Τι μάθαμε ακούγοντας τέσσερις ώρες τον Τσίπρα…

 Τι μάθαμε ακούγοντας τέσσερις ώρες τον Τσίπρα…

Επί τέσσερις ώρες ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκε στο #ThessalonikiHellexpoForum πάνω από σαράντα “φυσιολογικές” ερωτήσεις δημοσιογράφων και εάν δεν έπρεπε να προλάβει την πτήση για την επιστροφή του στην Αθήνα μπορεί να δεχόταν άλλες τόσες. Μόνο για τον Βαρουφάκη του ’15 και τον Καρανίκα δεν κλήθηκε να απαντήσει για εκατομμυριοστή φορά. Η δε δημοσκοπική εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ περιστρεφόταν στην αίθουσα της συνέντευξης Τύπου ωσάν να είναι το μείζον πολιτικό και κοινωνικό θέμα που αντιμετωπίζει η χώρα –ομολογώ πως και το Libre υπέπεσε στον σχετικό πειρασμό.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Αρκετοί έσπευσαν να τον χλευάσουν για την απάντησή του πως δεν ζητάει εδώ και τώρα εκλογές επειδή θα ήταν ανήκουστο και ανοίκειο να επιδιώκει να στείλει μερικά εκατομμύρια πολίτες στις κάλπες σε συνθήκες ανασφάλειας και συνωστισμού εν μέσω εκρηκτικής αύξησης των κρουσμάτων του Covid. Κάποιοι εξ αυτών εισηγούνταν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, αμέσως μόλις εξήλθαμε από την καραντίνα, να αιφνιδιάσει εκλογικά και να “τσακίσει” τον ζαλισμένο ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς επειδή έβρισκαν την ιδέα πολιτικά ορθόδοξη και υγειονομικά επιτρεπτή…

‘Αλλοι τον βρήκαν ήπιο και ίσως υποτονικό στις δύο εμφανίσεις του στη Θεσσαλονίκη επειδή ανέμεναν να ακούσουν κάτι ριζοσπαστικό που να επιδράσει ως “game changer” στο πολιτικό σκηνικό. Μπορεί, πράγματι, να υπάρξει κάτι τέτοιο;

Εκτιμώ πως όχι. Το ακροατήριο του Αλέξη Τσίπρα είναι εκ των πραγμάτων πεπερασμένο και πολιτικά “βαρήκοο”, όπως συνήθως συμβαίνει με τα κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά την πρώτη διετία μιας νέας κυβέρνησης.

Η μιντιακή και πολιτική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, ιδιαίτερα λόγω του αιφνιδιασμού της κοινωνίας από τον φόβο της πανδημίας και τις τεράστιες οικονομικές παρενέργειες που επιφέρει. Εάν θέλει κανείς να προβλέψει με σχετική ασφάλεια η επόμενη διπλή εκλογική αναμέτρηση έχει φαβορί και ονομάζεται Μητσοτάκης.

‘Οτι και να πει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αυτή την εποχή πάντοτε κάποιοι θα τον ρωτούν για τον…Τσακαλώτο και όσα κοστολογημένα μέτρα και να προτείνει για τους πολλούς θα τον παραπέμπουν στο προ πενταετίας “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης”. Το δε αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο (δημιούργημα της αντιπολίτευσης της Ν.Δ αλλά και σειράς δικών του σφαλμάτων) είναι υπαρκτό και αποβλέπει στο τελικό χτύπημα.

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι υποχρεωμένος να περιμένει. Όχι ως αμήχανος παρατηρητής των εξελίξεων, φυσικά, αλλά ούτε εκλογές μπορεί να προκαλέσει, ούτε θα ήταν σώφρον να προκαλέσει συνθήκες ακραίας αναστάτωσης στο πολιτικό σύστημα στην κοινωνία λίγο πριν από ένα lockdown και μια τεκτονική εξέλιξη που διαγράφεται στα ελληνοτουρκικά.

Ακόμα και ένθερμοι υποστηρικτές του Μεγάρου Μαξίμου (ενδιαφέρον έχει επ΄ αυτού το άρθρο του Θανάση Μαυρίδη στο liberal), ωστόσο, διαπιστώνουν καθημερινά τις παλινωδίες και ολιγωρίες της κυβέρνησης και την απόκλιση από τον σχεδιασμό του ριζοσπαστικού μεταρρυθμιστικού σχεδιασμού που είχε υποσχεθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Και σε αυτό η πανδημία αξιοποιείται ως άλλοθι.

Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε τις εσωτερικές αλλαγές που έπρεπε να κάνει (αφήνοντας για το μέλλον τους “λογαριασμούς” του συνεδρίου), με τον νέο γραμματέα, τους νέους τομεάρχες και το νέο επικοινωνιακό επιτελείο, και τώρα οφείλει να εξειδικεύσει και να εντείνει την αντιπολιτευτική του τακτική σε εκείνα τα θέματα που η κοινωνία μπορεί να τον ακούσει.

Τα ελληνοτουρκικά δεν είναι, προς το παρόν, ένα από τα θέματα αυτά και το “dna” του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η κυβερνητική θητεία του ίδιου του Τσίπρα οδηγούν εκ των πραγμάτων σε μια στάση συναίνεσης και αναμονής. Προσφέρει δημοσίως στήριξη στην έναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία, υπενθυμίζοντας την εξωτερική πολιτική που άσκησε με τον Κοτζιά, επισημαίνει, ωστόσο, ποια είναι η κόκκινη γραμμή στην οποία εξαντλείται η συναίνεση. Και σε αντιδιαστολή υπενθυμίζει την στάση της Ν.Δ στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών και σε μια γενναία πολιτική που δικαιώνεται τώρα από εκείνους που την χλεύαζαν και προκαλούσαν διαίρεση και διχασμό στις πλατείες.

Από την άλλη γνωρίζει πως οι πολιτικές εξελίξεις θα κριθούν στην οικονομία. Το ισχυρό όπλο του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν ισχύει πια, είτε λόγω δικών του καθυστερήσεων, είτε λόγω της ύφεσης που προκαλεί παγκοσμίως η πανδημία. Ή και των δύο.

Εάν το διάστημα της αβεβαιότητας είναι σχετικά σύντομο η κυβέρνηση ίσως κατορθώσει να το ξεπεράσει με την δημοσιονομική ευελιξία που θα διαρκέσει και το 2021 και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, μαρκάρετε στο ημερολόγιο το φθινόπωρο του επόμενου έτους ως πιθανό εκλογικό χρόνο.

Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει και μια πολιτική με κοινωνικό πρόσημο που δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θέλει να ακολουθήσει. Εάν, όμως, η κρίση παραταθεί και βαθύνει οι συνέπειες θα είναι φαραωνικές και το πολιτικό τοπίο θα διαμορφωθεί αναλόγως.

Δεν υπάρχουν πολλά νέα “εργαλεία” που δύναται να εφεύρει ο Αλέξης Τσίπρας. Αναγκαστικά θα διαβεί την πολιτική έρημο της αναμονής και θα διαμορφώνει σταδιακά πρόσωπο επάρκειας διακυβέρνησης ώστε να προβάλλει το εναλλακτικό του αφήγημα όταν φτάσει η ώρα. Χωρίς να φοβίζει το ενδιάμεσο εκλογικό ακροατήριο που μετακινούμενο δίνει εντολές διακυβέρνησης αλλά και κρατώντας ζεστό το δικό του.

Πρώτα πρέπει να ανακτήσει εκείνους τους ψηφοφόρους της περιοχής της “αδιευκρίνιστης ψήφου” που, όπως ομολόγησε στην ερώτηση του Libre, “δεν ταυτίζονται” με τον ΣΥΡΙΖΑ παρότι τον ψήφισαν τον Ιούλιο του 2019. Δεν είναι εύκολο. Και ακόμα λιγότερο εύκολο είναι να πείσει τους ψηφοφόρους που θα απογοητευθούν από την κυβέρνηση εφόσον οι εξελίξεις στην οικονομία, την εργασία και φυσικά την υγειονομική διαχείριση της πανδημίας είναι αρνητικές.

Υ.Γ Ίσως το πιο ριζοσπαστικό που ακούστηκε από τον Αλέξη Τσίπρα είναι η αχνή υπόσχεση περί “κουρέματος” του ιδιωτικού χρέους των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Και λοιδωρήθηκε, όπως αναμενόταν, από την κυβέρνηση επειδή παραπέμπει στην περιβόητη “σεισάχθεια” των εξαγγελιών πριν το 2015. Ο λαϊκισμός, όμως, εκείνης της εποχής δεν είναι απαραίτητα και εξωφρενική απάτη το 2020. Τα “βάρη” των τραπεζών, οι προτάσεις για bad bank, η κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει πάρα πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες και οικονομίες επαναφέρουν τη σχετική συζήτηση. Η αγορά ιδιωτικού χρέους από τον ESM και την EKT λόγω της πανδημίας, ή, ακόμα, και η ίδια η λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης δείχνουν πως η ουτοπία του 2014-15 αποκτά νέα ανάγνωση. Αλλωστε, και το ευρωομόλογο λαϊκισμός και απάτη ήταν εκείνη την εποχή έως και σχετικά πρόσφατα…