Γάμος ομοφύλων: Η μάχη με τον αναχρονισμό και οι “αντοχές” των κομμάτων

 Γάμος ομοφύλων: Η μάχη με τον αναχρονισμό και οι “αντοχές” των κομμάτων

Πριν φέρει στην δημόσια σφαίρα -μετά τις εκλογές του Ιουνίου- την πρότασή του για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την έστω ατελή τεκνοθεσία (άνευ, δηλαδή, της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής με παρένθετη κύηση) είναι βέβαιο πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε συνυπολογίσει, αφενός την αντίδραση της Εκκλησίας, αφετέρου την ανταρσία της δεξιάς πτέρυγας της Ν.Δ και του Αντώνη Σαμαρά.

Μπορεί να μην είχε προβλέψει τότε τον ακριβή αριθμό των βουλευτών του που θα καταψήφιζαν ένα τέτοιο νομοσχέδιο, όμως είναι μάλλον απίθανο να μην είχε λάβει υπόψη του ότι αναχρονιστικές αντιλήψεις μεγάλου αριθμού μελών της Κ.Ο και του συντηρητικού εκλογικού ακροατηρίου της Ν.Δ, υπό την σημαία και την πίεση της Εκκλησίας, θα συγκροτούσαν μέτωπο κατά μιας τέτοιας μεταρρύθμισης που βοηθά την χώρα να συγκλίνει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων -εν προκειμένω της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.

Οι επιμελείς, δε, συνεργάτες του και η έμπειρη επικοινωνιακή ομάδα που τον υποστηρίζει (με τα γνωστά focus group) είναι βέβαιο πως θα του είχε εξηγήσει το αυτονόητο: εάν, υποθετικά, αφαιρούσε κανείς από τον κοινοβουλευτικό χάρτη τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και το ΠΑΣΟΚ (αλλά και τα μικρότερα κόμματα στα αριστερά τους), το σχετικό νομοσχέδιο δεν θα είχε καμία τύχη και αυτό θα ισοδυναμούσε με πολιτική καταστροφή. Δεν θα έπεφτε η κυβέρνηση, θα κλυδωνιζόταν, όμως, σοβαρά η πολιτική κυριαρχία του πρωθυπουργού με σημαντικές παρελκόμενες πολιτικές επιπτώσεις ενόψει των ευρωεκλογών και όχι μόνο.

Είχε προηγηθεί, όμως, από το 2022 (επί ηγεσίας Αλέξη Τσίπρα) η ανάλογη αλλά σαφώς πιό προωθημένη πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και ήταν γνωστή η πάγια θέση του ΠΑΣΟΚ σε τέτοια ζητήματα, συνυφασμένη, άλλωστε, με την πολιτική παράδοση του κόμματος από την περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου με τις μεγάλλες αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο, τον πολιτικό γάμο, κ.ά, αλλά και η “κληρονομιά” της σύγκρουσης του Κώστα Σημίτη με την Εκκλησία για την μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνώριζε, λοιπόν, ότι ο αναχρονισμός, οι ομοφοβικές αντιλήσεις, η επιρροή της Εκκλησίας, ακόμα και ο διχασμός της κοινωνίας σε ένα τέτοιο ζήτημα, θα μπορούσαν πολιτικά και κοινοβουλευτικά να υπερκεραστούν με την συνδρομή των κομμάτων στα αριστερά της Ν.Δ.

Και καλό θα ήταν να το αναγνωρίσει με την δέουσα γενναιότητα και να μην επιτρέψει να εργαλειοποιηθεί πολιτικά ένα τόσο σοβαρό θέμα. Το τελευταίο ισχύει και για τις ηγεσίες των εξ αριστερών κομμάτων- για την υπερδεξιά και ακροδεξιά δεν τρέφει κανείς αυταπάτες ότι θα αλιεύσει ψήφους στον σκοταδισμό και την άγνοια.

Εδώ, για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ο πρωθυπουργός έχει την δική του θετική ιστορία, καθώς ήταν μεταξύ των 19 βουλευτών της Ν.Δ που ψήφισαν το σύμφωνο συμβίωσης επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Άρα η πρόθεσή του για το νομοσχέδιο σχετικά με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την (ατελή) τεκνοθεσία πρέπει να θεωρηθεί ειλικρινής. Το γεγονός ότι ταιριάζει στην στρατηγική του για την εμπέδωση της ηγεμονίας του στον κεντρώο χώρο και τα μεταρρυθμιστικά μηνύματα προς την ΕΕ είναι κάτι που σαφώς πρέπει να προσμετρηθεί. Το είπε εμμέσως, άλλωστε, και ο ίδιος, όταν επισήμανε (συνέντευξη στην ΕΡΤ) ότι παραδοσιακά είναι η κεντροαριστερά (και όχι η κεντροδεξιά και λαϊκή δεξιά) που πρωταγωνιστεί μετά την μεταπολίτευση σε μεταρρυθμίσεις σχετικά με την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αποκαλύπτοντας, έτσι, την πρόθεσή του να ταυτιστεί πολιτικά με το σπάσιμο αυτής της αρνητικής για την παράταξή του παράδοσης.

Οι “γραμμές” στα κόμματα

Οι αναχρονισμοί, ωστόσο, μπορεί να πλειοψηφούν σημαντικά στο εκλογικό ακροατήριο και την Κ.Ο της Ν.Δ, διατρέχουν, όμως, και τα ακροατήρια και τις κοινοβουλευτικές ομάδες ακόμα και των κομμάτων που λιγότερο ή περισσότερο διέπονται ταυτοτικά από ιδέες της (αυτονόητης) ευρωπαϊκής νεωτερικότητας. Υπάρχουν ψηφοφόροι και, ως φαίνεται, και βουλευτές και στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, και στο ΠΑΣΟΚ, και στο ΚΚΕ, που αισθάνονται βολικά με τις διακηρύξεις περί ισότητας όταν αυτές μένουν στα γραπτά κείμενα, αρχίζουν, όμως, να νοιώθουν άβολα όταν πρέπει να υλοποιηθούν, να ψηφιστούν στην Βουλή, και να εφαρμοστούν στην πράξη.

Πίσω από την “βαβέλ” περί επιβολής κομματικής πειθαρχίας στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (με προσωπική ευθύνη του Στέφανου Κασσελάκη), ή τις θολές αναφορές του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, κρύβεται αυτή ακριβώς η αμφιθυμία μερίδας και του δικού τους εκλογικού ακροατηρίου- σαφώς σε μικρότερο βαθμό από εκείνο της Ν.Δ. Έτσι το ανθρώπινα, θεσμικά, ευρωπαϊκά και συνταγματικά αυτονόητο (έστω, επαναλαμβάνω, με τις ατέλειες και φοβίες που εμπεριέχει η κυβερνητική πρόταση όπως μέχρι τώρα έχει περιγραφεί- μένει να δούμε το τελικό κείμενο) μετατρέπεται σε μία σύγκρουση μεταξύ της ισότητας και του αναχρονισμού.

Η αναφορά, για παράδειγμα, του Παύλου Πολάκη στην Π.Γ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ (όπως καταγράφηκε από το ρεπορτάζ) για τις αντιδράσεις που πιθανώς θα αντιμετωπίσει στα Σφακιά, αποτελεί ένα μικρό μόνο δείγμα των “ταχυτήτων” στην κοινωνία. Είναι, δε, πιθανό η απόφαση πολλών βουλευτών (οι πληροφορίες κάνουν λόγο για μέχρι και 70!) της ΝΔ να καταψηφίσουν ένα τέτοιο νομοσχέδιο να προκαλέσει διασπορά του αναχρονισμού ανά την επικράτεια και τοπικές συγκρούσεις. Τι θα πράξουν, για παράδειγμα, βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, ή του ΠΑΣΟΚ, σε εκλογικές περιφέρειες όπου ο βουλευτής της Ν.Δ θα καταψηφίσει το νομοσχέδιο, όταν, μάλιστα, ο …οικείος μητροπολίτης θα εκτοξεύει απειλές από άμβωνος κατά των ομοφυλόφιλων, της κυβέρνησης και οιουδήποτε υπερψηφίσει την σχετική διάταξη; Ή τι θα συμβεί μεταξύ βουλευτών της Ν.Δ στην ίδια περιφέρεια, όταν κάποιος εξ αυτών θα δηλώσει πως καταψηφίζει και θα εισπράττει τα εύσημα της τοπικής μητρόπολης;

Οι δημοσκοπήσεις

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης της GPO και όσον αφορά στο ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών η ελληνική κοινωνία εµφανίζεται διχασµένη, µε το 48,1% να τάσσεται υπέρ και το 49,8% κατά. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι υπέρ τοποθετούνται στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, ενώ αρνητικά, σε ποσοστό 58,1%, οι ψηφοφόροι της Ν.∆., οι οποίοι είναι ακόμα πιο αρνητικοί, σε ποσοστό 78,9%, απέναντι στην υιοθεσία. Στο σύνολο του δείγματος, το 68,9% τάσσεται κατά του δικαιώματος υιοθεσίας, έναντι 29,6% που καταγράφεται θετικό.

Ιστορικότητα

Υπό την έννοια αυτή, η θεσμική ιστορικότητα του νομοσχεδίου (επαλαμβάνω: με την μερική ή και άτολμη, έστω, προσέγγιση που επιχειρείται) συνοδεύεται και από μία πολιτική και κοινωνική ιστορικότητα. Θα αποτυπωθούν, δηλαδή, στο πολιτικό σύστημα και στην ίδια την κοινωνία, τα σύνορα μεταξύ του αναχρονισμού και της νεωτερικότητας (ήδη ξεπερασμένη, βεβαίως, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που οδεύουν προς τα επόμενα βήματα). Κοιτάζοντας προς το μέλλον και λαμβάνοντας υπόψη με ποιόν τρόπο χωνεύτηκαν στον χρόνο ανάλογες μεταρρυθμίσεις, που στον καιρό τους επικρίθηκαν και ξεσήκωσαν αντιδράσεις και “λαοσυνάξεις”, η μάχη αυτή είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κερδηθεί.

Ποιός θα θυμάται σε πέντε ή δέκα χρόνια τον Γιόγιακα, την Καραμανλή, τον Καραγκούνη, ή όσους βουλευτές άλλων κομμάτων καταψηφίσουν; Ποιός θα θυμάται τις εκρήξεις ορισμένων ιεραρχών; Ακόμα και στους κόλπους της Εκκλησίας θα ξεκαθαρίσει η ήρα από το στάρι, θα αναδειχθούν τα όρια μεταξύ του “φονταμενταλισμού” και της μετριοπάθειας, της χριστιανικής αγάπης χωρίς αστερίσκους.

Εν κατακλείδι, είμαστε μάλλον υποχρεωμένοι να περάσουμε αυτήν την περίοδο στην οποία μας εισήγαγε η πρόθεση του πρωθυπουργού, ακόμα κι αν ο ίδιος προσπαθεί πολιτικά να προστατευθεί με το ανήκουστο τρικ της αποχής και του ελιγμού σχετικά με την τεκνοθεσία. Και είναι η ώρα να λάβει τον λόγο η υπνωτισμένη πνευματική ελίτ, όλοι εκείνοι που συχνά αποφεύγουν να μιλούν στα δύσκολα και φλυαρούν ιδιοτελώς στα εύκολα…

Σχετικά Άρθρα