Οικονομία: Οι κινήσεις το 2026 για ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους

 Οικονομία: Οι κινήσεις το 2026 για ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους

Βασικό εργαλείο του οικονομικού επιτελείου για την επίτευξη για την οριστική αποκατάσταση της πιστοληπτικής εικόνας της Ελλάδας και την επιστροφή της στην κατηγορία Α, είναι η συστηματική μείωση του δημόσιου χρέους, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε απόλυτα μεγέθη. Ο σχεδιασμός προβλέπει την αποκλιμάκωσή του κάτω από το 120% του ΑΕΠ έως το 2029, γεγονός που καθορίζει τις επιλογές της κυβέρνησης στη διαχείριση του χρέους σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Σε αυτή τη στρατηγική εντάσσεται η πρόσφατη πρόωρη αποπληρωμή ύψους 5,3 δισ. ευρώ από τα διμερή δάνεια που είχε λάβει η χώρα το 2010 από τα κράτη της Ευρωζώνης, μέσω του μηχανισμού Greek Loan Facility.

Πρόκειται για δάνεια συνολικού ύψους περίπου 52,9 δισ. ευρώ, τα οποία αποτέλεσαν τον βασικό πυλώνα χρηματοδότησης της Ελλάδας στο αρχικό στάδιο της κρίσης, πριν από την ενεργοποίηση των διαδοχικών προγραμμάτων στήριξης.

Τα συγκεκριμένα δάνεια είχαν συμφωνηθεί με ευνοϊκούς όρους, χαμηλό κόστος και μεγάλη διάρκεια, με αποπληρωμές που εκτείνονταν έως τις αρχές της δεκαετίας του 2040. Ωστόσο, ακριβώς λόγω του μεγάλου χρονικού τους εύρους, επηρεάζουν καθοριστικά τη δομή και τη δυναμική του δημόσιου χρέους. Για τον λόγο αυτό, η πρόωρη εξόφλησή τους δεν αντιμετωπίζεται ως αποσπασματική ενέργεια, αλλά ως συνειδητή επιλογή αναδιάρθρωσης του χρέους με στόχο τη μείωση των μελλοντικών πιέσεων.

Η τελευταία παρέμβαση δεν περιορίστηκε στην κάλυψη μεμονωμένων υποχρεώσεων. Αντίθετα, επηρέασε το χρονοδιάγραμμα πληρωμών ολόκληρων ετών: εξοφλήθηκαν πλήρως τμήματα δόσεων που αφορούσαν το 2041, μειώθηκαν σημαντικά οι υποχρεώσεις του 2040, ενώ περιορίστηκαν κατά 15% οι ετήσιες καταβολές της περιόδου 2033–2039. Με τον τρόπο αυτό, επιτυγχάνεται ουσιαστική αποσυμπίεση των μελλοντικών χρηματοδοτικών αναγκών, με ετήσια εξοικονόμηση που ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.

Η πολιτική αυτή δεν αποτελεί νεότερη επιλογή. Από το 2019, η Ελλάδα ακολούθησε την ίδια λογική αρχικά με τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τα οποία αποπληρώθηκαν σταδιακά και τελικά εξοφλήθηκαν πλήρως. Στη συνέχεια, η στρατηγική επεκτάθηκε στα διμερή δάνεια της Ευρωζώνης, με επιταχυνόμενες πληρωμές τα έτη 2022, 2023 και κυρίως το 2024, οδηγώντας σε αισθητή συρρίκνωση του σχετικού υπολοίπου.

Σήμερα, περισσότερα από 26 δισ. ευρώ από τα διμερή δάνεια έχουν ήδη εξοφληθεί, ενώ το υπόλοιπο, περίπου 26,3 δισ. ευρώ, δεν ακολουθεί πλέον το αρχικό σχήμα αποπληρωμής που προέβλεπε σχεδόν ισόποσες δόσεις έως το 2041. Οι πρόωρες αποπληρωμές έχουν μεταβάλει ουσιαστικά τη διάρθρωση αυτών των υποχρεώσεων, καθιστώντας το προφίλ του χρέους πιο διαχειρίσιμο και λιγότερο ευάλωτο σε μελλοντικές διακυμάνσεις.

Συνολικά, έως το 2025, η χώρα έχει μειώσει τον δανεισμό της με ταχύτερους ρυθμούς κατά περίπου 29 δισ. ευρώ και έχει περιορίσει το κόστος τόκων κατά 3,5 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου, ο οποίος μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο για στοχευμένες κοινωνικές και φορολογικές παρεμβάσεις όσο και για την ενίσχυση των ταμειακών αποθεμάτων, διασφαλίζοντας τη συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες και τη διατήρηση του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ.

Παράλληλα, η ύπαρξη ισχυρών ταμειακών διαθεσίμων ενισχύει την ανθεκτικότητα της οικονομίας απέναντι σε απρόβλεπτες εξωτερικές κρίσεις και περιορίζει την ανάγκη άμεσης προσφυγής στις αγορές υπό δυσμενείς συνθήκες.

Για το 2026, ο σχεδιασμός προβλέπει περιορισμένο νέο δανεισμό, της τάξης των 8 δισ. ευρώ, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου αναμένεται να παραμείνουν σε επίπεδα άνω των 35 δισ. ευρώ. Το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία, προσεγγίζοντας το 138%, με παράλληλη μείωση και σε απόλυτους αριθμούς. Η μέση διάρκεια του χρέους, που παραμένει πάνω από τα 16 έτη, προσφέρει στη χώρα σημαντικό βαθμό ευελιξίας στον χρόνο και στον τρόπο εξόδου στις αγορές.

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους επεξεργάζεται πρόσθετες παρεμβάσεις για την περαιτέρω επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους, μετατρέποντας βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σε μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, ενισχύοντας έτσι τη συνολική βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας.