Αλήθειες και (κυβερνητικά) ψέματα για την κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης

 Αλήθειες και (κυβερνητικά) ψέματα για την κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης

Στο δημόσιο πολιτικό και επιστημονικό διάλογο που διεξάγεται για την κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής επικουρικής ασφάλισης  στην χώρα  μας, θα πρέπει να διευκρινιστούν και να επισημανθούν, σοβαρά λάθη, παραλείψεις και παρανοήσεις. Καταρχήν, σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και την Διεθνή Ένωση Κοινωνικής Ασφάλισης τα συνταξιοδοτικά συστήματα ασφάλισης αποτελούνται από τον πρώτο πυλώνα (κύρια  και επικουρική  ασφάλιση) που συνιστά την δημόσια κοινωνική ασφάλιση ως υποχρεωτική και καθολική.

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, και  Βασίλειου Γ. Μπέτση

Τον  δεύτερο  πυλώνα ασφάλισης που είναι τα επαγγελματικά ταμεία ασφάλισης (εισαγωγή  στην Ελλάδα με  τα  άρθρα 7  και  8 του Ν.3029/2002 και Ν.4680/2020), προαιρετικής ασφάλισης νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και το τρίτο  πυλώνα ασφάλισης που είναι η ιδιωτική ασφάλιση σε ασφαλιστικές εταιρείες κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

Επιπλέον  τoυ  Συντάγματος (άρθρο 20, παράγρ. 5)  και το  περιεχόμενο των   αποφάσεων (2287/2015 και 1890/2019) του ΣτΕ  το  οποίο υιοθετήθηκε  από  τον Ν. 4670/2020, καταλήγουν  με  τεκμηριωμένο  τρόπο  στο  συμπέρασμα ότι  ο πρώτος πυλώνας της κοινωνικής ασφάλισης  περιλαμβάνει  την  κύρια και την επικουρική κοινωνική ασφάλιση.

Κατά  συνέπεια  αποδεικνύεται  με σαφήνεια  ότι η επικουρική  ασφάλιση-σύνταξη  προστατεύεται από  το  Σύνταγμα, τη Νομοθεσία  και  τη Νομολογία  με «τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο  και  εύρος  όπως  και  η  κύρια  ασφάλιση-σύνταξη», γεγονός που αναδεικνύει  ότι η  απόπειρα ένταξης  της  επικουρικής  ασφάλισης, από  κυβερνητικούς  παράγοντες,  στο δεύτερο  πυλώνα  αποτελεί  από  κάθε  άποψη  σοβαρό λάθος.

Κι αυτό γιατί δεν συνιστά επαγγελματικό  ταμείο αλλά  κοινωνική ασφάλιση  και  ως  εκ  τούτου  δεν  επιδέχεται  καμία  τροποποίηση ή αλλαγή  της  φύσης, του  χαρακτήρα, της  οργάνωσης  και της  παραχώρησης  των  δραστηριοτήτων  της  σε  ιδιωτικά  συμφέροντα αφού πρόκειται  περί αποκλειστικής  δημόσιας  λειτουργίας (Α.Μητρόπουλος, 2018).

Αυτό  σημαίνει  ότι  η επιλογή, σύμφωνα  με  κυβερνητικούς  παράγοντες,  της  κρατικής (π.χ. ΑΕΔΑΚ)  και  όχι  της  ιδιωτικής  συγκέντρωσης ή  διαχείρισης  των  πόρων (εισφορών)  της  κεφαλαιοποιημένης  επικουρικής  ασφάλισης-σύνταξης, αποτελεί  ουσιαστικά  λανθασμένη  απόπειρα  παράκαμψης  του  Συντάγματος, της  Νομοθεσίας  και  της  Νομολογίας  της  χώρας  μας. Επιπλέον,  σε  λειτουργικό  επίπεδο οι  εργασίες  συγκέντρωσης  ή  διαχείρισης  των  πόρων (εισφορών) θα  εκχωρηθούν  σε  εξωτερικούς  επιχειρηματικούς  σχηματισμούς (outsourcing ή ΣΔΙΤ), δηλαδή  σε  ιδιωτικές  ασφαλιστικές  εταιρείες  και  εταιρείες  διαχείρισης  κεφαλαίων.

Παράλληλα, υποστηρίζεται λανθασμένα ότι με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης υιοθετείται το Σουηδικό μοντέλο. Όμως  στην Σουηδία,  είναι  ενδιαφέρον  να  γνωρίζουμε ότι  η κύρια ασφάλιση-σύνταξη  λειτουργεί  με το διανεμητικό σύστημα νοητών ατομικών λογαριασμών, όπως λειτουργεί σήμερα η επικουρική ασφάλιση στην χώρα μας και έχουν δημιουργήσει από  την  αρχή  και  ένα  κεφαλαιοποιητικής  λειτουργίας δεύτερο πυλώνα  χωρίς να  προκαλείται κάποιο κόστος μετάβασης. Δηλαδή, δεν έχει μετατραπεί ένα διανεμητικό σύστημα σε κεφαλαιοποιητικό,  φροντίζοντας  ακριβώς  να μην επιβαρύνουν τους φορολογούμενους πολίτες   με  το κόστος μετάβασης.

Επομένως,  είναι  λάθος  να  συγχέεται  το Σουηδικό μοντέλο  με  αυτό  που  επιχειρείται  εκ μέρους της   κυβέρνησης  αφού δεν έχει καμία σχέση με το  μοντέλο συντάξεων  που  ισχύει  στην  Σουηδία.

Επιπλέον, η επιλογή να ενταχθούν στην κεφαλαιοποιητική  επικουρική ασφάλιση και  οι  ήδη εργαζόμενοι-ασφαλισμένοι στο υπάρχον  σύστημα (ΕΤΕΑΕΠ), προκειμένου να ενισχυθεί πληθυσμιακά η κεφαλαιοποιητική ασφάλιση, θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το ισχύον σύστημα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος μετάβασης το  οποίο  θα  επιβαρυνθούν οι σημερινοί και οι μελλοντικοί φορολογούμενοι πολίτες  διαμέσου  της φορολογίας τους.

Ειδικότερα, η επιλογή  ένταξης στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα και πληθυσμιακών ομάδων που δεν έχουν σήμερα επικουρική σύνταξη,  όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αγρότες, δεν αποτελεί ορθολογική επιλογή γιατί οι συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες μπορούν να δημιουργήσουν προαιρετικά και μη  κερδοσκοπικού  χαρακτήρα κεφαλαιοποιητικά επαγγελματικά ταμεία από το μηδέν, χωρίς  την  πρόκληση  του  κόστους μετάβασης, με όποιο ποσοστό εισφορών επιθυμούν και  αυτοτελούς  διαχείρισης από  τις ίδιες ομάδες προς όφελος των  εργαζομένων-ασφαλισμένων  του επαγγελματικού τους κλάδου. Έτσι  κατ΄αυτόν  τον  τρόπο  θα  αποφευχθεί  κάθε  εκμετάλλευση  των  κεφαλαίων τους  από  εταιρείες που θα διαχειριστούν τα κεφάλαια των εισφορών τους.

Παράλληλα, υποστηρίζεται  λανθασμένα ότι η επένδυση των εισφορών των ασφαλισμένων της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής σύνταξης θα έχει ως τελικό αποτέλεσμα την αύξηση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης, αφού  ένα  τέτοιο  συμπέρασμα δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά από καμία μελέτη (Orszag and Stiglitz, 2000, N. Barr, 2000).

Επίσης, δεν επαληθεύεται  η  άποψη  που  διατυπώνεται  από  κυβερνητικούς  παράγοντες ότι με την κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη, διαφοροποιείται ο ασφαλιστικός κίνδυνος. Κι αυτό  γιατί  ο ασφαλιστικός κίνδυνος δεν είναι σαν τον χρηματοοικονομικό επενδυτικό κίνδυνο, προκειμένου να εφαρμοσθούν κάποιες τεχνικές διαφοροποίησης κινδύνων. Ο δημογραφικός κίνδυνος είναι εγγενής σε όλα τα συνταξιοδοτικά συστήματα είτε λειτουργούν με το αναδιανεμητικό, είτε με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα.

Επιπλέον υποστηρίζεται ότι στο νέο  κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα ασφαλίζεται ο κίνδυνος του γήρατος και της αναπηρίας.

Όμως, επειδή  η παροχή καθορίζεται μόνο από τις ατομικές εισφορές του κάθε ασφαλισμένου και ως  εκ  τούτου  δεν ενυπάρχει κανένα στοιχείο αλληλεγγύης, ένας ασφαλισμένος που καταστεί ανάπηρος από ατύχημα σε μικρή ηλικία θα έχει συσσωρεύσει έναν μικρό ποσό  στον  ατομικό  του  λογαριασμό (κουμπαρά) με αποτέλεσμα να λάβει μια πενιχρή σύνταξη.

Στην περίπτωση που επιλεγεί να υπάρχει ένα ελάχιστο όριο, δηλαδή να  χορηγείται ένα ποσό που μπορεί να μην αντιστοιχεί στις καταβαλλόμενες  εισφορές του ασφαλισμένου, δηλαδή να λάβει σύνταξη μεγαλύτερη από τις εισφορές του, τότε θα προκύψουν δύο προβλήματα.

Το πρώτο είναι  η  δημιουργία εγγύησης από το κράτος  το  οποίο  θα πρέπει να υπολογίζει αυτή την αναλογιστική του υποχρέωση κάθε χρόνο και να την καταγράφει στον Κρατικό  Προϋπολογισμό, αυξάνοντας έτσι  το έλλειμμα της χώρας. Το δεύτερο  είναι  ότι  αυτοί που θα χρηματοδοτούν το κατώτατο αυτό όριο θα είναι οι εργαζόμενοι-ασφαλισμένοι που ζουν  κατά μέσο όρο λιγότερο από το προσδόκιμο ζωής, δηλαδή αυτοί που  αποβιώνουν σε μικρότερη ηλικία από το προσδόκιμο ζωής. Αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  σύμφωνα  με  σχετικές  μελέτες  είναι αυτοί που δεν έχουν καλή υγεία, εργάζονται, κατά βάση, κάτω από δύσκολες και  ανθυγιεινές  συνθήκες  εργασίας και  δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα  διάθεσης  ιδιωτικών πόρων  για την βελτίωση  του  επιπέδου  της  υγείας  τους.

Τέλος, το κόστος μετάβασης υποστηρίζεται ότι θα κυμανθεί ανάλογα με τις υποθέσεις εργασίας από 35 μέχρι 55 δισ. ευρώ. Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα το κόστος μετάβασης εκτιμάται από 57  μέχρι 67 δισ. ευρώ,  ανάλογα με το μέσο ύψος της σύνταξης που θα χορηγείται στους ασφαλισμένους και το επιτόκιο, προκειμένου να  υπολογισθούν οι μελλοντικές παροχές σε παρούσες αξίες.

Αν υποθέσουμε ότι το μέσο μηνιαίο  επίπεδο της επικουρικής  σύνταξης  διατηρηθεί  στο  επίπεδο  του Αυγούστου του 2020 (190 ευρώ) και χρησιμοποιηθεί για την προεξόφληση των χρηματοροών η καμπύλη επιτοκίων της EIOPA (Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή Ασφάλισης), τότε το κόστος μετάβασης θα προσεγγίσει τα 67 δισ. ευρώ. Ενώ χρησιμοποιώντας ως επιτόκιο προεξόφλησης το επιτόκιο των μελετών του Ν. 4670/2020 και μέσο επίπεδο μηνιαίας  σύνταξης  190 ευρώ, τότε το κόστος μετάβασης εκτιμάται στα 62 δις ευρώ.

Άρα, η εκτίμηση των 35 δισ. μέχρι των 55 δισ. ευρώ αναδεικνύει δύο σοβαρά ζητήματα.

Είτε υπονοείται μεγάλη μείωση των επικουρικών συντάξεων δηλαδή κάτω  των 140 ευρώ τα επόμενα έτη, είτε  χρησιμοποιείται ένα επιτόκιο προεξόφλησης τόσο υψηλό, το οποίο λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, είναι βέβαιο ότι δεν  θα  είναι  αποδεκτό  αφού θα θεωρείται υπερβολικά αισιόδοξο σενάριο, το  οποίο  θα  προσεγγίζει τα   εκτός  πραγματικότητας  όρια του  προεξοφλητικού  επιτοκίου.

*ομότ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, υποψ. διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου

Σχετικά Άρθρα