Μελέτη ανατρέπει τα δεδομένα για τη 2η δόση της Pfizer – Τι λέει στο libre η Παπαευαγγέλου

 Μελέτη ανατρέπει τα δεδομένα για τη 2η δόση της Pfizer – Τι λέει στο libre η Παπαευαγγέλου

Νέα μελέτη ανατρέπει τα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου της Pfizer κατά του SARS-COV-2, δείχνοντας ότι είναι πιο αποτελεσματικό όταν η 2η δόση του χορηγείται στις 12 εβδομάδες. Αυτό μπορεί να αλλάξει το εμβολιαστικό πρόγραμμα στη χώρα μας; Ας δούμε τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα της μελέτης και τι σχολιάζει σχετικά στο libre η Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Βάνα Παπαευαγγέλου.

Της Ρούλας Σκουρογιάννη

Σύμφωνα με νέα βρετανική μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας έγιναν γνωστά χωρίς να έχει ακόμα δημοσιευτεί, η χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου της Pfizer κατά του κοροναϊού 12 εβδομάδες μετά από την πρώτη, αυξάνει σημαντικά την ανοσοποιητική αντίδραση του οργανισμού των πιο ηλικιωμένων.

  • Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η παραγωγή αντισωμάτων στον οργανισμό πολιτών άνω των 80 ετών είναι τρεισήμισι φορές μεγαλύτερη όταν η δεύτερη δόση δίνεται 12 εβδομάδες μετά από την πρώτη δόση σε σύγκριση με το κενό των 3 εβδομάδων μεταξύ των δόσεων, σημειώνει η μελέτη του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ σε συνεργασία με τον επίσημο φορέα Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας (PHE).

Το πόρισμα των Βρετανών ερευνητών βασίστηκε σε 172 εθελοντές ηλικίας άνω των 80 (80-99 ετών) και χαρακτηρίζεται ως η πρώτη απευθείας σύγκριση της ανοσοποιητικής αντίδρασης ανάλογα με τη χρονική απόσταση μεταξύ των δύο δόσεων του σκευάσματος.

  • Από αυτούς, 73 έλαβαν τη δεύτερη δόση μετά από 12 εβδομάδες και οι 99 μετά από διάστημα 3 εβδομάδων. Τα μέγιστα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων, που έφτασαν 2-3 εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση, ήταν 3,5 φορές υψηλότερα -κατά μέσο όρο- στην ομάδα με το εκτεταμένο μεσοδιάστημα μεταξύ των δόσεων.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο, από πολύ νωρίς στην πορεία του εμβολιαστικού προγράμματος, η δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer, όπως και των υπολοίπων διαθέσιμων εμβολίων, χορηγείται 12 εβδομάδες μετά από την πρώτη. Αυτό έγινε για να χορηγηθεί το εμβόλιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι η Pfizer από την αρχή συστήνει περίοδο τριών εβδομάδων μεταξύ των δύο δόσεων σύμφωνα με τις μελέτες που έχει κάνει.

Η επικεφαλής συντάκτρια της έκθεσης, Δρ Χέλεν Πάρι από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, δήλωσε ότι η μελέτη αυτή «είναι κρίσιμη, ιδίως για τους πιο ηλικιωμένους, καθώς η ανοσοποιητική αντίδραση στα εμβόλια επιδεινώνεται με την ηλικία».

Το libre ρώτησε την Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Βάνα Παπαευαγγέλου σχετικά μετο αν θα χρησιμοποιηθούν τα συμπεράσματα της μελέτης για την επικαιροποίηση του εμβολιαστικού προγράμματος στη χώρα μας.

  • «Τα συμπεράσματα της μελέτης είναι ενδιαφέροντα αλλά το εάν θα εφαρμοστούν εξαρτάται από τα επιδημιολογικά δεδομένα. Αν υπάρχει πολύ χαμηλή επιδημιολογία, μπορεί να γίνει στις 12 εβδομάδες η 2η δόση για να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή απόκριση εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Αν όμως, υπάρχει μεγάλη πίεση λόγω υψηλού ιικού φορτίου, ίσως είναι προτιμότερο να γίνονται πιο σύντομα οι δόσεις μεταξύ τους.

Από την άλλη, εξαρτάται και από τη διαθεσιμότητα των εμβολίων. Αν υπάρχει διαθέσιμος μικρός αριθμός δόσεων εμβολίων, η ρύθμιση για τις 12 εβδομάδες σημαίνει ότι περισσότερα άτομα θα κάνουν τουλάχιστον τη μία δόση, όπως έγινε στη Βρετανία. Η εμβολιαστική πολιτική στην πράξη είναι συνδυασμός των επιδημιολογικών δεδομένων και της διαθεσιμότητας των εμβολίων.

  • Τα πλεονεκτήματα του να γίνουν σε μικρότερο χρονικό διάστημα μεταξύ τους οι 2 δόσεις των εμβολίων είναι ότι χτίζεται άμεσα το τείχος ανοσίας.
  • Τα πλεονεκτήματα του να γίνουν σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ τους οι 2 δόσεις των εμβολίων είναι ότι χτίζεται καλύτερη μακροχρόνια απόκριση και ότι μπορούμε να χορηγήσουμε σύντομα περισσότερες δόσεις σε μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού.

Άρα, πρέπει να καταλάβουμε ότι η εμβολιαστική πολιτική κάθε χώρας χαράσσεται και εφαρμόζεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα δεδομένα της χώρας τη στιγμή που λαμβάνονται οι αποφάσεις».

Αξίζει να προσθέσουμε ότι σύμφωνα με τον καθηγητή Πολιτικής της Υγείας στο London School of Economics, κ. Ηλία Μόσιαλο, η μελέτη εξέτασε επίσης την απόκριση του κυτταρικού ανοσοποιητικού συστήματος στα διάφορα δοσολογικά σχήματα, αλλά τα αποτελέσματα ήταν λιγότερο σαφή. Κοινό σημείο όμως ήταν πως 15 εβδομάδες μετά την πρώτη δόση, η απόκριση των Τ-κύτταρων ήταν παρόμοια ανεξαρτήτως μεσοδιαστήματος.

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη θα παρακολουθούνται για τους επόμενους έξι μήνες όσον αφορά τα αντισώματα και τα κυτταρικά δεδομένα τους. Οι ερευνητές, συλλέγοντας τα δεδομένα, στοχεύουν να εξηγήσουν πώς μεταφράζονται αυτά τα αποτελέσματα, ως προς την ενίσχυση της προστασίας έναντι της λοίμωξης και της ασθένειας. 

Η ιεράρχηση της προτεραιοποίησης των πρώτων δόσεων της βρετανικής κυβέρνησης, τον Δεκέμβριο, συζητήθηκε έντονα. Τα ευρήματά αυτής της μελέτης δικαιολογούν αυτή την αμφιλεγόμενη απόφαση για μεσοδιάστημα 12 εβδομάδων μεταξύ της 1ης και της 2ης δόσης, και να μην τηρηθεί το μεσοδιάστημα των 21 ημερών που είχε θεσπιστεί από τις κλινικές δοκιμές της Pfizer, και που ήταν και η σύσταση της εταιρείας.

Προσθέτει επίσης, ο κ. Μόσιαλος ότι αν και η μελέτη δεν έχει δημοσιευτεί, τόσο η παρακολούθηση των συμμετεχόντων όσο και αντίστοιχες μελέτες είναι πολύ σημαντικές, επειδή δεδομένης της περιορισμένης διάθεσης των εμβολίων, τέτοιες μελέτες μπορούν να στηρίξουν τη διαφοροποίηση ή την επικαιροποίηση της παγκόσμιας στρατηγικής εμβολιασμού

« Ίσως, η αύξηση του μεσοδιαστήματος μεταξύ των 2 δόσεων στους ηλικιωμένους να μειώσει την ανάγκη για επακόλουθες αναμνηστικές δόσεις. Αλλά, ταυτόχρονα θα υπάρχει μεγαλύτερη επίδραση στη δημόσια υγεία και θα σωθούν περισσότερες ζωές».

Σχετικά Άρθρα