Ο πολιτικός “ρουβίκωνας” του Τσίπρα μετά την πανδημία

 Ο πολιτικός “ρουβίκωνας” του Τσίπρα μετά την πανδημία

Το ερώτημα “μετά τον Covid 19 τι;” διατρέχει πλέον ολόκληρο τον πλανήτη. Έχει πάψει να είναι (μόνο) θέμα δημόσιας υγείας, ή ακόμα και επιβίωσης των πληθυσμών. Είναι ερώτημα κοινωνικό, οικονομικό, γεωπολιτικό, πολιτικό. Από την απάντησή του θα κριθούν οι σχέσεις και οι συσχετισμοί του μέλλοντος. Ακόμα και η κοινωνική διαστρωμάτωση των επόμενων πολλών χρόνων θα επηρεαστεί από το πως θα διαχειριστούν τα πολιτικά -ανά χώρα- και υπερεθνικά συστήματα τις επιπτώσεις της πανδημίας.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Στα καθ΄ημάς, η κρίση του κοροναϊού –ειδικά εάν ενσκήψει και δεύτερο κύμα από τα τέλη του φθινοπώρου– είναι εξαιρετικά πιθανό να λάβει οικονομικές διαστάσεις βαθύτερες και σοβαρότερες από αυτές που έχουν κοινοποιηθεί σε μια αμήχανη κυβερνητική προσπάθεια πολιτικής διαχείρισης του κινδύνου. Για τον πρωθυπουργό και το επιτελείο του Μαξίμου όλα θα εξαρτηθούν από την απάντηση στο ερώτημα “ένα ή τρία;”.

Θα απαιτηθεί, δηλαδή, ένα χρόνος (2020) για να ξεπεραστούν οι επιπτώσεις, ώστε το 2021 να είναι χρονιά ανάκαμψης και επιταχυντικού σπιράλ, ή τρία χρόνια ύφεσης, με παράλληλη απομείωση του ΑΕΠ όσο και στην περίοδο μετά το πρώτο μνημόνιο και εκτόξευση της ανεργίας σε δυσθεώρητα επίπεδα; Δηλαδή με διάλυση και του τελευταίου θύλακα κοινωνικής συνοχής που αναστηλώθηκε μετά την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο;

Με βάση τις μέχρι τώρα προβλέψεις διεθνών οργανισμών και οίκων πιθανότερη εξέλιξη είναι η δεύτερη. Από την απάντηση, ωστόσο, στο ερώτημα “ένα ή τρία;”, θα κριθούν πιθανότατα και οι τελικές αποφάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για το εάν και πότε θα προκηρύξει πρόωρες εκλογές.

Αλλά και για τον ΣΥΡΙΖΑ, η πανδημία είναι ένας πολιτικός Ρουβίκωνας.

Αφενός του στέρησε την πολυτέλεια της μετεκλογικής μαλθακότητας (στην οποία …”διέπρεψε” μέχρι τις αρχές του 2020), αφετέρου κατέστησε επιτακτική την ανάγκη να εκπονηθεί νέο (νέο) προγραμματικό πλαίσιο και αντιπολίτευσης και διακυβέρνησης. Όσα συζητούσαν τεχνοκράτες και πολιτικά στελέχη της επιτροπής Σταθάκη ελάχιστη σχέση μπορεί να έχουν, πλέον, με το νέο τοπίο στην οικονομία, την εργασία, την επιχειρηματικότητα, την κοινωνία, τον πολιτισμό κ.ά.

Στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ ο Αλέξης Τσίπρας είπε κάτι που ίσως να έχει ενδιαφέρον: «στην οικονομία τα πράγματα θα γίνονται κάθε μέρα και πιο δύσκολα»,και υπογράμμισε ότι «εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν, υπάρχουν όμως πολιτικές με εντελώς αντίθετο πρόσημο». «Πρωτοβουλίες και δημόσιες πολιτικές για τη στήριξη της κοινωνίας, των εργαζομένων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ή πολιτικές που αξιοποιούν την κρίση ως ευκαιρία για αναδιάρθρωση της οικονομίας και διάλυση της εργασίας;»

Η αποστροφή “εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν” είναι, για τους οξύνοες παρατηρητές, μια αναφορά στον αντίποδα της ευκολίας την περίοδο του 2014-2015 να αρθρώνεται μια λύση για κάθε πρόβλημα. Συχνά, ήταν λάθος η “ανάγνωση” του προβλήματος, ακόμα συχνότερα ήταν λάθος και η λύση που εφαρμοζόταν.

Τότε, ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας είχε να ισορροπήσει ένα ορμητικό κίνημα και την ελπίδα εκατομμυρίων ανθρώπων ανάμεσα στην μετριοπαθή διστακτικότητα του “προγραμματικού” Γιάννη Δραγασάκη και την σαρωτική ριζοσπαστική ωραιοπάθεια του ανεφάρμοστου που εκπροσωπούσε ο ισχυρός Παναγιώτης Λαφαζάνης. Με ενδιάμεσες προσωπικότητες που είτε παρακολουθούσαν αμήχανα, είτε άλλαζαν όχθη ανάλογα με τις εξελίξεις. Η κατάληξη είναι γνωστή και ιστορικά καταγεγραμμένη.

Το “εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν” που εκφωνεί τώρα ο Αλέξης Τσίπρας, διαβαίνοντας τον πολιτικό Ρουβίκωνα της πανδημίας, παραπέμπει, αναμφίβολα, πολύ περισσότερο στην προσγειωμένη αίσθηση της πραγματικότητας που είχε ο Δραγασάκης. Με την διαφορά πως πλέον την εκπροσωπεί πολύ πιο αξιόπιστα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος βάζοντας τις αναγκαίες μόνο πινελιές ριζοσπαστικότητας σε ένα μείγμα που θα περιέχει συμβιβασμούς και διαχείριση των νέων κινδύνων. Είναι αλήθεια πως είναι ένας ρόλος που και τον γνωρίζει, και του έχει γίνει “δευτέρα φύσις”. Ακόμα και όταν προσπαθεί να καλύψει με το εξαιρετικό “φλέγμα” τους αναγκαίους συμβιβασμούς, ουδείς ξεχνά την θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών.

Σε αυτή τη συζήτηση παρεμβαίνει και ο Νίκος Φίλης, λέγοντας (άρθρο στην “Εποχή”) πως “Τώρα έρχεται η ώρα να αναπτύξουμε τη δική μας προγραμματική πρόταση, τεκμηριωμένη επιστημονικά και εδραζόμενη σε επείγουσες κοινωνικές ανάγκες. Αυτή η συνάντηση προγράμματος-κοινωνίας υπονομεύεται από τον λαϊκιστικό λόγο, που διαστρέφει τη λαϊκότητα, παραμορφώνει την Αριστερά, συχνά μεταστρέφει την πρωτογενή λαϊκή διαθεσιμότητα σε απολίτικες συμπεριφορές και τελικά διευκολύνει τον συντηρητισμό. Από την κρίση δεν θα βγούμε με δημαγωγίες χωρίς κοινωνικό αντίκρυσμα“.

Και ως προς το ενδεχόμενο ενός εκλογικού αιφνιδιασμού από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, συμπληρώνει εν κατακλείδι: “Παρά τη δημοσκοπική ευφορία, οι πρόωρες εκλογές δεν θα είναι κίνηση δύναμης, αλλά ένδειξη ότι η ΝΔ φοβάται την επόμενη μέρα. Στη μάχη των εκλογών, οψέποτε γίνουν, η Αριστερά καλείται να δώσει μάχη ταυτότητας, να βαδίσει προγραμματικά χωρίς να καθηλώνεται στην συλλήβδην υπεράσπιση των κυβερνητικών πεπραγμένων της, ικανή να αναζητεί κοινωνικές και πολιτικές συγκλίσεις, ανοίγοντας τη συζήτηση των πολιτικών συμμαχιών ενόψει των εκλογών με απλή αναλογική, προκειμένου να απονομιμοποιηθεί η συντηρητική παράταξη. Δεν είναι εύκολος δρόμος, αλλά είναι μονόδρομος για να απαντήσουμε στη συντηρητική επίθεση, αντιπαραβάλλοντας αξίες, πρόγραμμα, συμμαχίες”.

Ποιες είναι οι “δημαγωγίες” και ποιος ο “λαϊκισμός” κατά τον Νίκο Φίλη είναι μάλλον ηλίου φαεινότερο. Στο εσωτερικό του κόμματός του κοιτάζει και, ουσιαστικά, επιχειρεί να χαράξει γραμμές ανάλογες (όχι ίδιες) με εκείνες που υπήρχαν και υποτιμήθηκαν το 2014. Μόνο που, τότε, η θέση του Αλέξη Τσίπρα ήταν καθαρά προσδιορισμένη, γι αυτό και δεν δίστασε να προχωρήσει στην παρακινδυνευμένη σύγκρουση και διάσπαση του Αυγούστου του 2015. Τώρα; Είναι ευδιάκριτη η τοποθέτηση του απέναντι στις νέες διαγραμμίσεις που δημιουργούνται εσωτερικά; Μάλλον όχι.

Εμφανίζεται περισσότερο ως “ειρηνοποιός” και διαμεσολαβητής στην εσωτερική αναταραχή, παρά ως Καίσαρας που με την 13η λεγεώνα θα διαβεί τον (πολιτικό) Ρουβίκωνα της πανδημίας. Ένα επιπλέον ερώτημα, βεβαίως, είναι εάν διαθέτει μια “13η λεγεώνα”, ήτοι μια ισχυρή ομάδα με επιρροή στην κοινωνία και όχι μόνο στον στενό πυρήνα της συριζαϊκής βάσης, ικανή να εκπονήσει προγραμματικό λόγο πέρα από τις ασκήσεις σε μιντιακές και παρασκηνιακές συγκρούσεις.

Τα πρόσωπα υπάρχουν, δεν έχουν ωστόσο συγκροτηθεί σε μάχιμο εκστρατευτικό σώμα και δρουν περισσότερο κατά μόνας, ενίοτε μπερδεύοντας τις προσωπικές στρατηγικές με τον πραγματικό στόχο.

Κάπως έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει αυτή την περίοδο μια μεγάλη αντίφαση. Διαθέτει το πιο χαρισματικό πρόσωπο που είχε εδώ και δεκαετίες η Αριστερά, το οποίο μπορεί να συνομιλεί αδιαμεσολάβητα με ακροατήρια πολύ πέρα από τους εκλογικούς πληθυσμούς αριστερών καταβολών, αλλά, παρά ταύτα, ο κομματικός “μικρόκοσμος” παραπαίει σε εσωστρέφεια και ομφαλοσκοπήσεις που ενδύονται τον μανδύα των “δημοκρατικών διαδικασιών”. Διαθέτει ένα πρόσωπο που αναγνωρίζεται ως σημαντική ηγετική φιγούρα διεθνώς, και το κόμμα τον αντιμετωπίζει συχνά σαν να είναι επικεφαλής τάσης. Διαθέτει ως αρχηγό έναν πρώην πρωθυπουργό που έχει μάθει από τα σοβαρότατα λάθη του, και παρόλα αυτά το κόμμα αδυνατεί να μετουσιώσει σε εναλλακτική πολιτική πρόταση το απόσταγμα της περιόδου διακυβέρνησης.

Για τον Αλέξη Τσίπρα, το ερώτημα δεν είναι ποιους συμπαθεί περισσότερο, με ποιους περνάει καλά, ποιοι θα ήταν η καλύτερη παρέα για κρασοκατανύξεις και διακοπές (με ή χωρίς ψαροντούφεκο), αλλά με ποιους θα διεκδικήσει εκ νέου την διακυβέρνηση της χώρας. Ιδιαίτερα εάν τα πράγματα πάνε άσχημα και “εύκολες λύσεις δεν θα υπάρχουν”. Με ποιους και με ποιο προγραμματικό σχέδιο.

Το ζήτημα αυτό αποκτά έτι σημαντικότερο ρόλο για δύο επιπλέον παραμέτρους.

Πρώτη, είναι αυτή των αναγκαίων μελλοντικών κυβερνητικών συνεργασιών, αυτό που ο Νίκος Βούτσης, σε κυριακάτικη συνέντευξή του, προσδιόρισε λέγοντας πως “υπάρχει ατζέντα που να επιτρέπει τη σύγκλιση και τη συνεργασία χωρίς τακτισμούς και ηγεμονισμούς ανάμεσα στις δυνάμεις που αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά και τον ευρύτερο σοσιαλιστικό και οικολογικό χώρο”. Το είπε καθαρά, από το βήμα της Βουλής, και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας λοξοκοιτάζοντας προς την Φώφη Γεννηματά και αξιοποιώντας το μοναδικό αντιπολιτευτικό-αντιδεξιό μομέντουμ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝ.ΑΛ.

Το πιστεύουν, όμως, πραγματικά αυτό όλοι όσοι συντάσσονται στο πλευρό του Αλέξη Τσίπρα; Ή το αντιλαμβάνονται ως άσκηση τακτικισμού και επίδειξη ηγεμονίας;

Κορυφαίο στέλεχος και πρώην υπουργός που είχε πρωταγωνιστήσει παλαιότερα στο άνοιγμα προς την λεγόμενη κεντροαριστερά, σε τελευταία συνέντευξή του –και μάλιστα γραπτή– δεν βρήκε ούτε μία φορά την ευκαιρία, σε 3.000 λέξεις, να αναφέρει την πλήρη ονομασία του νέου σχήματος που υποτίθεται πως, εάν δεν είχε συμβεί η πανδημία, θα πραγματοποιούσε τούτες τις ημέρες το ιδρυτικό του συνέδριο: ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία. Πσρότι, την ίδια ώρα οι πασοκογενείς βγάζουν συχνότερα τα κάστανα από τη φωτιά της αντιπολίτευσης απ΄ ότι οι μόνιμοι ένοικοι της Κουμουνδούρου.

Και μήπως, εάν φτάσει (;;;) κάποια στιγμή η ώρα να ανεβεί από την Κουμουνδούρου στην Χαριλάου Τρικούπη ο Αλέξης Τσίπρας, αιφνιδιαστούν κάποιοι όταν τους τεθεί θέμα “ανεπιθυμήτων” ή “βαριδιών”, όπως δικαίως ήταν και είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ ορισμένα στελέχη του ΚΙΝ.ΑΛ με αχαλίνωτη τοξικότητα;

Δεύτερη παράμετρος είναι εκείνη που αφορά την επικοινωνιακή επιρροή και την απόκτηση διαύλων για την διαμόρφωση των νέων πολιτικών συσχετισμών. Τον χώρο που έχει κατακτήσει στα μίντια ο ΣΥΡΙΖΑ τον έχει κατακτήσει κατά κύριο λόγο –κάποιοι θα ισχυριστούν ακόμα και αποκλειστικά– χάρη στον Αλέξη Τσίπρα. Είναι πραγματικά δύσκολο να φανταστεί κανείς με ποιον τρόπο “συστημικά” μέσα ενημέρωσης –άλλα με δομικές -ιδεολογικές αντιθέσεις και άλλα απλώς υπερχρεωμένα που αναζητούν “χείρα βοηθείας” στην εκάστοτε κυβέρνηση– θα αφιέρωναν στην αξιωματική αντιπολίτευση τον ίδιο χώρο και χρόνο εφόσον κυριαρχούσαν οι ιαχές (ακόμα και οι πιο δίκαιες απ΄ αυτές) έναντι του ισορροπημένου λόγου του ίδιου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό που κρατά τον ΣΥΡΙΖΑ ζωντανό σε ένα μιντιακό παιχνίδι που οι περισσότεροι παίκτες του θέλουν να τον εξοντώσουν είναι η δυνατότητα του Αλέξη Τσίπρα να πείθει πως έχει οριστικά υπερβεί τον λαϊκισμό της αντιμνημονιακής περιόδου και να αναδεικνύει τον λαϊκισμό του αντιπάλου του. Κι αυτό είναι ένα θέμα που δεν θα επιλυθεί (μόνο) στο ΕΣΡ…

Και επίσης το γεγονός ότι ισορροπεί μεταξύ εκείνων που ασκούν ενίοτε προσωπικές μιντιακές στρατηγικές, και εκείνων που εξαπολύουν μύδρους προς όλους και απομονώνονται σε (χρήσιμα αλλά όχι επαρκή) μικρά ή μεσαία μιντιακά κάστρα. Ανάμεσα στο να υποκύψει κανείς στη διαπλοκή –ιδιαίτερα όταν ως κυβέρνηση επί 4,5 χρόνια δεν κατόρθωσε (;;;) να την νικήσει– ή να την κυνηγάει όπως ο Σάντσο Πάντσα τους ανεμόμυλους, υπάρχει και ο τρίτος δρόμος. Το να συνομιλήσει με διάθεση διεκδίκησης. Αυτό, επίσης, μόνο ο Τσίπρας μπορεί να το κάνει…

Σχετικά Άρθρα