Από τον Γκρίνμπεργκ στο κενό της Κουμουνδούρου- Η μάχη της πολιτικής επικοινωνίας και τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ

 Από τον Γκρίνμπεργκ στο κενό της Κουμουνδούρου- Η μάχη της πολιτικής επικοινωνίας και τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ

Ίσως από κάποιους θεωρείται δευτερεύον, όμως δεν είναι. Και αναφέρομαι στον τρόπο με τον οποίο ένα μεγάλο κόμμα (εξουσίας) σχεδιάζει, προγραμματίζει και υλοποιεί τις προεκλογικές καμπάνιες του. Από την εποχή που ο Ζακ Σιράκ διαδέχθηκε τον Φρανσουά Μιτεράν στα Ηλύσια Πεδία, οι φήμες έλεγαν πως άλλαξε ακόμα και τα έπιπλα στο προεδρικό μέγαρο. Μόνο ένα κράτησε: τον επικοινωνιολόγο Ζαν Πολάν, διότι θεωρούνταν “μάγος της πολιτικής επικοινωνίας”.

Πριν τις εκλογές του 1981 (λίγο πριν το …ελληνικό ’81 με τον θρίαμβο του Ανδρέα Παπανδρέου) τις οποίες κέρδισε ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Γάλλος σοσιαλιστής αποφάσισε να συνεργαστεί με τον διαφημιστή Ζακ Σεγκελά. Ο διάλογος του με τον Μιτεράν έχει καταγραφεί και θεωρείται “οδηγός” για την πολιτική επικοινωνία, παρότι αποτυπώνει έναν πολιτικό κυνισμό:

­ Μιτεράν: Οταν σας ακούω αισθάνομαι σαν να μιλάτε για ένα προϊόν!

­ Σεγκελά: Μα και ο πολιτικός είναι ένα προϊόν, απάντησε ο Σεγκελά. Και όλα τα προϊόντα έχουν τους ίδιους κανόνες για να τα πουλήσεις.

­ Δηλαδή όλοι οι πολιτικοί είναι το ίδιο πράγμα; Μπορούν να πουληθούν εξίσου; επανήλθε ο Μιτεράν, στα πρόθυρα της έκρηξης.

­ Οχι, τον καθησύχασε ο Σεγκελά. Υπάρχουν καλά και κακά προϊόντα.

Είναι χρήσιμοι οι επικοινωνιολόγοι;

Αργότερα, στην Αγγλία η μάχη Εργατικών και Συντηρητικών εξελίχθηκε πρώτα στα διαφημιστικά γραφεία προτού φθάσει στις κάλπες: το ζητούμενο ήταν ποιος θα εξασφαλίσει το καλύτερο επιτελείο ειδικών… Ούτε είναι τυχαίο ότι το καταστροφικό ξεκίνημα του Τζον Μέιτζορ έκανε τους Συντηρητικούς να επιστρατεύσουν εκ νέου μια μεγάλη μορφή της διαφήμισης, τον Μορίς Σαάτσι, δημιουργό των επιτυχημένων προεκλογικών αγώνων της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Το ΠΑΣΟΚ εκείνη την εποχή απαξίωνε την πολιτική επικοινωνία και τους επαγγελματίες της, κάτι που ήταν, όμως, έως ένα βαθμό λογικό καθώς διέθετε ένα επικοινωνιακό πυρηνικό όπλο: τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ωστόσο, το 1990, στην μάχη για τον Δήμο Αθηναίων, η Μελίνα επιστράτευσε τον Ζακ Σεγκελά, για να προκαλέσει -όπως λένε οι γνωρίζοντες το παρασκήνιο της εποχής- τον εκνευρισμό του Κώστα Λαλιώτη, ο οποίος ήταν πάντοτε το “α” και το “ω” της πολιτικής επικοινωνίας του ΠΑΣΟΚ. Ο Σεγκελά απέτυχε σε εκείνη την καμπάνια και ο Λαλιώτης επιβεβαιώθηκε. Έκτοτε, ο τελευταίος ήταν ο αδιαμφισβήτητος επικεφαλής κάθε προεκλογικής καμπάνιας του κόμματος, συντόνιζε και καθοδηγούσε, όμως, διαφημιστικές εταιρείες, δημοσκόπους και καθέναν που μπορούσε να βοηθήσει. Ο Λαλιώτης, για τους γνωρίζοντες, δεν παραμέριζε τους επαγγελματίες της επικοινωνίας, απλώς με την μεγάλη αυτοπεποίθησή του κρατούσε για τον εαυτό του τον ρόλο του ενορχηστρωτή.

Η ΝΔ, από την πλευρά της, επιστράτευε τους πιο αξιόλογους (αμερικανούς κατά κανόνα…) ειδικούς αλλά δεν είχε πάντοτε σοβαρό αποτέλεσμα: από την περίφημη «Σόγερ» του κ. Κ. Μητσοτάκη, το 1985, ως τον κ. Γκλικ του κ. Μ. Εβερτ, οι καλύτεροι επαγγελματίες του είδους και οι μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρείες πέρασαν από την τότε Ρηγίλλης.

Όπως κατέγραψε σε παλαιότερο ρεπορτάζ του το “Βήμα”, το ΠαΣοΚ πήγε στις εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου 1996 χωρίς να έχει προσαρμοστεί στα μετα-ανδρεϊκά επικοινωνιακά δεδομένα. Τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε επίπεδο προσέγγισης υπήρχε ένας διαρκής δισταγμός: να δείξουν Σημίτη ή να μη δείξουν Σημίτη, να πουλήσουν ΠαΣοΚ ή «νέο ΠαΣοΚ», να θυμίσουν έργο ή να μη θυμίσουν έργο… Οπως έλεγε εύστοχα εκείνες τις ημέρες ένας πολύ γνωστός διαφημιστής, «το ΠαΣοΚ μπήκε στην αγορά των εκλογών χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει τι προϊόν θέλει να πουλήσει».

Στην μακρά εκλογική του παράδοση το ΠΑΣΟΚ είχε την τύχη να διαθέτει, εκτός του Κώστα -μια κατηγορία μόνος του- Κώστα Λαλιώτη, πλειάδα ικανών στελεχών με οργανωτικές ικανότητες και με γνώση της αγοράς της πολιτικής επικοινωνίας- από τον Δημήτρη Ρέππα και τον Χρήστο Πρωτόπαππα, μέχει τον Δημήτρη Καρύδη, τον Γιώργο Πανταγιά και πολλούς άλλους.

Ακόμα και στις εκλογές της 21ης Μαϊου, ο Κώστας Λαλιώτης ήταν εκεί, στο στρατηγείο της Χαριλάου Τρικούπη και έπαιξε τον δικό του ρόλο στην εκλογική καμπάνια. Ελάχιστοι γνωρίζουν πως ήταν δική του ιδέα να επιβληθεί επικοινωνιακά το σύστημα “τριών πόλων”, το γεγονός, δηλαδή, ότι σχεδόν σε όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά πάνελ, το ΠΑΣΟΚ είχε τον δικό του εκπρόσωπο, “σφήνα” σε αυτούς της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι ως τρίτο κόμμα εμφανίστηκε ως πιθανός κυβερνητικός εταίρος (λόγω απλής αναλογικής) βοήθησε τον Λαλιώτη να “εκπαιδεύσει” τα στελέχη του κόμματος που εμφανιζόταν στα κανάλια να συμπεριφέρονται ως ισότιμοι συνομιλητές.

Ο Σταν Γκρίνμπεργκ

Σχεδόν από την πρώτη στιγμή της εκλογής του στην ηγεσία της Ν.Δ, το 2016, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε κάτι που ήδη γνώριζε καλά. Σχημάτισε μια δυνατή επικοινωνιακή ομάδα, ίσως επειδή αυτό που είπε κάποια στιγμή, ό,τι “η επικοινωνία είναι ουσία”, το εννοούσε πραγματικά. Στις εκλογές του 2019, ωστόσο, την διαφορά έκανε ο αμερικανός επικοινωνιολόγος Σταν Γκρίνμπεργκ, ίσως ο πιο έμπειρος και επιτυχημένος campaigner στην αμερικανική πολιτική σκηνή, τουλάχιστον από την εποχή που ανέδειξε πρόεδρο των ΗΠΑ τον Μπιλ Κλίντον. Και αναμφίβολα τον πιο “εξαγώγιμο” εκπρόσωπο στις εκλογικές καμπάνιες, αφού “έτρεξε” πολλές στην Ευρώπη, από εκείνη του Τόνι Μπλερ, μέχρι αυτή του Βατσλαβ Χάβελ.

Καθ’ όλη την διάρκεια της πρώτης τετραετίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Γκρίνμπεργκ ήταν πέριξ του Μεγάρου Μαξίμου και είχε τον πρώτο λόγο για την κεντρική στρατηγική και επί μέρους τακτικές, συνεργαζόμενος παλαιότερα με τον Γρηγόρη Δημητριάδη, αλλά και με τον Θοδωρή Λιβάνιο. Ο Γκρίνμπεργκ είχε συνεργαστεί στενά και την περίοδο της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη για την επικοινωνιακή προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Τον είχε φέρει η Γιάννα Αγγελοπούλου (η οποία είχε αναλάβει προσωπικά τις αμοιβές του), εγκατέστησε την μεγάλη ομάδα του στην έδρα της ΑΘΗΝΑ2004 και όσοι συνεργάστηκαν μαζί της γνωρίζουν καλά τον άψογο επαγγελματισμό και την οξυδέρκειά του.

Ο Σταν Γκρίνμπεργκ ήταν ένα μεγάλο ατού για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αλλά δεν ήταν μόνος. Στο Μέγαρο Μαξίμου και στην Πειραιώς υπήρχε ένας “αστερισμός” πολιτικής επικοινωνίας, από τον δημοσκόπο της Marc Θωμά Γεράκη, μέχρι τον ελληνοαμερικανό Παρκς, καθώς και μεγάλες ομάδες για τα social media και άλλες εξειδικευμένες επικοινωνιακές τεχνικές.

Και φυσικά, μία παλιά δημοσιογραφική “καραβάνα”, τον Γιάννη Βλαστάρη, σε ρόλο λογογράφου αλλά και συμβούλου. Πρέπει, φυσικά, να συνυπολογίσει κανείς και μια μεγάλη ομάδα έμπειρων δημοσιογράφων που πλαισίωναν το Μέγαρο Μαξίμου, από τον διευθυντή του γραφείου Τύπου Δημήτρη Τσιόδρα, μέχρι την Μαρία Χούκλη (στο πλευρό του Άκη Σκέρτσου). Το γεγονός ότι η “επικοινωνία Μητσοτάκη” επέβαλε σε μεγάλο βαθμό την προεκλογική ατζέντα, “έχτισε” τα διλήμματα, και ανέδειξε τα επικοινωνιακά κενά και τα πολιτικά λάθη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει την υπογραφή του αμερικανού εκλογολόγου- θεωρείται, μάλιστα, ειδικός στην λεγόμενη “αρνητική διαφήμιση”, ήτοι στον εντοπισμό στοιχείων που προσβάλλουν την εικόνα του πολιτικού αντιπάλου.

Στον ΣΥΡΙΖΑ;

Την ίδια περίοδο, στην Κουμουνδούρου επικρατούσε η αυταρέσκεια και η απαξίωση των επαγγελματιών της επικοινωνίας. Κάποια στελέχη θεωρούσαν ότι αρκούσε η αδιαμφισβήτητη χαρισματικότητα του Αλέξη Τσίπρα, άλλα είχαν μεγάλη ιδέα για τους εαυτούς τους και λόγω ιδεολογικής καταγωγής θεωρούν τους επικοινωνιολόγους αχρείαστους. Είναι χαρακτηριστικό πως με εξαίρεση μια μικρή εταιρεία που έκανε τα -μάλλον “σκοτεινά”- σποτ του ΣΥΡΙΖΑ, κανείς επαγγελματίας της πολιτικής επικοινωνίας δεν είχε όλο το προηγούμενο διάστημα μόνιμη σχέση συνεργασίας με την Κουμουνδούρου.

Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας μιλούσε περιστασιακά με δημοσκόπους (π.χ τον Δημήτρη Μαύρο της MRB), ή πολιτικούς επιστήμονες, όπως ο Νίκος Μαραντζίδης, παλαιότερα ο Γιάννης Λούλης κ.ά, το στρατηγείο της Κουμουνδούρου, όμως, ήταν άβατο για οιονδήποτε δεν είχε κομματική ταυτότητα.

Η επικοινωνία και η στρατηγική ήταν δουλειά συγκεκριμένων στελεχών, από τον Μιχάλη Καλογήρου, τον Δημήτρη Τζανακόπουλο, και τον Θανάση Καρτερό, μέχρι τον Νάσο Ηλιόπουλο, την Πόπη Τσαπανίδου και τον Νίκο Μπίστη. Και φυσικά, δίπλα τους, οι άοκνοι συνεργάτες του γραφείου Τύπου, με επικεφαλής τον Νίκο Ανδριόπουλο (δυστυχώς μία αρκετά σοβαρή περιπέτεια υγείας τον κράτησε μακριά από την τελική φάση της προεκλογικής υπερπροσπάθειας και η απουσία του ήταν αισθητή) και τον Μπάμπη Παπαδάκη. Επαγγελματίες της πολιτικής επικοινωνίας δεν υπήρξαν, τουλάχιστον όχι σε ενεργό πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ένα από τα σοβαρά λάθη που επαναλήφθηκαν ήταν το έλλειμμα ουσιαστικής επικοινωνίας με τους δημοσιογράφους και τους opinion makers των μίντια. Αυτό είναι ένα σχεδόν δομικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί το διαπίστωσαν ακόμα και την περίοδο της διακυβέρνησης, όταν ήταν σχετικά ευκολότερο για κάποιον να μιλήσει με τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό παρά με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημ. Τζανακόπουλο και τον επικεφαλής του γραφείου Τυπου του Μαξίμου Θανάση Καρτερό. Ίσως η περίοδος πριν το 2015, και λίγο μετά, που διευθυντής του γραφείου του Αλέξη Τσίπρα ήταν ο Νίκος Παππάς, αλλά και μετά όταν ο τελευταίος ήταν υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, ήταν η σχετικά πιο κανονική στις σχέσεις με τους δημοσιογράφους. Τουλάχιστον κάποιος απαντούσε στο τηλέφωνο και το κλίμα έφθανε στον πρόεδρο του κόμματος και πρωθυπουργό.

Τα λάθη

Αυτό το κλίμα αντανακλούσε, και συνεχίζει να αντανακλά, την κρατούσα άποψη πως τα μέσα ενημέρωσης είναι “εχθρικά” και η επικοινωνία με στελέχη τους …σπατάλη χρόνου. Το ίδιο συμβαίνει με τους δημοσκόπους. Έχοντας ενοχοποιήσει συλλήβδην το επιστημονικό εργαλείο των μετρήσεων κοινής γνώμης και τις εταιρείες, στον ΣΥΡΙΖΑ επικρατούσε μία “ψυχροπολεμική” σχέση, κάτι που διαπέρασε και τους ψηφοφόρους του κόμματος. Τα στελέχη της Κουμουνδούρου οχυρώθηκαν πίσω από το “φαινόμενο υποεκπροσώπησης” του ΣΥΡΙΖΑ στις μετρήσεις και αυτό έγινε δικαιολογία για τα ποσοτικά στοιχεία που έστελναν μηνύματα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε κατά κράτος στον χώρο της πολιτικής επικοινωνίας, όχι γιατί τα μίντια ήταν “πετσωμένα” (καμία ιδιοκτησία καναλιού ή συγκροτήματος Τύπου δεν έκρυψε ποτέ, άλλωστε, πως προτιμούσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη), αλλά (και) διότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας δεν συγκρότησε ποτέ μία ομάδα που να μπορεί να συνομιλεί με στελέχη των ΜΜΕ, είτε αυτά ήθελαν να ακούσουν, είτε όχι. Ακόμα χειρότερα, μάλιστα, προβεβλημένα στελέχη, όπως ο Παύλος Πολάκης, άνοιγαν μικρούς αρχείαστους προσωπικούς πολέμους με γνωστούς δημοσιογράφους, δημιουργώντας την εντύπωση πως η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αφετηρία για κάποια ρεβάνς. Αλλά και η τάση να αναδεικνύεται από τα κομματικά μίντια και άλλα φίλα προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ κάθε τι ακραίο που έλεγε ο Πορτοσάλτε, ο Οικονόμου, ο Παπαχρήστος ή άλλος δημοσιογράφος, μετέβαλε αυτά τα πρόσωπα σε “ήρωες” του νεοδημοκρατικού ακροατηρίου και σε στόχους των συριζαϊκών λογαριασμών στα social media, βαθαίνοντας τον διχασμό και την εχθροπάθεια.

Μία άλλη μάχη που έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η εκπροσώπησή του στα κανάλια. Με σχεδόν “χειρουργικό” τρόπο στα τηλεοπτικά πάνελ βρίσκονταν συχνότερα οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ του 3%, στελέχη της περιόδου 2015-19 και πρόσωπα χωρίς καθαρό πολιτικό λόγο, σε αντίθεση με το νέο πολιτικό προσωπικό που ανέδειξε (με πολύ μεγάλη καθυστέρηση) ο πρόεδρος του κόμματος. Έτσι καλλιεργήθηκε η εντύπωση πως πέραν το θολού και εν τέλει ανεδαφικού μηνύματος της κυβέρνησης συνεργασίας, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει ικανά στελέχη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας αυτής της …άτακτης τακτικής, κατέστη περισσότερο “ανάδελφος” απ΄ ότι ήταν στην πραγματικότητα, πολλαπλασίαζε τους εχθρούς του και απογόητευε τους φίλους του, ή, έστω, εκείνους που τον αντιμετώπιζαν με συμπάθεια. Η απουσία επαγγελματισμού στο στενό επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), η απαξίωση των επαγγελματιών της πολιτικής επικοινωνίας, και η λήψη αποφάσεων σε ένα περίκλειστο περιβάλλον που αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν στην αγορά των μίντια και της επικοινωνίας, ήταν πάντοτε σημάδια μιας προϊούσας απομάκρυνσης από την πραγματικότητα. Όλα εναποτέθηκαν στο προσωπικό επικοινωνιακό χάρισμα του Αλέξη Τσίπρα, όταν, όμως, ο ίδιος δεν ήταν πάνω στην σκηνή, σχεδόν όλα κατέρρεαν…