Το ευρύχωρο μπλε, το ευρύχωρο κοκκινοπράσινο, και η αχρωματοψία

 Το ευρύχωρο μπλε, το ευρύχωρο κοκκινοπράσινο, και η αχρωματοψία

Εκβιαζόμενη από τις κατακλυσμιαίες συνθήκες της (προεκλογικής) συγκυρίας -λόγω ΚΑΙ της τραγωδίας στα Τέμπη που εκτόξευσε την οργή- η πολιτική αντιπαράθεση για την “ευρυχωρία” των χρωμάτων, η οποία επί της ουσίας καταλήγει στο μεγάλο ζητούμενο: αυτοδυναμία ή κυβερνήσεις συνεργασίας;

Συζήτηση ερήμην του “ξενοδόχου”, θα πει κανείς. Αφού η εκλογική αριθμητική (της λαϊκής ετυμηγορίας) μετά την πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής θα επικαθορίσει σχεδόν τα πάντα. Αυτή την αριθμητική φοβούνται οι τρεις κεντρικοί παίκτες των μετεκλογικών σεναρίων (Μητσοτάκης, Τσίπρας, Ανδρουλάκης) και επιχειρούν να την προλάβουν, ίσως και να την επηρεάσουν.

Λέει ο πρωθυπουργός: στην πρώτη κάλπη θα κριθεί το “ποιός” (θα κυβερνήσει) και στην δεύτερη των “πώς” (με ποιόν άλλο). Και επανήλθε επιμένοντας σε σταθερές κυβερνήσεις, “από ένα κόμμα, αλλά όχι κι από ένα χρώμα”. Και συμπλήρωσε αυτή την ποιητική αναφορά στο “ευρύχωρο μπλε”.

Στην φύση, τα πράγματα είναι πιο απλά και …αδιαπραγμάτευτα. Υπάρχουν τα βασικά χρώματα (κόκκινο, πράσινο, μπλε), τα δευτερεύοντα, που δημιουργούνται από την ανάμειξη δύο βασικών χρωμάτων, και τα συμπληρωματικά, δηλαδή εκείνα που όταν συνδυασθούν με άλλα όμοιά τους, είτε δίνουν λευκό (προσθετικά), είτε μαύρο (αφαιρετικά).

Άρα χρειάζεται προσοχή τι …εύχεται, ή επιδιώκει, κανείς.

Είναι “ευρύχωρο” το μπλε, δηλώνει ο πρωθυπουργός. Σωστά, και μάλλον εννοεί τους Μ. Χρυσοχοϊδη, Α.Σκέρτσο, Γ. Γεραπετρίτη,Λ. Μενδώνη που κατάγονται από το …πράσινο (ΠΑΣΟΚ), ή κάποιους άλλους κορυφαίους υπουργούς του που πριν αρκετά χρόνια κατέφθασαν από το βαθύ μπλε, το “blue black” του ΛΑΟΣ. Μήπως δεν είναι, όμως, “ευρύχωρο” και το κόκκινο του Τσίπρα, που δέχθηκε φιλόξενα ισχυρές δόσεις πράσινου (ΠΑΣΟΚ), και έφθασε να συνυπάρχει ακόμα και με το άλλο βαθύ μπλε του Καμμένου;

Τούτων δοθέντων, δεν μας φταίνε τα χρώματα, όλα ευρύχωρα είναι, ιδιαίτερα όταν οι αναμίξεις δεν είναι προσποιητές και βίαιες, εξ ανάγκης και από αμοραλισμό.

Εάν, όμως, ο πρωθυπουργός υπονοεί τις πινελιές που μπορεί να υποδεχθεί ένα βασικό χρώμα (π.χ το μπλε) όταν δεν επαρκεί για να βάψει ένα ολόκληρο δωμάτιο, τότε το αποτέλεσμα θα φανεί στους τοίχους σαν ένα μπάλωμα στα κενά του μπλε (patchwork), άτεχνο και άσχημο.

Για να γίνουμε πιο σαφείς:

Ο πρωθυπουργός αποδομεί την υπόθεση εργασίας μιας κυβέρνησης συνεργασίας επειδή θεωρεί δομικά αναποτελεσματικό αυτόν τον τρόπο διακυβέρνησης. Είκοσι μία από τις είκοσι επτά ευρωπαϊκές χώρες κυβερνώνται συνεργατικά, με προβλήματα, λεπτές ισορροπίες, ενίοτε και εσωτερικές διαμάχες (Γερμανία). Αλλά και αποτελεσματικά, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Ακόμα και η Τζόρτζια Μελόνι, την οποία συνάντησε τις προάλλες ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προϊόν μιας τέτοιας πολιτικής συμμαχίας είναι.

Την ώρα, όμως, που αποδομεί (στρατηγικά) τις κυβερνήσεις συνεργασίας εγκαλεί τον Νίκο Ανδρουλάκη επειδή βάζει τον όρο να μην είναι ο ίδιος (και ο Τσίπρας) πρωθυπουργός. Ως εκ τούτου εμφανίζεται να μην απορρίπτει την συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, και εξ ανάγκης να υιοθετεί τις συνεργασίες, αρκεί να αποσυρθεί ο παραπάνω όρος.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πως για να δρομολογηθεί κάποιο από τα παραπάνω σενάρια πρέπει να νικήσει στην πρώτη κάλπη με ποσοστό που θα δημιουργεί βάση πιθανής αυτοδυναμίας (πάνω από 34%), ή, έστω, συγκρότησης συμμαχικής κυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ (ίσως και με λίγο μικρότερο ποσοστό). Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή δεν οδηγεί πουθενά, ή οδηγεί σε τρίτες κάλπες.

Από την άλλη η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στην απλή αναλογική μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ.

Προκύπτει, όμως, μία υποκριτική πολυχρωμία –ή, αχρωματοψία– εκ μέρους του Νίκου Ανδρουλάκη:

  • Δηλώνει πως δεν θα δεχτεί ως πρωθυπουργό “ούτε τον Μητσοτάκη, ούτε τον Τσίπρα”, αυτός ο όρος, όμως, δεν αφορά τα κόμματά τους. Δηλαδή, λέει “όχι” και στον Μητσοτάκη, και στον Τσίπρα, (δείχνει να…) λέει “ναι”, όμως, και στη Ν.Δ, και στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ!
  • Ταυτόχρονα, αποφεύγει να θέσει το πλαίσιο μιας πιθανής προγραμματικής σύγκλισης, περιορίζοντας την συζήτηση στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. Διότι εάν αρχίσει να συζητά τα προγραμματικά θα βρεθεί προ σκληρών ερωτημάτων: μπορεί να συγκυβερνήσει με το κόμμα που υπέθαλψε την παρακολούθησή του μέσω ΕΥΠ; μπορεί να συγκυβερνήσει με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία την οποία κατηγόρησε ότι με το πρόσφατο νομοσχέδιο Πλεύρη έβαλε ταφόπλακα στο εμβληματικό ΕΣΥ του Ανδρέα και του Γεννηματά; μπορεί να συγκυβερνήσει με το κόμμα που, όπως κατήγγειλε, διέλυσε την αγορά εργασίας με το πρόσφατο, επίσης, νομοσχέδιο Χατζηδάκη;
  • Και για να είμαστε δίκαιοι: μπορεί να συνεργαστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο κατηγόρησε για τον διασυρμό στελεχών του στην υπόθεση Novartis;

Προφανώς, η ταυτόχρονη τοποθέτηση των δύο ονομάτων (Μητσοτάκης και Τσίπρας) στην ίδια φράση μαζί με τα δύο “ούτε” συνιστά υπεκφυγή από την ουσία της όποιας προγραμματικής σύγκλισης. Επειδή, όμως, η πολιτική δεν είναι κοινωνία αγγέλων, κι επειδή και ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν προέρχεται -ούτε ο ίδιος είναι- από κόμμα με ηθική και πειθαρχία Ουρσουλινών, καλό θα ήταν να προετοιμάζεται για την συζήτηση ουσίας περί προγραμματικού πλαισίου. Εάν πραγματικά θέλει -ανάλογα με την εκλογική αριθμητική που λέγαμε- να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας. Ο ρόλος, πάντως, του ιεροεξεταστή που απειλεί να ρίξει άλλους στην πυρά και επιβάλλει τους κανόνες που έχει δημιουργήσει, δεν του πάει…

Σχετικά Άρθρα