Το σύνδρομο της “Ωραίας Κοιμωμένης”

 Το σύνδρομο της “Ωραίας Κοιμωμένης”

Δέκα μήνες μετά την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας δεν κομίζει κανείς γλαύκας στην Κουμουνδούρου αν παρατηρήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βρει ακόμη τον βηματισμό του και ότι κατατρύχεται από μία δίχως ημερομηνία λήξης εσωστρέφεια η οποία συχνά-πυκνά εκδηλώνεται με αψιμαχίες και συντροφικά μαχαιρώματα ή χτυπήματα πάνω και κάτω από τη ζώνη μεταξύ στελεχών και φίλων ή συμμάχων.

Του Αντρέα Παναγόπουλου

Από την επόμενη των εκλογών του περασμένου Ιουλίου ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα θαρρείς ότι πάσχει από το σύνδρομο της «Ωραίας Κοιμωμένης»  που αν δεν έλθει ο πρίγκιπας να την φιλήσει θα συνεχίσει να κοιμάται εις τους αιώνας των αιώνων με κάποια μικρά διαλείμματα.  Και βέβαια αυτό είναι μια χαρά για ένα παραμύθι όπου περνούν «αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», όμως είναι εξόχως προβληματικό τόσο για τη Δημοκρατία όσο και για την κοινωνία που είναι ήδη έτοιμη να σκάσει για μια ακόμη φορά στα βράχια μία νέας οικονομικής κρίσης απροσδιόριστων ακόμη διαστάσεων.

Το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης λειτουργεί και κοινοβουλευτικά και επικοινωνιακά και ως προς τα εσωτερικά του όργανα και διαδικτυακά με τον i-syriza, όμως λειτουργεί στο ρελαντί και κυρίως λειτουργεί κάπου μακριά από την κοινωνία, με εξαίρεση ίσως τον αρχηγό του που εξακολουθεί να διατηρεί την επαφή με τους πολίτες στο βαθμό που μπορεί.

Όπως είναι επόμενο, με αυτή την άνευρη διαχειριστική λειτουργία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να καθορίσει την ατζέντα της πολιτικής καθημερινότητας αφήνοντας την πρωτοβουλία ως προς αυτό στον πρωθυπουργό, στον Στέλιο Πέτσα, στον Αδονι Γεωργιάδη και ενίοτε και στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο με την ευγενική χορηγία βεβαίως της πλειονότητας των ΜΜΕ…

Δεν είναι λίγοι εκείνοι εντός και εκτός κόμματος που καταλογίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ μία εξαιρετικά ήπια αντιπολίτευση –«κομ-ιλ-φό» την χαρακτηρίζουν κάποιοι- όταν για μια σειρά ζητήματα θα έπρεπε, όπως λένε, να υψώσει τους τόνους απέναντι στις κατεδαφιστικές πολιτικές της κυβέρνησης στην οικονομία, τα εργασιακά, την Παιδεία, το περιβάλλον και μία σειρά άλλα θέματα. Ο αντίλογος σε αυτή την κριτική συνοψίζεται σε δύο επιχειρήματα. Το πρώτο λέει ότι «εμείς δεν θα κάνουμε την καταστροφική αντιπολίτευση που έκαναν οι σημερινοί κυβερνώντες» αναφέροντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Το δεύτερο επιχείρημα είναι αυτό που μπορεί να διαπιστώσει  ο καθένας, ότι δηλαδή «ο ΣΥΡΙΖΑ απαντάει σημείο προς σημείο στα όσα λέει και κάνει η κυβέρνηση αλλά αυτό δεν φτάνει στον πολίτη λόγω του αποκλεισμού από τα ΜΜΕ». Αληθεύει! Η Κουμουνδούρου δεν αφήνει (σχεδόν) τίποτα να πέσει κάτω μόνο που το κάνει σε slow motion. Και σίγουρα πολύ πιο αργά από τον αντίπαλο αλλά και από τα Social Media στα οποία πιστώνονται, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό μία σειρά από μικρές ή μεγαλύτερες αντιπολιτευτικές νίκες και κυβερνητικά πισωγυρίσματα (voucher, κάμερες στα σχολεία, μέτρα στήριξης ανθρώπων του πολιτισμού κ.α.). Μόνο που τα Social Media δεν είναι αντιπολίτευση…

Στα παραπάνω επιχειρήματα ήλθε να προστεθεί και η συναινετική στάση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα ως προς τα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την υγειονομική κρίση από την πανδημία αλλά και η εμπιστοσύνη που έδειξε στην επιστημονική ομάδα που τα προτείνει. Στάση που αποτιμήθηκε μεν θετικά από εχθρούς και φίλους δημιούργησε όμως, κακώς ίσως, την εντύπωση ενός γενικότερα συναινετικού κλίματος που διαταράσσεται στιγμιαία μόνο από κάποια ανάρτηση του Παύλου Πολάκη ή κάποιου απλού μέλους του κόμματος στο Facebook.

Υποτίθεται ότι αυτή η εσωστρέφεια –που τόσα δεινά επιφέρει, κάθε φορά, στην Αριστερά -θα τελείωνε με τη διεξαγωγή του Συνεδρίου που με μεγάλη καθυστέρηση θα γινόταν το Πάσχα, με την ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν στην ήττα της 7ης Ιουλίου, την επισφράγιση της δημιουργίας της Προοδευτικής Συμμαχίας, την  εκλογή νέας Κεντρικής Επιτροπής και κυρίως τη σύνταξη και την έγκριση των Θέσεων και του Προγράμματος του κόμματος.

Δυστυχώς για το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης δεν θα μάθουμε ποτέ αν το Συνέδριο θα έβγαζε τον ΣΥΡΙΖΑ από την εσωστρέφεια καθώς όλα τα παραπάνω αναβλήθηκαν επ’ αόριστον λόγω πανδημίας. Κι έτσι κόμμα και στελέχη έμειναν να σιγοβράζουν μαζί με τις όποιες αντιθέσεις τους σε μία κατάσταση «λίμπο» μεταξύ πολιτικού παραδείσου και κόλασης… 

Μεταξύ του να διευρυνθεί ως κόμμα και να αντιστοιχηθεί με το 31% που το ψήφισε διεκδικώντας ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό και του να επιστρέψει «στα κυβικά» ενός μικρού πλην τίμιου κόμματος της Αριστεράς, όπως ήταν πριν το 2012.

Δυστυχέστερα όμως για όλους, η πανδημία εκτός από το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ έφερε τα πάνω κάτω στην παγκόσμια οικονομία και αναμένεται να επιφέρει συντριπτικά χτυπήματα σε δυνατούς και κυρίως σε αδύναμους κρίκους, όπως είναι η χώρα μας ή οποία μετά βίας είχε αρχίσει να μπουσουλάει έξω από τα μνημόνια, από το 2018 και μετά…

Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ  από το 2012 έως σήμερα τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση είναι μεν πολύτιμη όμως μάλλον δεν είναι και τόσο  χρήσιμη στη σημερινή συγκυρία.  Μια συγκυρία εξίσου δύσκολη εάν όχι και δυσκολότερη από εκείνη των  πρώτων μνημονίων

Όταν όλοι καταλαβαίνουν ότι έρχονται τα χειρότερα, δεν είναι εύκολο για τη σημερινή αντιπολίτευση να ισχυριστεί ότι «η Ελπίδα έρχεται» όπως ήταν το νικηφόρο σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Ούτε όμως και το «Ή εμείς ή αυτοί» μπορεί να βρει τώρα ανταπόκριση όσο κι αν κινητοποιεί τα αντιδεξιά ανακλαστικά ενός μεγάλου ποσοστού της δημοκρατικής παράταξης. Φυσικά ούτε λόγος για το «με τους Πολλούς και όχι με τους Λίγους». Δοκιμάστηκε και απέτυχε παταγωδώς όχι μόνο στην Ελλάδα από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στη Βρετανία από τους Εργατικούς του Κόρμπιν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να λύσει μία σειρά από δύσκολες εξισώσεις και μάλιστα γρήγορα τόσο σε πρακτικό όσο και σε επικοινωνιακό επίπεδο και να βγει από την άμυνα κι από τα «διηγώντας τα να κλαις» είτε πρόκειται για τα λάθη είτε για τις επιτυχίες του, τις εξόδους από τα μνημόνια και τα «μαξιλάρια».

Τώρα έχει να αντιμετωπίσει νέες καταστάσεις και πρέπει να αναλάβει νέα ιστορικά και πολιτικά καθήκοντα. Και σήμερα ως αντιπολίτευση και αύριο ως κυβέρνηση – εάν θέλει να ξαναγίνει κυβέρνηση.

Το πρώτο βήμα είναι να συντάξει άμεσα ένα πρόγραμμα για την επόμενη ημέρα, όπως αποφάσισε η Πολιτική Γραμματεία του,  που να το θέσει προς διαβούλευση όχι μόνο στα μέλη αλλά και στους ψηφοφόρους του. Ένα πρόγραμμα που θα απευθύνεται στο 31% της εκλογικής του βάσης και όχι μόνο στο 5% του σκληρού πυρήνα του και θα δείχνει ποιους και πως εκπροσωπεί χωρίς γενικεύσεις και αοριστίες.

Το δεύτερο είναι να βάλει τέλος στην εσωστρέφεια με ένα συνέδριο που θα πρέπει να γίνει το δυνατόν συντομότερα ακόμη και αν οι σύνεδροι φορούν μάσκες, γάντια και έχουν από ένα μπουκάλι απολυμαντικό στην τσέπη. Κι εκεί να ειπωθούν χύμα και τσουβαλάτα τα όσα τώρα λέγονται ή ψιθυρίζονται πίσω από κλειστές πόρτες ή μέσω Facebook.

Το τρίτο και ίσως πιο δύσκολο από τα δύο πρώτα βήματα είναι να εκσυγχρονιστεί, να αποκτήσει γρήγορα ρεφλέξ, δημιουργικότητα και φαντασία. Την ριζοσπαστική δημιουργικότητα και φαντασία που είχε κάποτε κληροδοτήσει στην Αριστερά ο Μάης του ’68 και τα ανακλαστικά, το χιούμορ και την παρεμβατικότητα που έχουν οι γενιές που μεγάλωσαν μέσα στο διαδίκτυο και τα Social Media. Ταυτόχρονα να πάψει να αισθάνεται ενοχές επειδή έγινε κόμμα εξουσίας και κυβέρνησε αλλά και να σταματήσει να διακατέχεται από κυβερνητικά σύνδρομα ακόμη κι απομακρύνοντας όσους παραμένουν καταγοητευμένοι από τις καρέκλες που κάποτε κατείχαν.

Το τέταρτο βήμα είναι να βγει από γραφεία και αίθουσες συσκέψεων έξω στο κόσμο και δίπλα στους πολίτες πριν τους καλέσει να τον ψηφίσουν στην κάλπη. Και να πάψει να πιστεύει ότι θα δημιουργηθεί ένα νέο κύμα όπως εκείνο του 2014 πάνω στο οποίο θα σερφάρει αγέρωχος προς την εξουσία.

Κύμα θα δημιουργηθεί όμως αυτή τη φορά θα είναι τσουνάμι και θα παρασύρει όποιον στέκει ακίνητος. Και το χειρότερο: υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να στραφεί προς τα άκρα δεξιά της πολιτικής και κοινωνικής μας ακτής.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να παραμένει η «Ωραία Κοιμωμένη». Η χώρα και η Δημοκρατία έχουν ανάγκη αντιπολίτευσης.  Οι πολίτες έχουν απόλυτη ανάγκη να αισθανθούν ότι κάποιος τους υπερασπίζεται και τους μιλάει κοιτάζοντάς τους στα μάτια και όχι μέσω δελτίων Τύπου και non-papers. Αυτό φάνηκε και από τη «βόλτα» που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας στην αγορά, στους δρόμους της Αθήνας. Και το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τους πολίτες είναι το αν πλακώνονται οι «53+» με τους «ενωτικούς» και οι δύο μαζί με τους «προεδρικούς».  Αλλωστε, όπως θα έλεγε ο Κ. Καβάφης: «Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο».

Ζητείται αντιπολίτευση λοιπόν. Κι αν τα παραπάνω αναφέρονται κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, τα ίδια περίπου ισχύουν και για τα άλλα, μικρότερα κόμματα. Γιατί χωρίς αυτά η Δημοκρατία είναι κουτσή και ανήμπορη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των καιρών που θέριεψαν με την πανδημία…

Υ.Γ. Μία ισχυρή, προγραμματική, δυναμική αντιπολίτευση θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να είναι ζητούμενο και για την κυβέρνηση. Ιδιαίτερα σε εποχές οικονομικής κρίσης οι οποίες βαθαίνουν τις ανισότητες, την ανασφάλεια και αργά ή γρήγορα την οργή η οποία οδηγεί σε κοινωνικές συγκρούσεις. Συγκρούσεις που χωρίς αντίβαρα και οργανωμένα κόμματα που θα εκφράζουν την κοινωνία και τα αιτήματά της, μπορούν να γίνουν επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες.

Σχετικά Άρθρα