτητα εργαλεία και πολιτικές που χρειάζεται.

Αν θέλουμε να τους φτάσουμε, θα χρειαστούμε μια ανανεωμένη εταιρική σχέση μεταξύ των κρατών μελών, έναν επαναπροσδιορισμό της Ένωσής μας, που δεν είναι λιγότερο φιλόδοξος από αυτό που έκαναν οι ιδρυτές της πριν από 70 χρόνια, με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα.

Σας ευχαριστώ.

(*) Το κείμενο της ομιλίας του Μάριο Ντράγκι στη Διάσκεψη Υψηλού Επιπέδου, για τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, στις Βρυξέλλες, προχτές, 16 Απριλίου 2024.    

Σχετικά Άρθρα