Δύο διλήμματα και τέσσερις “βόμβες” προς τις εκλογές

 Δύο διλήμματα και τέσσερις “βόμβες” προς τις εκλογές

Θα ακούσουμε, φυσικά, και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το βήμα της 85ης ΔΕΘ, ωστόσο λαμβάνοντας υπ’όψιν όσα έχει πει επανειλημμένα και όσα κατηγορηματικά δήλωσε ο πρωθυπουργός το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στη συμπρωτεύουσα έχουμε σαφή εικόνα για το δίλημμα/διακύβευμα των επόμενων εκλογών. Αυτοδυναμία Μητσοτάκη ή προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας Τσίπρα;

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Εκ πρώτης ανάγνωσης, το πρωθυπουργικό δίλημμα είναι και ηχηρό και ισχυρότερο. Σχεδόν απλοϊκό, ως εύληπτο και κατανοητό. Ακόμα κι αν εμπεριέχει αυταρέσκεια και πολιτικό κυνισμό, ο μέσος πολίτης το προσλαμβάνει με ευκολία.

Από την άλλη, το προβαλλόμενο εκλογικό διακύβευμα από τον Αλέξη Τσίπρα απευθύνεται σε πολίτες που θέλουν και μπορούν να προχωρήσουν σε δεύτερη, βαθύτερη επεξεργασία. Διότι, πέραν του συνθήματος που επιχειρεί να συμπυκνώσει το ζητούμενο από την αξιωματική αντιπολίτευση ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα που δύσκολα απαντιούνται υπό τις σημερινές συνθήκες.

Το ποιο από τα δύο διλήμματα θα επικρατήσει τελικά, όταν φθάσουμε στον εκλογικό χρόνο -πιθανότατα εντός του 2022- θα εξαρτηθεί από πολλές παραμέτρους:

1.Υπάρχει όντως κουλτούρα συνεργασιών στον ενδιάμεσο εκλογικό χώρο που δίνει προβάδισμα και τελικά δίνει κυβερνήσεις;

Η δεκαετία των μνημονίων θα έλεγε κανείς πως παρήγαγε τέτοιες προϋποθέσεις και έδωσε απτά αποτελέσματα. Σωστό ή λάθος; Οι κυβερνήσεις συνεργασίας Παπαδήμου, Σαμαρά-Βενιζέλου, και Τσίπρα-Καμμένου προέκυψαν κυρίως ως προϊόντα εκλογικών συσχετισμών σε συνθήκες οικονομικού συναγερμού και ανάγκης. Είτε αυτοβούλως, είτε ως έμμεση εντολή των δανειστών. Οδηγηθήκαμε, βεβαίως, σε αυτές λόγω των εκλογικών αποτελεσμάτων, ή στην περίπτωση εκείνης του πρώην αντιπροέδρου της ΕΚΤ μετά την εκβιαστική “καθαίρεση” του Γιώργου Παπανδρέου (αν θυμηθούμε την επεισοδιακή νύχτα στη Σύνοδο Κορυφής των Καννών). Είναι, όμως, εξαιρετικά αμφίβολο εάν οι ψηφοφόροι αποφάνθηκαν στις κάλπες έχοντας κατά νου τον σχηματισμό τέτοιων κυβερνήσεων. Κι αυτό διότι σε μεγάλο βαθμό δεν είχε προϋπάρξει προετοιμασία και “εκπαίδευση” των εκλογέων. Όλοι θυμούνται τις βαρύτατες εκφράσεις που αντήλασσαν ο “αντιμνημονιακός” Αντώνης Σαμαράς και ο υπερασπιστής της αναγκαιότητας του πρώτου μνημονίου Ευάγγελος Βενιζέλος πριν οδηγηθούν στον σχηματισμό της τριμερούς (με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ που μιλούσε, τότε, για σταδιακή απαγκίστρωση από τα μνημόνια). Το φαινομενικά αδύνατο έγινε δυνατό και επιθυμητό μετά τα αποτελέσματα των δυο αναμετρήσεων του Μαϊου και του Ιουνίου του 2012 και με σαφή επιρροή του γερμανικού παράγοντα και του ΔΝΤ. “Ουδείς αναμάρτητος”, είχε δηλώσει εκ των υστέρων ο τότε πρωθυπουργός για να δικαιολογήσει την συγκυβέρνηση που μερικές εβδομάδες πριν έμοιαζε εντελώς ανέφικτη.

2.Τι θέλει, πλέον, η κοινή γνώμη;

Μετά το 2018 και την έξοδο από τα μνημόνια που φέρει καθαρά την υπογραφή Τσίπρα άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται η άποψη περί επιστροφής στην κανονικότητα. Το συναίσθημα αυτό έγινε ακόμα εντονότερο μετά την μεγάλη νίκη Μητσοτάκη τον Ιούλιο του 2019. Έκτοτε, η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης τροφοδοτεί αυτό το συναίσθημα και πάνω από δύο χρόνια μετά αρκετοί θιασώτες της “αναγκαιότητας” των συνεργασιών έχουν αρχίσει και διολισθαίνουν στην αντίληψη ότι οι κυβερνητικές αυτοδυναμίες παράγουν σταθερότητα. ‘Ενα τμήμα της κοινωνίας ξορκίζει τις συμμαχίες ίσως επειδή παραπέμπουν σε (μνημονιακές) εποχές που θέλει να ξεχάσει. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα, βεβαίως, και ειδικότερα η ενίσχυση του διπολισμού -μετά την περίοδο του κατακερματισμού- αναπαράγει στερεότυπα που ανακαλούνται από τις περιόδους του υπερδανεισμού, του πελατειακού κράτους και, εν τέλει, της οικονομικής χρεοκοπίας. Η ίδια η κοινωνία, αλλά και μερίδα του πολιτικού και μιντιακού συστήματος, ουδέποτε στάθηκαν απολογιστικά απέναντι σε όσα συνέβησαν πριν το 2010. Η συζήτηση αυτή δεν έγινε και ελάχιστοι επικαλούνται τις ευθύνες των μονοκομματικών και “ισχυρών” κυβερνήσεων. Οι καιροί έχουν παρέλθει και με όλα τα παραπάνω η αυτοδυναμία ανακτά -μάλλον παραπλανητικά- την αίγλη που απώλεσε εξαιτίας της καταστροφής της χώρας που οδήγησε στα αποικιοκρατικού τύπου μνημόνια.

3. Η αδυναμία (;) ορισμού της “προοδευτικής διακυβέρνησης”:

Ο Αλέξης Τσίπρας θέτει ένα δίλημμα λογικό αλλά δύσκολο. Όταν μιλά για ένα συνεργατικό κυβερνητικό σχήμα προοδευτικής κατεύθυνσης πρέπει να κατορθώσει να ορίσει εκ νέου και με σαφήνεια την έννοια “προοδευτικότητα”, κυρίως, όμως, να προσδιορίσει σε ποιους απευθύνεται. Από εντελώς πρακτική σκοπιά και υπό την θέα των σημερινών πολιτικών συσχετισμών, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται να έχει κατά νου το Κίνημα Αλλαγής και το Μερα25. Ούτε την Ελληνική Λύση μπορεί να εννοεί, ούτε, φυσικά, το ΚΚΕ που δηλώνει πεντακάθαρα πως δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε μια τέτοια κυβέρνηση. Ακόμα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τις καλύτερες προθέσεις και έχει, όντως, χειραφετηθεί μετά την περιπέτεια της διακυβέρνησης και της εφαρμογής του τρίτου μνημονίου, δεν είναι εύκολο να πείσει πως μπορεί να δρομολογηθεί μια τέτοια συνεργασία. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης (ΔΕΘ) έσπευσε να υπονομεύσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο επισημαίνοντας την συνύπαρξη Τσίπρα-Βαρουφάκη, το 2015, εξαιρώντας -καθόλου τυχαίο- την Φώφη Γεννηματά. Η δε τελευταία είναι βέβαιο πως μέχρι την ώρα των εκλογών θα διεκδικεί την αυτονομία της και θα αρνείται τις έμμεσες προτάσεις Τσίπρα, ενισχύοντας την αβεβαιότητα και την σύγχυση του εκλογικού κοινού.

Βεβαίως, ο Τσίπρας έχει δίκιο όταν λέει πως η πρώτη αναμέτρηση με απλή αναλογική μπορεί να αποδειχθεί εμβρυουλκός σεισμικών εξελίξεων. Νέα κόμματα μπορεί να εμφανισθούν και σε κάθε περίπτωση η διαφορά μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος θα επιδράσει από μόνη της.

Στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κερδίσει “έστω και με μία ψήφο” -όπως έχει πει ο πρόεδρός του-, τα πράγματα γίνονται ευκολότερα. Εφόσον, όμως, νικητής είναι η Ν.Δ δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο άλλη να είναι η συμπεριφορά της εάν η διαφορά από τον δεύτερο ΣΥΡΙΖΑ είναι μικρή (π.χ κάτω από 5 μονάδες), κι άλλη εάν είναι μεγάλη αλλά χωρίς αυτοδυναμία. Στην δεύτερη περίπτωση, το δίλημμα της περί αυτοδυναμίας θα γίνει ισχυρότερο και πρέπει να θεωρείται περίπου βέβαιο πως θα την κατακτήσει στην επαναληπτική αναμέτρηση με το νέο εκλογικό νόμο του κλιμακωτού μπόνους.

4. Η “χημεία” των προσώπων και η πόλωση:

Σημαντικό ρόλο θα παίξουν στην επόμενη διπλή (;) αναμέτρηση το οξύ κλίμα αντιπαράθεσης που καλλιεργείται σταδιακά και φέρει την υπογραφή του πρωθυπουργού. “Έχω εξαντλήσει κάθε προσπάθεια συναίνεσης με όλους τους πολιτικούς χώρους”, είπε από το βήμα τηςΔΕΘ και αυτό συνιστά μια σαφή στρατηγική την οποία θα υπηρετήσει και μάλιστα με κλιμακούμενη ένταση μέχρι τις εκλογές. Σε αυτό το κλίμα πόλωσης και σκληρού διπολισμού θα ακουστούν βαριές κατηγορίες και θα εξαπολυθούν προσωπικές επιθέσεις κατά πολύ χειρότερες από εκείνες που είχαν ακουστεί πριν τις διπλές εκλογές του 2012 (μεταξύ Σαμαρά και Βενιζέλου). Αρνητικό ρόλο θα παίξει, αναμφίβολα, και το χάσμα που χωρίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον Αλέξη Τσίπρα. Είναι δύο προσωπικότητες που παράγουν αντιπαραθέσεις και δύσκολο μπορεί να σκεφτεί κανείς πως θα μπορούσαν αν συνεργαστούν. Ακόμα κι αν εξωθεσμικοί ή εξωτερικοί παράγοντες θα ήθελαν να δοκιμάσουν ένα τέτοιο “πείραμα” σταθερότητας υπό το πρίσμα των μεγάλων επιχειρηματικών και οικονομικών σχεδίων, η “χημεία” Μητσοτάκη-Τσίπρα φαίνεται να είναι απαγορευτική.

Εν κατακλείδι, τα διλήμματα που άρχισαν να περιγράφουν οι δύο πολιτικοί αντίπαλοι οδηγούν αργά αλλά σταθερά σε μία συγκρουσιακή και ίσως “δηλητηριώδη” πολιτική περίοδο.

Εκτός, όμως, από τα διλήμματα υπάρχουν και οι στρατηγικές για την ίδια τη χώρα και την κοινωνία που θα επηρεάσουν το εκλογικό σώμα. Επ’ αυτού και οι δύο πλευρές έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ο πρωθυπουργός αποκάλυψε έμμεσα τα δικά του μειονεκτήματα εστιάζοντας, από την ΔΕΘ, στις νεότερες ηλικίες και τη μεσαία τάξη. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει γρήγορα να παρουσιάσει ολοκληρωμένο σχέδιο που να δίνει διεξόδους σε κοινωνικά στρώματα που αισθάνονται αποκλεισμένα, χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείπει στον αντίπαλό του το πεδίο των επενδύσεων, των (λελογισμένων) ιδιωτικοποιήσεων, της επιχειρηματικότητας και εν γένει της ανάπτυξης.