Εάν πάρει κανείς τοις μετρητοίς όσα λέει ο Ανδρουλάκης…

 Εάν πάρει κανείς τοις μετρητοίς όσα λέει ο Ανδρουλάκης…

Εάν πάρει κανείς τοις μετρητοίς όσα είπε ο Νίκος Ανδρουλάκης στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και λαμβάνοντας υπόψιν τα σημερινά (ρευστά) δημοσκοπικά δεδομένα, στις επόμενες εκλογές (το φθινόπωρο, ή την άνοιξη του 2023) δεν υπάρχει παρά μόνο το δίλημμα της αυτοδυναμίας που προβάλλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Όταν, δηλαδή, επιμένει πως δεν θα προσφερθεί ως συμπλήρωμα ή ως δεκανίκι σε μία κυβέρνηση με κορμό τη Ν.Δ, ή τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, γνωρίζει πως έτσι ενισχύει την στρατηγική “ή εμείς, ή το χάος” που αναγκαστικά προωθεί το Μέγαρο Μαξίμου – μετά από το πισωγύρισμα περί συνεργασιών.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Εκείνο που έχει μάλλον υποτιμηθεί είναι το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν το κάνει αυτό μόνο επειδή αυτό εξυπηρετεί την αναγκαία και αναγκαστική τακτική της πολιτικής αυτονομίας μέχρι τις εκλογές, αλλά και διότι κατά βάθος το επιθυμεί. Πράγματι, θέλει να αποφύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι την συμμετοχή σε μία κυβέρνηση με τη Ν.Δ ή τον ΣΥΡΙΖΑ.ΠΣ καθώς σε μία τέτοια περίπτωση θα έσκαγε στα χέρια του η διάσπαση του κόμματος που είναι χωρισμένο μεταξύ των αντι-ΣΥΡΙΖΑ και των αντιδεξιών. Η αμέσως καλύτερη γι’ αυτόν προοπτική από μία -κατά προτίμηση οριακά- αυτοδύναμη Ν.Δ θα ήταν ένας “μεγάλος συνασπισμός” των δύο μεγαλύτερων κομμάτων που θα του άφηνε ανοικτό το προνομιακό πεδίο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ωστόσο γνωρίζει πώς κάτι τέτοιο ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.

Τα πράγματα, ωστόσο, είναι πολύ πιο πιθανό να μην εξελιχθούν κατά τον τρόπο που θα επιθυμούσε κι αυτό που αποφεύγει μπορεί να του συμβεί. Να μην κατορθώσει, δηλαδή, η Ν.Δ να εξασφαλίσει αυτοδυναμία και η πίεση να μεταφερθεί στο ΠΑΣΟΚ. Εκεί καραδοκεί μία παγίδα που αφορά την λογικότατη προσπάθειά του να κατακτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη στο κέντρο του πολιτικού συστήματος (όπου εμφανίζεται ενισχυμένος σύμφωνα με τις μετρήσεις): έφερε στην πρώτη σειρά του συνεδρίου πλειάδα κορυφαίων στελεχών του παλαιότερου ΠΑΣΟΚ που συνεργάστηκε ή υποστήριξε τη Ν.Δ και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τα οποία αποστρέφονται μετά βδελυγμίας τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και εκ των πραγμάτων απέκτησαν ξανά λόγο και ρόλο.

Από την άλλη σχεδόν υιοθέτησε -αφού δεν αντέδρασε- τον οχετό εχθροπάθειας του γηραιού Απόστολου Κακλαμάνη, ενώ παράλληλα και ο ίδιος δήλωσε πως δεν υπάρχουν περιθώρια συνεργασίας με τους “γενίτσαρους”. Είναι αξιοπερίεργο, δε, αλλά προδίδει το εσωτερικό κλίμα, το γεγονός πως σε αυτή την μομφή οι περισσότεροι είδαν τις φιγούρες του Ραγκούση, της Ξενογιαννακοπούλου, του Κοτσακά, του Μωραϊτη και άλλων, και όχι του Χρυσοχοϊδη, του Πιερρακάκη, του Λιβάνιου και άλλων πολλών που πρόθυμα προσχώρησαν στο περιβάλλον Μητσοτάκη.

Όλα αυτά έχουν χρονικό σημείο λήξης την βραδιά της πρώτης κάλπης της απλής αναλογικής. Κι εκεί αρχίζουν τα δύσκολα. Πάντοτε σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ο Νίκος Ανδρουλάκης μπορεί να φιλοδοξεί πως θα έχει συγκεντρώσει εκλογικό ποσοστό μεταξύ του 12 και του 15%. Και θα γνωρίζει ότι εάν οδηγηθεί στην δεύτερη κάλπη, θα πρέπει να περάσει από τα καυδιανά δίκρανα μιας άνευ προηγουμένου πόλωσης μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα, με σοβαρότερη πιθανότητα το παραπάνω ποσοστό να συρρικνωθεί σημαντικά προ του διλήμματος της πιθανής ακυβερνησίας. Είτε είναι πρώτο κόμμα η Ν.Δ, είτε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Θεωρητικά πάντοτε, η καλύτερη στιγμή του να διαπραγματευτεί την συμμετοχή σε μία συγκυβέρνηση θα είναι εκείνη.

Θα το πράξει, ή θα αναλάβει το κόστος της συρρίκνωσης προκειμένου να ενισχύσει εμμέσως το δίλημμα αυτοδυναμίας της Ν.Δ (εάν αυτή είναι πρώτο κόμμα, έστω και με μικρή διαφορά) και να ανανεώσει τις ελπίδες του για το μέλλον, όντας στην αντιπολίτευση και μέσω μιας επιχείρησης να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στον χώρο της κεντροαριστεράς;

Αυτή η τακτική του Νίκου Ανδρουλάκη έχει άμεση επίδραση στα δύο μεγαλύτερα κόμματα:

Στη Ν.Δ αφήνει χώρο να αναπτύξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης το δίλημμα της αυτοδυναμίας. Ο τελευταίος το καλλιεργεί έντονα μέσω της ενίσχυσης του πρωθυπουργικού του προφίλ (από το Κογκρέσο μέχρι την πάσα του παραληρήματος του Ερντογάν), πιστεύοντας πως παρά την οργή των πολιτών για την ακρίβεια, στο τέλος θα κληθούν να επιλέξουν από ποιόν θα κυβερνηθούν. Ολόκληρη η επικοινωνιακή στρατηγική του κυβερνώντος κόμματος είναι, άλλωστε, προσαρμοσμένη στο πρόσωπο του πρωθυπουργού και στην υποβάθμιση της κυβερνησιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Από την άλλη αδυνατίζει την στρατηγική του Αλέξη Τσίπρα για “προοδευτική διακυβέρνηση” και τελικά είναι βέβαιο πως θα τον ωθήσει σε μία μάχη “ένας εναντίον ενός”. Αρχικά στην κάλπη της απλής αναλογικής, και εάν η διαφορά μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και της Ν.Δ είναι διαχειρίσιμη δεν θα αποτελέσει έκπληξη -εφόσον συνεχιστεί η άρνηση Ανδρουλάκη για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας- να υιοθετήσει εμμέσως και ο Τσίπρας το δίλημμα αυτοδυναμίας.

Σε γενικές γραμμές, ο Νίκος Ανδρουλάκης επιδιώκει σε πρώτο χρόνο να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο μπορεί στο κέντρο (με βασικό αντίπαλο τον Κυριάκο Μητσοτάκη), και σε δεύτερο χρόνο, όντας στην αντιπολίτευση, να αλώσει όσο είναι εφικτό την ηγεμονία Τσίπρα στην κεντροαριστερά. Η αλήθεια είναι πως επιδιώκει πολλά και τα επιδιώκει ταυτόχρονα, κι αυτό εγκυμονεί τον μεγάλο κίνδυνο ενώ έχει ανακτήσει το οικόσημο (ΠΑΣΟΚ), να βρεθεί μόνο με το σήμα και χωρίς τον οίκο. Αλλά, έτσι είναι, τα μεγαλεπήβολα σχέδια περιέχουν και μεγάλα ρίσκα…

Σχετικά Άρθρα