Το libre παρουσιάζει αποκαλυπτική έρευνα για τη διάθεση των ελλήνων να εμβολιαστούν για COVID – Πού έγκειται ο προβληματισμός και η επιφυλακτικότητα

 Το libre παρουσιάζει αποκαλυπτική έρευνα για τη διάθεση των ελλήνων να εμβολιαστούν για COVID – Πού έγκειται ο προβληματισμός και η επιφυλακτικότητα

Τα πολυαναμενόμενα εμβόλια αποτελούν πραγματικότητα και σε μία εβδομάδα ακριβώς αρχίζει και ο εμβολιασμός των Ελλήνων πολιτών, με πρώτους τους υγειονομικούς και τα άτομα που διαμένουν σε οίκους φροντίδας ηλικιωμένων. Οι δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες είναι οι πιο εκτεθειμένες στον ιό και στον κίνδυνο να νοσήσουν ή να μεταδώσουν τη λοίμωξη, ενώ φαίνεται να είναι και οι πιο πρόθυμες να εμβολιαστούν.

Της Ρούλας Σκουρογιάννη

Τι γίνεται, όμως, με τις υπόλοιπες ομάδες του γενικού πληθυσμού; Σε ποιο ποσοστό είναι πρόθυμοι οι Έλληνες να εμβολιαστούν; Θα καλύψουν το ποσοστό που απαιτείται για να έχουμε τη λεγόμενη «ανοσία αγέλης» ώστε να είναι ασφαλείς και εκείνοι από τους συνανθρώπους μας που δεν μπορούν να εμβολιαστούν; Πόσοι είναι εκείνοι που έχουν αμφιβολίες για να εμβολιαστούν ή ανήκουν στους φανατικούς αντιεμβολιαστές;

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και τα στοιχεία που μας έδωσε ο Καθηγητής Ψυχιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, σχετικά με την ψυχολογία των φανατικών αρνητών του εμβολίου και κάθε εμβολίου.

Το libre παρουσιάζει σήμερα μία έρευνα που έγινε από τα μέσα έως τα τέλη του Οκτωβρίου του 2020, λίγο πριν το 2ο lockdown, και αφορούσε 1000 νοικοκυριά σε όλη την επικράτεια, σε τυχαίο γενικό συνοπτικό δείγμα. Διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Πολιτικής Υγείας, με επιστημονικό υπεύθυνο τον Καθηγητή Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κυριάκο Σουλιώτη. Ένα από τα ευρήματα της έρευνας, αφορμή για να μιλήσουμε με τον καθηγητή, αφορά τη στάση του κοινού απέναντι στον εμβολιασμό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συμμετέχοντες δήλωσαν περίπου κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες αύξηση στην πρόθεση εμβολιασμού έναντι της κοινής γρίπης σε σχέση με την περσινή χρονιά.

Ειδικότερα:

  • 42,5% απάντησαν ότι εμβολιάστηκαν πέρσι, και
  • 56,7% απάντησαν ότι θα εμβολιαστούν και φέτος.

«Το δείγμα δείχνει μία τάση αύξησης της εμβολιαστικής κάλυψης έναντι της κοινής γρίπης», σχολιάζει ο Καθηγητής κ. Κ. Σουλιώτης.

  • «Αυτό, προφανώς, συμβαίνει λόγω της απειλής της Covid-19. Δηλαδή, οι πολίτες δείχνουν μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση στα θέματα της υγείας ή δε θέλουν να είναι ευάλωτοι και στους δύο κινδύνους ταυτόχρονα (γρίπη και Covid-19)».

Αξίζει να πούμε εδώ ότι αυτή η σαφής τάση αύξησης του εμβολιασμού κατά της γρίπης -που φάνηκε στην έρευνα- επιβεβαιώνεται και στα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα, μόλις την περασμένη Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος του ΕΟΦ, Δημήτρης Φιλίππου, κατά την τακτική ενημέρωση των ιατρικών συντακτών από το υπουργείο Υγείας.

Συγκεκριμένα, όπως επεσήμανε ο πρόεδρος του ΕΟΦ, με την ολοκλήρωση της εμβολιαστικής περιόδου, η οποία διήρκεσε από τις 15 Οκτωβρίου μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, συνταγογραφήθηκαν 3.650.000 εμβόλια (την περυσινή περίοδο της γρίπης είχαν συνταγογραφηθεί 1.928.361 αντιγριπικά εμβόλια). Πέρσι, δεν ήταν υποχρεωτική η συνταγογράφηση όπως φέτος, έτσι υπήρχε ένα αριθμός πολιτών που έκαναν το εμβόλιο χωρίς ιατρική συνταγή. Έτσι, την περασμένη χρονιά τα εμβόλια που έγιναν ήταν περίπου 2.400.000. Φέτος, ήδη έχουν εκτελεστεί και έχουν γίνει μέχρι τώρα 3.400.000 εμβόλια, ενώ στην ελληνική αγορά μέχρι σήμερα έχουν διατεθεί 3.950.000 εμβόλια.

Σχετικά με το εμβόλιο για τον κοροναϊό

Το πιο σημαντικό στοιχείο της έρευνας, ωστόσο, ήταν η θετική πρόθεση εμβολιασμού κατά της Covid-19, όπως αποτυπώθηκε στο ερωτώμενο δείγμα:

  • 57,3% δήλωσαν «ναι» και «μάλλον ναι» στην πρόθεση εμβολιασμού κατά της Covid-19, Δηλαδή, περίπου ίδιο ποσοστό με αυτό των ατόμων που δήλωσαν ότι θα κάνουν το εμβόλιο για τη γρίπη.
  • ·36,4% δήλωσαν «όχι» και «μάλλον όχι» στην πρόθεση εμβολιασμού κατά της Covid-19,
  • 6,3% δήλωσαν «δεν απαντώ» (οι οποίοι μάλλον είναι αρνητικοί στον εμβολιασμό)

Περίπου, λοιπόν, 40% των πολιτών υπολογίζεται ότι βρίσκονται στο «όχι» και «μάλλον όχι» στην πρόθεση εμβολιασμού κατά της Covid-19.

«Όταν ρωτήθηκαν για ποιο λόγο δε θα εμβολιαστούν, από αυτό το 36,4% που απάντησαν «όχι» και «μάλλον όχι», το 58,5% δηλώνουν ότι επιταχύνθηκαν πολύ οι κλινικές δοκιμές και δε νιώθουν ασφαλείς. Ένα ποσοστό 23,7% απαντούν ότι φοβούνται τις παρενέργειες. Υπάρχει και ένα 6,8% που υποστηρίζουν ότι ο εμβολιασμός υπηρετεί άλλους σκοπούς», εξηγεί ο κ. Σουλιώτης.

Ερωτώμενος σχετικά με τα συμπεράσματα που μας δίνει η έρευνα, ο κ. Σουλιώτης είπε:

  • «Έχουμε ένα ικανό ποσοστό περίπου 57% που θα εμβολιαστεί. Η αύξηση στον εμβολιασμό περίπου 13-14 ποσοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με την περσινή χρονιά, μπορεί να ερμηνευτεί είτε ως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα θέματα υγείας, κάτι που παρατηρείται όταν υπάρχει μία πανδημία, το ότι κάποιοι θέλουν να θωρακιστούν τουλάχιστον από την απειλή της γρίπης, για να αποφύγουν τον ενδεχόμενο διπλό κίνδυνο, καθώς η αόρατη απειλή του κορονοϊού κυκλοφορεί χωρίς να μπορεί κανείς να προστατευτεί αφού δεν υπάρχει ακόμα εμβόλιο». (Υπενθυμίζουμε ότι η έρευνα έγινε στα μέσα Οκτωβρίου).

«Ωστόσο, πρέπει να μας απασχολήσει και να αποτελέσει μέρος της πολιτικής μας η αύξηση του ποσοστού όσων λένε «όχι» και «μάλλον όχι». Πιο ενδεδειγμένη επιλογή θα μπορούσε να είναι η συστηματική ενημέρωση, ενώ παράλληλα πρέπει να δούμε ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι που λένε «όχι», να ψάξουμε τα δεδομένα, να γίνουν κυλιόμενες έρευνες -κάτι που έχουμε ακούσει ότι θα γίνει παράλληλα με τον εμβολιασμό- να μελετάμε τα ποιοτικά στοιχεία των ερευνών αυτών.

Για παράδειγμα, ποιοι πληθυσμοί είναι αυτοί με ποια χαρακτηριστικά, για ποιο λόγο υπάρχει η ροπή προς την άρνηση. Στη συνέχεια, το μήνυμα ενημέρωσης θα πρέπει να προσαρμοστεί στα χαρακτηριστικά αυτών των πληθυσμών. Το μήνυμα δεν μπορεί να είναι ένα. Πρέπει να είναι πολλαπλό και να προσαρμόζεται στα διαφορετικά κοινά που απευθύνεται. Επίσης, να είναι ευσύνοπτο και κατανοητό και να γίνει αξιοποίηση και των κοινωνικών ψηφιακών μέσων».

Πρόσθεσε, επίσης, καταλήγοντας ο κ. Σουλιώτης ότι «το πιθανότερο είναι ότι θα επηρεαστεί θετικά ένα σημαντικό ποσοστό όσων αυτή τη στιγμή διστάζουν να εμβολιαστούν, όταν θα έχει εμβολιαστεί ένα ικανό ποσοστό του πληθυσμού χωρίς να καταγραφούν παρενέργειες».

Ποια είναι η ψυχολογία των αρνητών του εμβολίου

Προσπαθώντας να προσεγγίσουμε μία ερμηνεία της εμμονικά αρνητικής στάσης μερίδας πολιτών σε κάθε εμβολιασμό και συνακόλουθα και στον εμβολιασμό κατά της Covid-19, μιλήσαμε με τον Καθηγητή Ψυχιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνο Φουντουλάκη, ο οποίος μας έδωσε αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για το θέμα.

Υπάρχει μία μερίδα κοινού που είναι ταγμένοι κατά των εμβολίων. Ποιοι είναι οι λόγοι που τους έχουν οδηγήσει να τα αρνούνται σχεδόν «από ιδεολογία» θα λέγαμε χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους;

«Το αντιεμβολιαστικό κίνημα έχει μεγάλη ιστορία, που έχει κατά καιρούς πυροδοτηθεί από δημοσιεύματα, όπως ένα άρθρο στο The Lancet που υποστήριζε ότι το εμβόλιο κατά του μηνιγγιτιδόκοκκου προκαλεί αυτισμό. Τώρα, με την πανδημία και τα εμβόλια που αναμένονται, το κίνημα αυτό πυροδοτήθηκε ξανά. Γενικά, οι άνθρωποι που πιστεύουν σε θεωρίες συνωμοσίας, τείνουν να πιστεύουν σε περισσότερες από μία θεωρίες. Έτσι οι αντιεμβολιαστές, συνήθως, πιστεύουν και σε κάποιες άλλες θεωρίες συνωμοσίας. Και στο βάθος των πεποιθήσεων αυτών, υπάρχει ένας προβληματικός τρόπος αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Δεν οφείλεται σε έλλειψη μόρφωσης ούτε σε χαμηλό IQ η στάση αυτή. Έχουν «επιλέξει» αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης μίας «αρνητικής πραγματικότητας» σαν μία εκδήλωση έντονου φόβου, υπαρξιακού φόβου.

Καταρχήν, έχουν θυμό μέσα τους, πολύ θυμό. Συγκεκριμενοποιούν τα πράγματα με μία θεωρία συνομωσίας και εστιάζουν εκεί το θυμό τους. Είναι πιο εύκολο να εστιάσεις έτσι το θυμό σου. Παρουσιάζουν και κάποια άλλα χαρακτηριστικά, όπως ότι έχουν την αίσθηση του «εγώ ξέρω ενώ εσύ δεν ξέρεις», ενός ψευτοελιτισμού κατά κάποιον τρόπο.
Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της στάσης είναι σχεδόν θρησκευτικού τύπου θα μπορούσαμε να πούμε. Για αυτό και έχουν διάφορους γκουρού, οι οποίοι βγαίνουν στην τηλεόραση ή στο δημόσιο λόγο και προπαγανδίζουν υπέρ της στάσης αυτής και τους ακολουθούν και τους πιστεύουν σαν να ήταν θρησκευτικοί μύστες… Έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας η στάση τους μόνο που δεν αυτοπροβάλλεται ως θρησκεία».

Στην προσπάθεια ενημέρωσης που θα γίνει το επόμενο διάστημα για να λάβει το κοινό τις απαραίτητες πληροφορίες για τα εμβόλια κατά της Covid-19, το να αναμένουμε ότι υπάρχει περίπτωση μία κατηγορία ανθρώπων με τα χαρακτηριστικά που περιγράψατε παραπάνω να αλλάξει γνώμη είναι μία χαμένη υπόθεση;

«Χαμένη υπόθεση δεν είναι, γιατί υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων της τάξης του 30% του πληθυσμού, το οποίο επηρεάζεται αλλά μπορεί να επηρεαστεί ανάποδα. Άρα, η μάχη δε δίνεται για το σκληρό 10% περίπου. Δίνεται για αυτούς που επηρεάζονται. Όταν ακούγονται και κυκλοφορούν θεωρίες ότι «τα εμβόλια θα ενσωματώσουν DNA στο γενετικό υλικό του ανθρώπου», κάποιοι επηρεάζονται και φοβούνται. Πρέπει να υπάρξει ενημέρωση για το τι είναι το RNA, για το ότι δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο DNA κλπ. Είναι δύσκολη υπόθεση να μεταπείσεις αλλά όσοι δεν είναι φανατικοί αντιεμβολιαστές θα κατανοήσουν και θα πειστούν. Αν αφεθούν χωρίς ενημέρωση και αντίλογο στις θεωρίες συνομωσίας θα παρασυρθούν. Θα φτάσει να διογκωθεί σε μεγάλο ποσοστό η αντίδραση».

«Το 10% περίπου των σκληρών αντιεμβολιαστών είναι οριζόντιο μέσα σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες ακόμα και μέσα στους υγειονομικούς. Εδώ, υπάρχει ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης και της Πολιτείας και των Πανεπιστημίων και των Ιατρικών Σχολών και των Ιατρικών Συλλόγων που αφήνουν ανεξέλεγκτους τους εκφραστές αυτών των ακραίων πεποιθήσεων. Υπάρχει θεσμική ευθύνη εδώ».

Σχετικά Άρθρα