Μισθοί: Προεκλογικός ανταγωνισμός ΝΔ- ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αλλά το “κλειδί” είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας- Τι ζητούν ΟΟΣΑ και Κομισιόν

 Μισθοί: Προεκλογικός ανταγωνισμός ΝΔ- ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αλλά το “κλειδί” είναι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας- Τι ζητούν ΟΟΣΑ και Κομισιόν

Μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, όπως διαπιστώνεται και στα κυβερνητικά προγράμματα που έδωσαν στη δημοσιότητα, παρατηρείται “ανταγωνισμός” σχετικά με τον κατώτατο μισθό. Η Ν.Δ δεσμεύεται για κατώτατο στα 950 ευρώ (σε βάθος τετραετίας), όπως και για μέσο μισθό 1500 ευρώ (επίσης σταδιακά στην τετραετία), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στην υπόσχεσή του για πρώτο μισθό στα 880 ευρώ.

Αξιοσημείωτο είναι πως όταν προ καιρού ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ είχε ανακοινώσει την σχετική πρόθεσή του εφόσον σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, η κυβέρνηση τον είχε κατηγορήσει -πλην του κόστους που θα προκύψει- ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να ενσωματώσει εύκολα τέτοια αύξηση. Έτσι, η αύξηση προσδιορίστηκε περίπου στα 780 ευρώ. Όταν γινόταν η σχετική συζήτηση, η ΓΣΕΕ και οι επαγγελματικές οργανώσεις είχαν ζητήσει κατώτατο στα 800 ευρώ, ενώ ο ΣΕΒ είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για την επιβάρυνση που θα προκύψει στις επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται πως η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ συνδυάζεται με την τιμαριθμική αναπροσαρμογή, δηλαδή ο κατώτατος μισθός να συνδέεται με τον τρέχοντα πληθωρισμό, κάτι που, όπως υπολογίζεται, θα οδηγεί (με τα σημερινά δεδομένα) σε αύξηση κατά 10% ετησίως ώστε να καλύπτονται οι ανατιμήσεις λόγω τιμαρίθμου.

Όμως, σε όλα αυτά εμφιλοχωρεί μία μάλλον αναγκαία συνθήκη: η αποκατάσταση ή επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Κι αυτό γιατί μπορεί οι κατώτατοι μισθοί να καθορίζονται με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου και – επομένως – η κυβέρνηση να έχει τη δυνατότητα να προσδιορίζει το ύψος αυτών των αμοιβών, ωστόσο η αύξηση των υπολοίπων μισθών απαιτούν είναι μια περισσότερο «πολύπλοκη διαδικασία».

Ο Κώστας Παπαδής στο in.gr αναφέρει χαρακτηριστικά: «Κενό γράμμα» θα παραμείνει η υπόσχεση του πρωθυπουργού για μέσους μισθούς στα 1.500 ευρώ στο τέλος της επόμενης τετραετίας, εάν δεν επαναφέρει το προ οικονομικής κρίσης καθεστώς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Συγκεκριμένα η αύξησή τους απαιτεί την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων οι οποίες μέχρι ώρας είναι ελάχιστες με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι μισθοί – πλην των κατώτατων – να μην ακολουθούν τις αυξήσεις που αποφασίζονται κεντρικά από την κυβέρνηση.

Οι μισθοί κατά τη διάρκεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης υπέστησαν τεράστιες αριθμητικές απώλειες, αλλά το σημαντικότερο απώλεσαν και το θεσμικό καθεστώς διαμόρφωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Όποιος μελετήσει τα δύο προγράμματα (Ν.Δ- ΣΥΡΙΖΑ) καθαρή και δεσμευτική αναφορά για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων υπάρχει μόνο σε αυτό της Κουμουνδούρου. Διαβάστε, επίσης, τι αναφέρει σχετικά η ΓΣΕΕ (εδώ) και τις γενικές αρχές που αναφέρονται στον ιστότοπο του υπουργείου Εργασίας (εδώ).

Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ

Άμεσα, καταργούμε το σύνολο των αντεργατικών ρυθμίσεων της Ν.Δ. (νόμος Χατζηδάκη, ρυθμίσεις για τις ΣΣΕ)

Επαναφέρουμε τον καθορισμό του κατώτατου μισθού με συλλογική διαπραγμάτευση, μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, αμέσως μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού και την πρώτη εφαρμογή της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής

Προσαυξάνουμε το νόμιμο ωρομίσθιο για τη μερική απασχόληση (20%)

Ξεπαγώνουμε τις τριετίες στον ιδιωτικό τομέα

Μειώνουμε το νόμιμο όριο των υπερωριών

Καταργούμε την υπερεργασία, μείωση των νόμιμων χρονικά ορίων εργασίας, με ταυτόχρονη αύξηση της επιπλέον αμοιβής από 20% σε 40%

Μειώνουμε τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας από το 40ωρο στο 35ωρο, χωρίς μείωση μισθών, αρχικά πιλοτικά με παροχή κινήτρων για συμφωνίες των ενδιαφερομένων

Κατοχυρώνουμε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, με πλήρη επαναφορά των αρχών της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας

Αποκαθιστούμε το συνταγματικό δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία

Κατοχυρώνουμε την υποχρεωτική επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων, χωρίς το προαπαιτούμενο της κάλυψης ποσοστού πλέον του 50% των εργαζομένων

Καταργούμε τη δυνατότητα των ενώσεων προσώπων να συνάπτουν επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας

Επαναφέρουμε τον βάσιμο λόγο απόλυσης και κατοχυρώνουμε αυστηρή προστασία από τις ομαδικές απολύσεις

Καταργούμε την εικονική εργολαβία, με θέσπιση σαφών όρων και προϋποθέσεων, ενώ εντάσσουμε όσους εργάζονται, με όποια σχέση και μορφή εργασίας, σε έναν κλάδο στις ΣΣΕ

Μετατρέπουμε σε αορίστου χρόνου τις συμβάσεις όσων εργάζονται με μπλοκάκια, εφόσον υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας, καθώς και όσων εργάζονται με διαρκώς ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Θεσμοθετούμε αυστηρή προστασία από τις επισφαλείς μορφές εργασίας, με μείωση του outsourcing και του δανεισμού εργαζομένων

Αναγνωρίζουμε τους εργαζόμενους/ες σε πλατφόρμες ως μισθωτούς

Ρυθμίζουμε την τηλεργασία ως μισθωτή εργασία από απόσταση. Εξασφαλίζουμε αποτελεσματική προστασία των τηλεργαζομένων, με δικαίωμα, μεταξύ άλλων, μετάβασης ή επιστροφής σε κανονική εργασία και διασφάλιση της ομαλής βαθμολογικής και μισθολογικής τους εξέλιξης στην επιχείρηση, καθώς και αποτελεσματική προστασία του δικαιώματός τους στην αποσύνδεση και των προσωπικών τους δεδομένων

Αναβαθμίζουμε το ΣΕΠΕ σε αυτοτελή Γενική Γραμματεία, με ενισχυμένο ρόλο και 1.000 μόνιμες προσλήψεις

Ο μύθος του μισθολογικού κόστους

Όπως εξηγεί στο anatropinews (δείτε αναλυτικά μαζί με τα σχετικά διαγράμματα) ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης:

Σε πρόσφατη Έκθεση του ΟΟΣΑ (TaxWedges, 2023) επισημαίνεται ότι ο μέσος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε μόλις 1,5% στην Ελλάδα το 2022, ενώ ο πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4%, αφού ο πληθωρισμός για το έτος 2022 ήταν 9,7%. Επίσης, στην ίδια Έκθεση παρουσιάζεται το ποσοστό του μισθού που αναλογεί σε φόρο και ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών. Για τη χώρα μας το ποσοστό αυτό είναι 37,1%, σημειώνοντας μία μείωση κατά 0,02 ποσοστιαίες μονάδες. Στην σχετική κατάταξη στην πρώτη θέση βρίσκεται το Βέλγιο με τις εισφορές και το φόρο να αποτελούν το 53% του μισθού, στην δεύτερη θέση η Γερμανία με 47,8%, στην τρίτη η Γαλλία με 47% και ακολουθούν η Αυστρία με 46,8%, η Ιταλία με 45,9%, η Φιλανδία με 43,1%, η Σλοβενία με 42,8%, η Σουηδία με 42,4%. Αντίστοιχα, στην Πορτογαλία το ποσοστό αυτό είναι 41,9%, παρουσιάζοντας μία αύξηση κατά 0,06 ποσοστιαίες μονάδες, στην Ισπανία 39,5% και στην Τουρκία είναι 37,2%, ακριβώς μια θέση πάνω από την Ελλάδα. Στις τελευταίες θέσεις είναι η Κολομβία με 0% και η Χιλή με 7%. Στις επόμενες χώρες από το τέλος το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται από 20% μέχρι 33%. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 34,6%. Στην πραγματικότητα όμως ο μέσος όρος είναι 37% αφού αυτή η τιμή μειώνεται λόγω της Κολομβίας και της Χιλής που έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι η άποψη που διατυπώνεται στην Ελλάδα ότι το μισθολογικό κόστος είναι πολύ υψηλό επηρεάζοντας αρνητικά την επενδυτική δραστηριότητα, δεν ισχύει. Η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ και οι πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες ξεπερνούν κατά πολύ την χώρα μας στο ύψος του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας, χωρίς να επηρεάζουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς που παρουσιάζονται στη χώρα μας. Επιπλέον, ένα σημαντικό συμπέρασμα είναι η διεύρυνση των ανισοτήτων στη χώρα μας, όπως μετριέται αυτή με τον δείκτη Gini(Eurostat 2022).

Οι “μέσοι” μισθοί

Μπορεί – μετά την τελευταία αύξηση – οι κατώτατοι μισθοί να επανήλθαν στα προ της κρίσης επίπεδα, αλλά οι λεγόμενοι «μέσοι μισθοί» παραμένουν χαμηλά, αφού ελάχιστα επηρεάσθηκαν από τις αυξήσεις που δόθηκαν στα κατώτατα όρια των αμοιβών. Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο, σύμφωνα με το οποίο το 80% των εργαζομένων δεν έχουν «δει» καμία αλλαγή στις αμοιβές του, παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού.

Όπως υπενθυμίζει ο Κ. Παπαδής (in.gr), η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, ασχολείται με το θέμα αυτό συστήνοντας ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η νέα οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία ζητά το 80% των εργαζομένων να καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις που έχουν προέλθει από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Στη χώρα μας σήμερα, οι κλαδικές συμβάσεις – μόλις μετά βίας – καλύπτουν το 25% των εργαζομένων.

Συνεπώς η επαναφορά του κατώτατου μισθού, πάνω από τα προ της κρίσης επίπεδα, δεν σημαίνει αυτόματα αύξηση και των μέσων μισθών. Χωρίς την επιστροφή των κλαδικών συμβάσεων εργασίας και την αποκατάσταση των κανόνων του συλλογικού δικαίου που καταργήθηκαν κατά την περίοδο των μνημονίων, η επίτευξη του πρωθυπουργικού στόχου είναι αμφίβολη.

Σχετικά Άρθρα