Ο τελευταίος μονάρχης της Ελλάδας – Ο ρόλος του στη χούντα, η έκπτωση της βασιλείας, η αγωγή στο ελληνικό δημόσιο

 Ο τελευταίος μονάρχης της Ελλάδας – Ο ρόλος του στη χούντα, η έκπτωση της βασιλείας, η αγωγή στο ελληνικό δημόσιο

Ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ έφυγε από τη ζωή. Ήταν Βασιλιάς της Ελλάδας από το 1964 έως το 1973, οπότε με δημοψήφισμα καταργήθηκε η μοναρχία και κηρύχθηκε έκπτωτη η δυναστεία από τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Με το Δημοψήφισμα του 1974 εξέπεσε οριστικά του αξιώματός του στην Ελλάδα, καθώς οι πολίτες επέλεξαν με ποσοστό 69,2% την Αβασίλευτη Δημοκρατία ως μορφή του πολιτεύματος.

Από το 1967, μετά το αποτυχημένο αντικίνημα κατά της δικτατορίας που οργάνωσε στις 13 Δεκεμβρίου, ζούσε αυτοεξόριστος στην Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Ως βασιλιάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν στην επιβολή της δικτατορίας με σημαντικότερη την εμπλοκή του στα γεγονότα της Αποστασίας, όταν συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα την παραίτηση του τελευταίου.

Στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ και τελικά μετά από δικαστικές διαμάχες κατάφερε να αποζημιωθεί με 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003.

Στον δημόσιο λόγο μετά την κατάργηση της βασιλείας αναφερόταν συνήθως ως τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.

Ποιος ήταν ο Γλυξμπουργκ

Γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1940 στα Ανάκτορα του Παλαιού Ψυχικού. Γονείς του ήταν ο πρίγκιπας Παύλος της Ελλάδας, αδελφός και διάδοχος του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Β΄, και η πριγκίπισσα της Ελλάδας, του Αννοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Φρειδερίκη. Την ημέρα της γέννησής του ρίφθηκαν 101 κανονιοβολισμοί από το λόφο του Λυκαβηττού, όπως συνηθιζόταν για να αναγγελθεί ότι ο νέος πρίγκιπας ήταν αγόρι.

Βαπτίστηκε στην Αθήνα με ανάδοχο τις Ένοπλες Δυνάμεις. Έχει δύο αδελφές, τη Σοφία και την Ειρήνη. Η Σοφία ήταν βασίλισσα της Ισπανίας από το 1975 μέχρι την παραίτηση του συζύγου της βασιλιά Χουάν Κάρλος Α΄ της Ισπανίας το 2014 και την άνοδο του υιού της Φιλίππου ΣΤ΄ στον ισπανικό θρόνο.

Η οικογένειά του ακολούθησε τη βασιλική οικογένεια, η οποία κατά τις παραμονές της ναζιστικής προέλασης στην Αθήνα, μαζί με την κυβέρνηση και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, μέσω της Κρήτης κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου και σχημάτισαν τη λεγόμενη «Κυβέρνηση της Αιγύπτου» και τέθηκαν επικεφαλής ελληνικών ταγμάτων που μαχόταν στην Αφρική κατά του Άξονα. Αργότερα διέμεινε στη Νότια Αφρική. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1946 με την παλινόρθωση της μοναρχίας και την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1947, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Γεωργίου Β΄, ο πατέρας του ανέβηκε στον θρόνο και ο Κωνσταντίνος ορίστηκε διάδοχος. Το 1955 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δούκα της Σπάρτης.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος, εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας του, εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο μετέφερε τις εξουσίες του στο διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος γινόταν πλέον Αντιβασιλέας της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της σύντομης αντιβασιλείας, ο Κωνσταντίνος περιορίστηκε στην υπογραφή διαταγμάτων και νομοθετημάτων, όπως ο διορισμός και η αποδοχή παραιτήσεων κυβερνητικών μελών.

Στις 6 Μαρτίου 1964 ο βασιλιάς Παύλος πέθανε από καρκίνο και τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο 24χρονος Κωνσταντίνος ως Βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος Β΄. Αν και δημοφιλής, θεωρήθηκε νέος, άπειρος και ευρισκόμενος υπό την ισχυρή επιρροή της μητέρας του βασίλισσας Φρειδερίκης.

Η πολιτική κατάσταση την περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν ιδιαίτερα πολωμένη μεταξύ του πρωθυπουργού και αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου και του αρχηγού της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο οποίος ουσιαστικά υποκαθιστούσε τον αυτοεξόριστο ιδρυτή του κόμματος Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Ο γάμος

Την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 1964 εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας για να παρακολουθήσουν το γάμο του πιο νέου βασιλικού ζεύγους στον κόσμο: του 24χρονου Κωνσταντίνου και της 18χρονης Άννας-Μαρίας. Παρουσία όλης της Ιεράς Συνόδου, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ ευλόγησε τις βέρες των νεονύμφων προτού τις περάσει στα δάκτυλά τους η Φρειδερίκη, ενώ σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου δύο πρίγκιπες κρατούσαν τα αδαμαντοστόλιστα στέμματα πάνω από τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία. Ερρίφθησαν από τον Λυκαβηττό 101 κανονιοβολισμοί και ακολούθησε πομπή με τους νεόνυμφους στο κέντρο της Αθήνας.

Βασιλικοί Γάμοι Κωνσταντίνου & Άννας-Μαρίας – 18 Σεπτεμβρίου 1964

Ιουλιανά

Αν και αρχικά είχε δοθεί η εικόνα της αγαστής συνεργασίας μεταξύ του νεαρού μονάρχη και του Παπανδρέου, το σκηνικό αυτό ανατράπηκε σύντομα με την παρέμβαση αυλικών συμβούλων, που προέτρεπαν τον Κωνσταντίνο να κρατήσει τον πλήρη έλεγχο του στρατού όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε, και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε, την αντικατάσταση του αρχηγού του ΓΕΣ Ιωάννη Γεννηματά. Στο στράτευμα κυριαρχούσαν αξιωματικοί οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στον εμφύλιο πόλεμο και διατηρούσαν στενές επαφές με τον παλαιό κρατικό μηχανισμό. Όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να αποστρατεύσει μερικούς από αυτούς συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των Ανακτόρων. Το Μάιο του 1965 ο Πρωθυπουργός αποφάσισε την αποπομπή του υπουργού Εθνικής Αμύνης, βασικού χρηματοδότη του αλλά και έντονα φιλομοναρχικού, Πέτρου Γαρουφαλιά αναλαμβάνοντας ο ίδιος το υπουργείο. Ο βασιλιάς με πρόσχημα την εκδικαζόμενη τότε υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του πρωθυπουργού Ανδρέας Παπανδρέου, απέφευγε να δεχτεί σε ακρόαση τον Γεώργιο Παπανδρέου αρνούμενος, κατά παραβίαση του Συντάγματος, την απόφασή του για ανάληψη από τον ίδιο του υπουργείου. Τότε ξέσπασε κρίση μεταξύ των δύο ανδρών συνοδευόμενη από ανταλλαγή επιστολών σε υψηλούς τόνους. Τελικά ο Γεώργιος Παπανδρέου ανέβηκε στα Ανάκτορα στις 15 Ιουλίου 1965 και κατόπιν έντονης λογομαχίας υπέβαλε προφορικά την παραίτησή του. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος όρκισε την πρώτη κυβέρνηση των «Αποστατών», με πρόεδρο τον ακαδημαϊκό και μέχρι τότε Πρόεδρο της Βουλής Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, ανοίγοντας ένα μακρύ κύκλο πολιτικής κρίσης και αστάθειας με συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων.

Τα γεγονότα προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των πολιτών που διαδήλωναν καθημερινά στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Εν τω μεταξύ το αντιμοναρχικό ρεύμα μεγάλωνε καθοδηγούμενο από τον αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου, το γιο του Ανδρέα και πολλά στελέχη του κεντρώου και αριστερού χώρου. Οι φήμες για την επιβολή δικτατορίας αυξάνονταν και συζητούνταν ευρέως ακόμη και εντός του Κοινοβουλίου. Υπήρχε η αίσθηση πως το πραξικόπημα θα υποκινούνταν από τον Βασιλιά και θα περιελάμβανε ανώτατους αξιωματικούς πιστούς στο στέμμα. Αυτή η θεωρία υποστηρίζεται από αρκετούς σύγχρονους ερευνητές, χωρίς ωστοσο να τεκμηριωνεται. Το Δεκέμβριο του 1966, κατόπιν συμφωνίας των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, ανατέθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο διοικητή της Εθνικής Τραπέζης Ιωάννη Παρασκευόπουλο με σκοπό τη διενέργεια εκλογών το Μάιο του 1967.

Στις 4 Απριλίου, μετά την παραίτηση Παρασκευόπουλου, δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Η ενέργεια αυτή του Βασιλιά χαρακτηρίστηκε πραξικοπηματική από τον Παπανδρέου και ο ίδιος ο μονάρχης «κομματάρχης της Ε.Ρ.Ε.». Με δεδομένη την καταψήφιση της κυβέρνησης Κανελλόπουλου από τη Βουλή προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 28 Μαΐου.

Δικτατορία της 21ης Απριλίου

Τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Η αναποφασιστικότητα του Κωνσταντίνου τη νύχτα του πραξικοπήματος αντικατοπτρίζεται στις τηλεφωνικές συνομιλίες του από τα θερινά Ανάκτορα του Τατοΐου, όπου διέμενε. Στις 2.30, ξύπνησε από το τηλεφώνημα του Αθανασίου Σπανίδη, απόστρατου ναυάρχου, ο οποίος βρισκόταν στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ο Σπανίδης, αφού ενημέρωσε τον Βασιλιά για τα γεγονότα, εισηγήθηκε απόπλου του στόλου για την Κρήτη και το σχηματισμό εκεί νόμιμης κυβέρνησης. Στη συνέχεια τηλεφώνησε στον Κωνσταντίνο ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιος Ράλλης, από το κέντρο Αμέσου Δράσεως της Χωροφυλακής, στο Μαρούσι. Και αυτός με τη σειρά του εισηγήθηκε να μετακινηθούν από την επαρχία νομιμόφρονες στρατιωτικές δυνάμεις κυρίως της αεροπορίας, όπου οι κινηματίες δεν είχαν ερείσματα, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν κατηγορηματικά αντίθετος, θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και να μάθει τα κίνητρα των πραξικοπηματιών. Η απόφασή του έχει κατακριθεί καθώς έχει υποστηριχθεί ότι ενδεχόμενη άρνησή του να συναινέσει, θα δημιουργούσε σημαντικό πρόβλημα νομιμοποίησης στους Συνταγματάρχες.

Έτσι, όταν στις 5.30 το πρωί δέχτηκε τους επικεφαλής, Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο, οι συνομιλίες του ήταν διαπραγματευτικού χαρακτήρα και περιορίστηκαν στη σύνθεση της νέας δικτατορικής κυβέρνησης, γνωστής ως η Χούντα των Συνταγματαρχών.

Ο Κωνσταντίνος, ακολούθησε τη συμβουλή του τρίτου συνομιλητή του, Σπύρου Μαρκεζίνη, αρχηγού ενός μικρού συντηρητικού κόμματος, να επιδιώξει τη συνδιαλλαγή μαζί τους. Ο ίδιος σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ανέφερε ότι προσπάθησε να δηλώσει την αντίθεσή του προς αυτούς, όταν κατά τη φωτογράφιση της «επαναστατικής» κυβέρνησης, φωτογραφήθηκε μαζί τους σκυθρωπός, αντί για χαμογελαστός ως συνήθως. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος αν και εξήγησε το κίνητρο της φωτογράφισης, παραδέχθηκε ότι δεν πέτυχε τον σκοπό της.

Στην προσφώνησή του στις 26 Απριλίου 1967, για το νέο καθεστώς της Χούντας των Συνταγματαρχών δήλωσε: «Είμαι βέβαιος ότι με την ευχήν του Θεού, με την προσπάθειαν υμών και προπαντός με την βοήθειαν του λαού, θα επιτευχθή ταχέως η οργάνωσις Κράτους Δικαίου, μιας αληθούς και υγιούς Δημοκρατίας».

Απομάκρυνση του αρχιεπισκόπου Αθηνών

Το δικτατορικό καθεστώς έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα την τοποθέτηση νέου αρχιεπισκόπου, ευνοούμενου του Παλατιού και της Χούντας. Για τον λόγο αυτό σχεδιάστηκε η απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄. Συγκεκριμένα τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου 1967, κατά την περιφορά του Επιταφίου, ο Χρυσόστομος πιέστηκε να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο σπίτι του. Λίγο αργότερα, άτομα που ισχυρίστηκαν ότι είναι γιατροί, συνοδευόμενα από νοσοκόμες και αστυνομικούς, τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να ετοιμαστεί για εισαγωγή στο νοσοκομείο. Παρά τη σθεναρή άρνησή του και τη διαβεβαίωση του προσωπικού του γιατρού, Δημητρίου Καπνιά, ότι δεν είχε πρόβλημα υγείας, οι αυτόκλητοι επισκέπτες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν χωρίς τον Χρυσόστομο, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, οπότε τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Ωστόσο -και παρά τις πιέσεις- ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να παραιτηθεί και εξαναγκάστηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού για περισσότερο από ένα μήνα, χωρίς να είναι ασθενής. Στις 6 Μαΐου, αξιωματούχος των Ανακτόρων τού παρέδωσε δύο παραλλαγές επιστολής παραίτησης για να διαλέξει ποια θα υπογράψει. Σε επιστολή του προς τον τότε βασιλιά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωνε την πλήρη άρνησή του να παραιτηθεί, «…αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης θείων προσταγμάτων διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος, και υπό τοιαύτας συνθήκας δε θα θελήσω ποτέ […] να καλύψω εξ αισχύνης το πρόσωπό μου. Αν η εκκλησία και η πολιτεία θελήσει ούτως ή άλλως, είτε κανονικώς είτε νομίμως να επιβάλει μίαν λύσιν, αντίθετον προς τας πεποιθήσεις μου, εγώ ου δύναμαι εμποδίσαι αυτήν και θα έχω να δικαιολογηθώ ενώπιον του δικαίου Κριτού ότι βία και δυναστεία υπέκυψα, αλλά και μετά διαμαρτυριών ενώπιον θεού και ανθρώπων». Παρά ταύτα η αντικανονική απομάκρυνση έγινε με τη μεθόδευση του Κωνσταντίνου και των δικτατορικών αρχών.

Μετά τη δίωξη και αντικανονική απομάκρυνση του νόμιμου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ με αναγκαστικό νόμο, επιλέχθηκε ο Ιερώνυμος Κοτσώνης που ήταν αρχιμανδρίτης των ανακτόρων, ως ένας από τους τρεις υποψηφίους που πρότεινε η χουντική αριστίνδην Ιερά Σύνοδος στον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε τον Ιερώνυμο Κοτσώνη και η προδιαγεγραμμένη «εκλογή» του έγινε στις 13 Μαΐου 1967 υπό την εποπτεία του ίδιου του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος Γεωργίου Παπαδόπουλου και του Στυλιανού Παττακού[21][22]) και την επόμενη μέρα χειροτονήθηκε μητροπολίτης.[23] Ενδεικτικό της αντικανονικότητας της κατάστασης είναι το γεγονός πως η χειροτονία του Ιερώνυμου έγινε στις 4 Μαΐου 1967, χωρίς να έχει παραιτηθεί ο κανονικός αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄, του οποίου η εξαναγκασμένη παραίτηση έφερε τελικά ημερομηνία 11 Μαΐου 1967. Η ανάρρηση του Ιερώνυμου Κοτσώνη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αποτελεί την πρώτη και κυριότερη φάση του πραξικοπήματος στην Εκκλησία της Ελλάδος, στο οποίο συνέβαλε ο Κωνσταντίνος.

Επικοινωνία μεταξύ Κωνσταντίνου και Δικτατόρων

Όμως όπως προκύπτει από το Ημερολόγιο του τότε Αυλάρχη Λεωνίδα Παπάγου, υπήρχε άμεση επικοινωνία σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας μεταξύ Συνταγματαρχών και Παλατιού. Ο χουντικός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης υπήρξε ένας από τους πολλούς μεσολαβητές μεταξύ του τότε βασιλιά και της ηγεσίας της χούντας και μάλιστα ήταν εκείνος που διαβίβαζε τα προσωπικά μηνύματα του Παπαδόπουλου και δεχόταν τις απαντήσεις του Κωνσταντίνου.

Το αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου

Στις 13 Δεκεμβρίου ο βασιλιάς συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειάς του και τον Πρωθυπουργό Κ. Κόλλια, αποπειράθηκε Αντικίνημα. Στην αρχή κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη, όπου στη διαδρομή, πληροφορήθηκε ότι οι Χουντικές δυνάμεις συνέλαβαν τους αξιωματικούς του κινήματός του. Προσγειώθηκε στη Καβάλα και προσπάθησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, με στόχο την ανατροπή της δικτατορίας. Αλλά ενώ το Ναυτικό και η Αεροπορία συντάχτηκαν και παρέμεναν μαζί του, ο Στρατός παρέμεινε πιστός στη Χούντα. Ο Κωνσταντίνος θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία και την αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία εγκατέλειψε την προσπάθεια και αναχώρησε, μαζί με όσους τον συνόδευαν, στη Ρώμη. Αμέσως μετά ο Παπαδόπουλος ανέλαβε Πρωθυπουργός, διορίζοντας το στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη Αντιβασιλέα.

Αφού εγκατέλειψε την Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος θέλησε αρχικά να αποστασιοποιηθεί από τους συνταγματάρχες. Δήλωνε επανειλημμένως ότι πλαστογράφησαν την υπογραφή του και ότι τον εκβίαζαν απειλώντας τον για τη ζωή των μελών της οικογένειάς του. Επίσης δήλωνε ότι εξέφρασε εξ αρχής την αντίθεσή του στο πραξικόπημα ποζάροντας συνοφρυωμένος στη φωτογραφία ορκωμοσίας της χουντικής κυβέρνησης, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική του να ποζάρει χαμογελαστός, και ότι μέσω αυτής της φωτογραφίας έστελνε το μήνυμα της δυσαρέσκειάς του στον ελληνικό λαό.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι η αρχική δυσφορία του Κωνσταντίνου προς τους πραξικοπηματίες, οφειλόταν στο γεγονός ότι εμπόδισαν την πραγματοποίηση άλλου πραξικοπήματος, σχεδιασμένου να εκτελεστεί από τους στρατηγούς και στο οποίο ο Κωνσταντίνος θα είχε μεγαλύτερο έλεγχο. Ο στρατηγός Σόλων Γκίκας, ιδρυτής του ΙΔΕΑ και υπουργός Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση Καραμανλή, το 1974 ανέφερε: «Οι στρατηγοί ετοίμαζαν το δικό τους πραξικόπημα… που θα γινόταν για λογαριασμό του βασιλέως και των συντηρητικών».

Από την άλλη μεριά, εξακολούθησε να εισπράττει τη βασιλική επιχορήγηση έως το 1973 και επιπλέον απέστειλε στον Γ.Παπαδόπουλο συγχαρητήριο τηλεγράφημα “επί τη διασώσει”, μετά την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του από τον Αλέκο Παναγούλη. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους η χούντα διαπραγματεύτηκε με τον Κωνσταντίνο μέσω μεσαζόντων τους όρους για να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αλλά ο Κωνσταντίνος επέμενε στην πλήρη αποκατάσταση των συνταγματικών δικαιωμάτων του ως προϋπόθεση, γεγονός, που δεν έβρισκε σύμφωνο τον Παπαδόπουλο. Αντ’ αυτού το καθεστώς εκπόνησε ένα νέο Σύνταγμα τον Νοέμβριο του 1968, που διατήρησε το θεσμό της μοναρχίας αλλά τον απογύμνωσε της ισχύος του και προέβλεπε μόνιμη αντιβασιλεία έως ότου επέλεγε να δεχτεί ο Κωνσταντίνος τη νέα κατάσταση. Αυτό συνεχίστηκε έως το 1972, όταν ο Παπαδόπουλος απομάκρυνε το Ζωιτάκη και έγινε ο ίδιος Αντιβασιλέας.

Το 2006 η Ελευθεροτυπία δημοσίευσε σημαντικά νέα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι η εικόνα του βασιλέα που μάχεται στην εξορία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην πατρίδα του και τηρεί εχθρική στάση προς τους πραξικοπηματίες είναι ένας μύθος. Τα νέα στοιχεία, που προέρχονται από τις αποχαρακτηρισμένες αναφορές Γερμανών και Αμερικανών αξιωματούχων προς τα προϊστάμενα υπουργεία των χωρών τους δείχνουν αντίθετα ένα Κωνσταντίνο που δέχεται να επιστρέψει υπό οποιουσδήποτε όρους. Τα έγγραφα ερευνήθηκαν συστηματικά από τον καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Μόενς Πελτ στη μελέτη του Προσδένοντας την Ελλάδα στη Δύση (Tying Greece to the West) και σε αυτή τη μελέτη βασίζεται και το σχετικό άρθρο της Ελευθεροτυπίας. Από τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα προκύπτει ότι ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τη δικτατορία και ιδιαίτερα με τον Παπαδόπουλο μέσω του Γερμανού και του Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα για να καταστήσει σαφές ότι:

Ήταν πρόθυμος να επιστρέψει άνευ όρων στην Ελλάδα και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες. Δεχόταν μάλιστα, όταν επιστρέψει, να τεθεί υπό εικοσιτετράωρη καθημερινή επιτήρηση από ανθρώπους έμπιστους της δικτατορίας.

Ήταν αντίθετος με κάθε διεθνή πίεση προς τη δικτατορία για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών. Στις πιέσεις αυτές συμπεριλαμβάνονταν η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης και η διακοπή της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Ο Κωνσταντίνος προσφερόταν μάλιστα να εργαστεί για την αναστολή κάθε διεθνούς κριτικής εναντίον της επανάληψης της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Χαρακτήρισε «αντιπατριωτική πράξη» κάθε τέτοια κριτική από Έλληνες.

Αποδεχόταν το δικτατορικό Σύνταγμα του 1968 και το θεωρούσε ως ένα ικανοποιητικό πλαίσιο άσκησης των πολιτικών ελευθεριών.

Δεν σκόπευε να αποκαταστήσει τους αξιωματικούς που είχαν υποστηρίξει τον ίδιο στο λεγόμενο αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου 1967.

Επιδίωκε συνάντηση με τον Παπαδόπουλο εκτός Ελλάδας για το διακανονισμό της επιστροφής του.

Μέχρι το 1973 είχε αυξηθεί η αντίδραση του λαού προς το στρατιωτικό καθεστώς. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Βραδυνή” ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωνε ότι μόνη λύση είναι η επιστροφή του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, η ανάθεση σχηματισμού της κυβέρνησης σε πολιτικούς και προκήρυξη εκλογών. Την ίδια εποχή, τέλη Μαΐου, ανώτεροι αξιωματικοί τού κατά ένα μεγάλο μέρος φιλοβασιλικού Ελληνικού Ναυτικού οργάνωσαν το Κίνημα του Ναυτικού, στο οποίο δεν αναμείχθηκε ο Κωνσταντίνος. Ο Παπαδόπουλος εκδικούμενος προέβη στην ανακήρυξη της Ελλάδας σε “Προεδρική Δημοκρατία”, την 1 Ιουνίου 1973, απόφαση που επιβεβαιώθηκε από ένα δημοψήφισμα τον Ιούλιο. Πριν το δημοψήφισμα εκδηλώθηκε μεγάλη εκστρατεία της δικτατορίας υπέρ του ΝΑΙ (εναντίον δηλαδή της μοναρχίας). Αυτό το δημοψήφισμα δεν αναγνωρίστηκε από κανένα πολιτικό κόμμα.

Την 1η Ιουνίου 1973 έπαψε και τυπικά ο Κωνσταντίνος να είναι βασιλιάς της Ελλάδας. Οι πολιτικοί δεν αναγνώρισαν την αλλαγή του πολιτεύματος και δήλωσαν, με σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος, όταν αποκατασταθεί η Δημοκρατία στην Ελλάδα.

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας διορίζοντας ταυτόχρονα μία κυβέρνηση πολιτικών προσώπων με επικεφαλής τον παλαιό αρχηγό του Κόμματος των Προοδευτικών Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, σκοπεύοντας σε φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος και διεξαγωγή εκλογών τον Φεβρουάριο του 1974. Τον Νοέμβριο όμως του 1973, μετά τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, ο Παπαδόπουλος ανατράπηκε από τον Ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, τον αποκαλούμενο “αόρατο δικτάτορα”, και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης.

Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 και τα επακόλουθα γεγονότα οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας. Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Παπάγο (στο βιβλίο του «Σημειώσεις 1967 -1977»), λόγω της κρίσιμης κατάστασης, ο Κωνσταντίνος μίσθωσε ένα διαμέρισμα στο ξενοδοχείο Κλάριτζες, ώστε να είναι ευκολότερα προσιτός σε όποιον ζητούσε να τον δει και να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια για τηλεφωνικές επαφές. Εκεί έμαθε στις 23 Ιουλίου 1974 την πτώση της δικτατορίας. Αμέσως τηλεφώνησε στον πρώην Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, στο Παρίσι, για να του μεταδώσει ότι έπεσε η δικτατορία και ότι ο ηγέτης της Στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης κάλεσε πολιτικο-στρατιωτικό συμβούλιο.

Το απόγευμα τηλεφώνησε ο Καραμανλής και έδωσε την πληροφορία ότι ανατέθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης στους Κανελλόπουλο και Μαύρο. «Κατά τα φαινόμενα», πρόσθεσε, «μόνο εσείς και εγώ μένουμε έξω».

Το βράδυ έγινε νέο τηλεφώνημα του Κ. Καραμανλή στον Κωνσταντίνο. Η τηλεφωνήτρια ανήγγειλε «Ο πρόεδρος της Ελλάδας είναι στο τηλέφωνο». «Τι θα κάνω, Μεγαλειότατε! Με πήραν στο τηλέφωνο ο Γκιζίκης και ο Αβέρωφ και μου ζήτησαν να γυρίσω αμέσως» λέει ο Καραμανλής και συνεχίζει σε νευρική, μάλλον, κατάσταση «δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά ούτε έχω και μέσον να πάω αμέσως στην Ελλάδα».(Εκ των υστέρων λύθηκε το πρόβλημα αυτό, γιατί ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζισκάρ ντ’ Εστέν διέθεσε το αεροπλάνο του). «Θα επιστρέψω στην Ελλάδα» είπε ο Καραμανλής «και θα δώσω συνταγματικήν λύσιν και θα γυρίσετε. Έως τώρα δεν έθεσα ζήτημα θεσμού εις την Χούντα δια να μην δημιουργηθούν αντιδράσεις. Μόλις φθάσω, θα το θέσω και παρακαλώ να είστε στο τηλέφωνο δια να σας ειδοποιήσω να γυρίσετε και να ορκιστή η κυβέρνησις ενώπιον του νομίμου αρχηγού του κράτους».

Ο Κωνσταντίνος του δήλωσε ότι είναι έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του και τέλος είπε στον Καραμανλή «..το έργο που αναλαμβάνετε είναι δυσκολότατον και θα κάνω ό,τι μπορώ να σας βοηθήσω. Ο Θεός μαζί σας». Ο Καραμανλής συγκινημένος έκλεισε τη συνομιλία λέγοντας «Εκτιμώ βαθύτατα όσα μου λέτε, Μεγαλειότατε, και θα σας πάρω το βράδυ στο τηλέφωνο».

Ουδεμία τηλεφωνική κλήση ήλθε από την Αθήνα ποτέ, έκτοτε δε, απέφυγε κάθε προσωπική επαφή με τον Κωνσταντίνο. Στην τηλεφωνική αυτή συνδιάλεξη ήταν παρών και ο ευρισκόμενος στο Παρίσι διευθυντής της Βραδινής, Αθανασιάδης, που το εκμυστηρεύτηκε λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία του.

Το δημοψήφισμα για την επιλογή πολιτεύματος

Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας επαναφέρθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952 εξαιρουμένων των διατάξεων για τη μορφή του πολιτεύματος. Παράλληλα ο Κ. Καραμανλής ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για τη λύση του πολιτειακού. Ο ίδιος ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, που παραδοσιακά στήριζε τη μοναρχία, δεν έκανε καμία κίνηση υπέρ του Κωνσταντίνου. Γεγονός όμως είναι ότι του απαγορεύτηκε η επιστροφή στην Ελλάδα πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και του δόθηκε η δυνατότητα να απευθυνθεί (μία φορά) στον Ελληνικό λαό μέσω τηλεοπτικού διαγγέλματος.

Οι Έλληνες πολίτες ψήφισαν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, τιμωρώντας τον Κωνσταντίνο για την προδικτατορική εξέλιξη των γεγονότων, και για τη συνεργασία του με τους χουντικούς συνταγματάρχες. Στο δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, η αβασίλευτη δημοκρατία συγκέντρωσε μεγάλη πλειοψηφία 69,2% έναντι 30,8% της βασιλευομένης. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φέρεται να δήλωσε ότι: «Ένα καρκίνωμα αποκόπηκε σήμερα από το σώμα του έθνους».

Ο Κωνσταντίνος απηύθυνε την επόμενη της ψηφοφορίας το ακόλουθο μήνυμα: «Έλληνες και Ελληνίδες. Πιστός στη διακήρυξή μου, επαναλαμβάνω ότι προέχει η εθνική ενότητα χάριν της ομαλότητας, της προόδου και της ευημερίας της Χώρας και εύχομαι ολόψυχα οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη χθεσινή ψηφοφορία».

Μετά το δημοψήφισμα ο Κωνσταντίνος παρέμεινε στο εξωτερικό αποφεύγοντας να επιστρέψει στην Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1981 για να παρακολουθήσει την νεκρώσιμη ακολουθία της μητέρας του, Φρειδερίκης. Οι διαφορές του με το ελληνικό κράτος για την πρώην βασιλική περιουσία των τριών κτημάτων του, δηλαδή το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, το Κτήμα Τατοΐου, και το κτήμα Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας οδήγησαν τελικά στα δικαστήρια, καθώς εξ αρχής κατέστη σαφές το ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου για τα χρήματα, δηλαδή ο ιδιοτελής χαρακτήρας των Γλύξμπουργκ, όπως διαπιστώνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και μέλος της υπερασπιστικής ομάδας της ελληνικής κυβέρνησης στην υπόθεση της βασιλικής περιουσίας στην εκδίκαση στο Στρασβούργο.

Συμφωνία με την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη 1992

Το 1992 σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δια της οποίας εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα. Η σύμβαση ψηφίστηκε με τον νόμο 2086/1992 περί κυρώσεως της μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου σύμβασης. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο κερκυραϊκός λαός πραγματοποίησε κατάληψη στο ανάκτορο Μον Ρεπό διαδηλώνοντας κατά της συμφωνίας και δηλώνοντας ότι το ανάκτορο ανήκει στον κερκυραϊκό λαό και όχι στον μονάρχη.

Επίσης το 1992 μεταφέρθηκε με κοντέινερ όλη η κινητή περιουσία που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα συμπεριλάμβανε κλασικές και βυζαντινές αρχαιότητες. Τα κοντέινερ με τα οποία μεταφέρθηκαν τα κινητά αντικείμενα από το Τατόι προκάλεσαν την κατακραυγή της κοινής γνώμης. Μάλιστα καταγράφηκε το γεγονός πως εκλάπησαν πίνακες ζωγραφικής, θρησκευτικές εικόνες και κοσμήματα. Σημειώθηκε ακόμη πως ο νόμος του 1992 της κυβέρνησης Μητσοτάκη εξυπηρετούσε σκανδαλωδώς τα συμφέροντα του Κωνσταντίνου.

Ακύρωση συμφωνίας 1992

Το 1993 έκανε μια πρώτη μεγάλη επίσκεψη στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση ενοχλήθηκε από αυτή την περιοδεία του και αντιμέτωπη με τις όλο και ισχυρότερες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης του ζήτησε να αποχωρήσει. Το 1994 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε με τον νόμο 2215/1994 τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια θεωρώντας ότι η βασιλική περιουσία είχε ήδη απαλλοτριωθεί με το νομικό διάταγμα της Χούντας των Συνταγματαρχών. Ο συγκεκριμένος νόμος αναγνώριζε ότι η απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας από τη Χούντα ήταν εξ αρχής νόμιμη και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το 1974, οπότε και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, ενώ αποκαλούσε τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο ως Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ ζητώντας παράλληλα από τα μέλη της οικογένειας να δηλώσουν ένα επίθετο στα ληξιαρχεία ως όρο για την επανάκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.

Προσφυγή Κωνσταντίνου κατά του ελληνικού δημοσίου

Η τέως βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας ενάντια στον ν. 2215/1994. Αν και δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο με την απόφαση 1/1996 της ολομέλειας, απορρίφθηκε από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφαση 4575-8/1996. Τελικά το 1997 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε με το ΣτΕ δεχόμενο ότι ο ν. 2215/1994 είναι συνταγματικός.

Στις 21 Οκτωβρίου 1994 κατέθεσε[39], μαζί με άλλα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, προσφυγή κατά της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Την προσφυγή υπέγραφαν μεταξύ άλλων οι Rosalyn Higgins, καθηγήτρια στο London School of Economics και μετέπειτα η πρώτη γυναίκα μέλος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, και Georges Vedel, μέλος του γαλλικού συνταγματικού δικαστηρίου και διαπρεπής νομικός, ενώ το κύριο έργο της υπεράσπισης είχαν οι νομικοί λόρδος Λέστερ και Nathene – Arnaouti συνεπικουρούμενοι από τους δικηγόρους Μπράβο και Γεωργιάδη. Με την προσφυγή η βασιλική οικογένεια υποστήριζε ότι με την δήμευση της περιουσίας τους (κτήμα Τατόι, Mon Repos στην Κέρκυρα, κτήμα Πολυδενδρίου στη Λάρισα), χωρίς την καταβολή αποζημίωσης παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους, ότι είχαν υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σχετικά με την υπόθεση της ιθαγένειας, ότι είχε προσβληθεί η προσωπικότητα και η ιδιωτική ζωή τους σχετικά με την επιβολή του επωνύμου “Γλυξμπουργκ”, και ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη.

Τον Οκτώβριο του 1998 δημοσιεύθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έκρινε ως παραδεκτό λόγο το περιουσιακό σκέλος της προσφυγής και όχι τα υπόλοιπα παραπέμποντας την υπόθεση σε νέο τμήμα με νέα σύνθεση. Τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία αποδόθηκαν 13,7 εκατομμύρια ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Να σημειωθεί ότι στην προσφυγή ο τέως βασιλιάς και τα υπόλοιπα μέλη υπολόγιζαν την βασιλική περιουσία σε 161 εκατομμύρια ευρώ.

Οι νομικοί εκπρόσωποι του ελληνικού Δημοσίου επισήμαναν στο υπόμνημά τους ότι για το ύψος της αποζημίωσης πρέπει να συνεκτιμηθούν τρία κρίσιμα στοιχεία:

  1. Ο Κωνσταντίνος και τα μέλη της οικογενείας του είναι απλοί πολίτες ιδιώτες, χωρίς προνόμια και με αυτή την παραδοχή η περιουσία πρέπει να αποτιμηθεί αποκλειστικώς σε χρήμα.
  2. Οι αιτούντες δεν έχουν καταβάλει φόρους και άλλες οφειλές προς το Δημόσιο από κτήσεως της επίδικης περιουσίας.
  3. Μεγάλο μέρος των εκτάσεων των επίμαχων κτημάτων είναι δασικά και ως τέτοια έχουν μικρή εμπορική αξία, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων αξιοποίησής τους.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος διεκδικούσε πίνακα του Τζορτζ Σκοτ και άλλα αντικείμενα τα οποία, όμως, σύμφωνα με φορτωτικές που προσκόμισε η ελληνική πλευρά είχαν μεταφερθεί με τα κοντέινερ από το Τατόι το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς του 1991. Αυτό αποκάλυψε πως ο Κωνσταντίνος ψευδόταν και προκάλεσε θυμηδία στους δικαστές.

Τελικά, με απόφαση του δικαστηρίου ο τέως βασιλιάς έλαβε ως αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003. Το Ελληνικό Κράτος κατέβαλε αυτό το ποσό από τον προϋπολογισμό “φυσικών καταστροφών”, θέλοντας να κάνει έναν πολιτικό υπαινιγμό, και εξέδωσε το σχετικό πιστωτικό εκκαθαριστικό από τη ΔΟΥ Αχαρνών ως κατά τόπον αρμόδια, με το σκεπτικό ότι τελευταίος τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ήταν τα Ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος, στη συνέχεια, αφού παρέλαβε μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου το ποσό, ανήγγειλε τη δημιουργία του Ιδρύματος «Άννα – Μαρία» με έδρα το Λιχτενστάιν ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μέχρι σήμερα όμως οι δραστηριότητες του ιδρύματος δεν έχουν γίνει γνωστές.

Το ζήτημα του ονόματος

Στην Ελλάδα στον δημόσιο λόγο μετά το 1974 αναφερόταν συχνά ως Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.

Μετά την κατάργηση της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας το 1974, επανειλημμένα είχε δηλώσει ότι αναγνωρίζει τη δημοκρατία, τους νόμους και το Σύνταγμα της Ελλάδας, αλλά συνέχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο “βασιλιάς Κωνσταντίνος,” αν και δεν χρησιμοποιούσε πλέον το «Κωνσταντίνος, Βασιλεύς των Ελλήνων».

Έλληνες πολιτικοί υποστήριξαν ότι ο Κωνσταντίνος θα έπρεπε να διαθέτει επώνυμο, εφόσον δεν κατέχει πλέον το βασιλικό αξίωμα. Το επίσημο Ελληνικό διαβατήριο του Κωνσταντίνου τον προσδιόριζε ως «Κωνσταντίνο, πρώην βασιλέα των Ελλήνων». Όμως, με βάση τον νόμο του 1994, το διαβατήριο αυτό του αφαιρέθηκε μαζί με την ιθαγένεια. Ο νόμος του έδινε τη δυνατότητα να τα ανακτήσει μόνο εάν υιοθετούσε επώνυμο, κατά το πρότυπο άλλων έκπτωτων βασιλικών δυναστειών της Ευρώπης. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να αποκτήσει επώνυμο για λόγους αρχής: «Δεν έχω επώνυμο – η οικογένειά μου δεν έχει επώνυμο. Ο νόμος που ο κ. Παπανδρέου (εννοούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου) πέρασε βασικά λέει ότι θεωρεί ότι δεν είμαι Έλληνας και ότι η οικογένειά μου ήταν Ελληνική μόνο ενόσω ασκούσαμε τα μοναρχικά μας καθήκοντα, και έπρεπε να παρουσιαστώ και να αποκτήσω ένα επώνυμο. Το πρόβλημα είναι ότι η οικογένειά μου προέρχεται από τη Δανία, και η Δανική βασιλική οικογένεια δεν έχει επώνυμο. Το Glücksburg δεν ήταν επώνυμο αλλά το όνομα μιας πόλης». Στο δημόσιο λόγο μετά την κατάργηση της βασιλείας αναφερόταν συνήθως ως Τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφασή του με αριθμό Α4575/1996 αναγνώριζε ότι η ονομασία “Κωνσταντίνος, τέως Βασιλεύς των Ελλήνων” μπορούσε να προσδιορίσει την ταυτότητα του Κωνσταντίνου. Αναγράφεται στην απόφαση:

«Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτών, για να προσδιορίσει την ταυτότητά του, αναφέρει, στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης, ότι η αίτηση αυτή ασκείται από τον Κωνσταντίνο, πρώην βασιλιά των Ελλήνων. Η ονομασία αυτή, “πρώην βασιλιάς”, αναφέρεται στο δικόγραφο όχι ως τίτλος ευγενείας, ο οποίος απαγορεύεται από το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 7), αλλά για να προσδιοριστεί η ταυτότητα του αιτούντος, ο οποίος στερείται, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, επωνύμου. Έχει, δηλαδή, την έννοια ότι ο αιτών είναι ο Κωνσταντίνος εκείνος που διατέλεσε βασιλιάς των Ελλήνων έως την έκπτωσή του. Πρόκειται για αναφορά σε ένα ιστορικό γεγονός που, όπως και άλλα στοιχεία, μπορεί πράγματι να προσδιορίσει την ταυτότητα του πιο πάνω προσώπου, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να τύχει δικαστικής προστασίας.»

Ο Κωνσταντίνος διέθετε διπλωματικό διαβατήριο της Δανίας ως “Constantine de Grecia” (ισπανικά: «Κωνσταντίνος της Ελλάδας») ενώ οι σύγχρονες συνθήκες διακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η εξέλιξη των πολιτικών ηθών στην Ελλάδα είχαν καταστήσει ξεπερασμένο το ζήτημα του διαβατηρίου για ταξίδια προς την Ελλάδα. Το 2003 ταξίδευσε στην Ελλάδα με αυτό το όνομα.

Ενίοτε, εκτός Ελλάδος και υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, ο Κωνσταντίνος αποκαλούταν ως «Βασιλιάς Κωνσταντίνος» (King Constantine) και προσφωνούταν Μεγαλειότατος (His Majesty). Π.χ. αποκαλούταν έτσι στις επίσημες ιστοσελίδες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, της Παγκόσμιας Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας και της Διεθνούς Ενώσεως Μοντέρνου Πεντάθλου, οργανισμών στους οποίους δραστηριοποιείται.

Το 2015 εκδόθηκε από την εφημερίδα Το Βήμα η τρίτομη αυτοβιογραφία του με τίτλο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Χωρίς Τίτλο», που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις.

Τιμητικές διακρίσεις

Το 1960 στους Ολυμπιακούς αγώνες της Ρώμης κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην κατηγορία Ντράγκον μαζί με τους Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και Γιώργο Ζαΐμη που αποτελούσαν το πλήρωμα του σκάφους «Νηρεύς». Υπήρξε το πρώτο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο της Ελλάδας από το 1912. Συμμετείχε ακόμη και στα Πανελλήνια πρωταθλήματα τοιχοσφαίρισης με πολλές δεύτερες και τρίτες νίκες στο διπλό.

Ο Κωνσταντίνος ήταν επίτιμο μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής καθώς και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας μαζί με τον Βασιλιά της Νορβηγίας, Χάραλντ Ε΄.

Από το 1994 ήταν πάτρονας της Διεθνούς Ενώσεως Μοντέρνου Πεντάθλου (“Union Internationale de Pentathlon Moderne” ).

Επιπλέον, ήταν πάτρονας και πρόεδρος του εκπαιδευτικού οργανισμού Round Square, ενός δικτύου 230 ιδιωτικών σχολείων σε 50 χώρες του κόσμου, και πάτρονας του Gstaad Yacht Club, ενός Ιστιοπλοΐκού Ομίλου που εδρεύει στην Ελβετία.

Οικογένεια και συγγενικοί δεσμοί με άλλες βασιλικές οικογένειες

Ο Κωνσταντίνος και η Άννα-Μαρία απέκτησαν δυο κόρες και τρεις γιους:

  • την Αλεξία (10 Ιουλίου 1965, Κέρκυρα). Παντρεύτηκε στις 9 Ιουλίου του 1999 στο Λονδίνο τον αρχιτέκτονα Κάρλος Μοράλες Κιντάνα με τον οποίον απέκτησαν 4 παιδιά.
  • τον Παύλο, πρώην Διάδοχο της Ελλάδος (20 Μαΐου 1967, Τατόι). Νυμφεύθηκε στις 1 Ιουλίου του 1995 στο Λονδίνο την Μαρί Σαντάλ-Μίλλερ με την οποίαν απέκτησαν 5 παιδιά.
  • τον Νικόλαο (1 Οκτωβρίου 1969, Ρώμη). Νυμφεύθηκε στις 25 Αυγούστου του 2010 στις Σπέτσες την Τατιάνα Μπλάτνικ.
  • τη Θεοδώρα (9 Ιουνίου 1983, Λονδίνο).
  • τον Φίλιππο (26 Απριλίου 1986, Λονδίνο). Νυμφεύθηκε την Νίνα Φλορ αρχικά με πολιτικό γάμο στο Σαιν-Μόριτζ της Ελβετίας στις 12 Δεκεμβρίου του 2020 και στην συνέχεια με θρησκευτικό γάμο στην Μητρόπολη Αθηνών στις 23 Οκτωβρίου του 2021.

Ο τέως Βασιλιάς των Ελλήνων συγγένευε με αρκετές βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης. Ήταν δεύτερος ξάδερφος του Βασιλιά Καρόλου Γ’ του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς έχουν κοινό προπάππου τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ της Ελλάδος. Ήταν επίσης θείος του Βασιλιά Φιλίππου ΣΤ’ της Ισπανίας, ο οποίος είναι γιος της αδελφής του, Βασίλισσας Σοφίας. Επιπλέον, η Βασίλισσα Μαργαρίτα της Δανίας είναι αδελφή της συζύγου του, της Άννας-Μαρίας.

Ο Κωνσταντίνος ήταν και ένας από τους αναδόχους του Διαδόχου του Βρετανικού Θρόνου, του Ουίλιαμ, Πρίγκιπα της Ουαλίας. Η βάφτιση έγινε στις 4 Αυγούστου του 1982 στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ.

Με πληροφορίες από Wikipedia

Σχετικά Άρθρα