Το 2025 έσπασε το… παραδοσιακό “ταμπού” του πολέμου-Δεν χρειάζεται πλέον να κηρυχθεί για να ξεκινήσει

 Το 2025 έσπασε το… παραδοσιακό “ταμπού” του πολέμου-Δεν χρειάζεται πλέον να κηρυχθεί για να ξεκινήσει

Το 2025 δεν ήταν μια χρονιά όπου «ο κόσμος κινδύνεψε να μπει σε πόλεμο». Ήταν μια χρονιά όπου ο κόσμος ήταν ήδη σε πόλεμο — απλώς σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Η σύγκρουση Ρωσίας–Ουκρανίας συνέχισε να αναδιαμορφώνει την ευρωπαϊκή ασφάλεια, ο πόλεμος Ισραήλ–Χαμάς και η ευρύτερη αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή κράτησαν ανοιχτό ένα ανθρωπιστικό και γεωπολιτικό ρήγμα, ενώ το Σουδάν και η Υεμένη παρέμειναν σύμβολα ενός κόσμου όπου η βία γίνεται χρόνια κατάσταση. Όμως το πραγματικό σοκ του 2025 δεν ήταν μόνο τα ενεργά μέτωπα· ήταν οι συγκρούσεις που δεν έπρεπε «να ανάψουν» — κι όμως έφτασαν τόσο κοντά, ώστε να μοιάζουν με γενική πρόβα για το 2026.

Η χρονιά έγραψε ένα νέο δόγμα: ο πόλεμος δεν χρειάζεται να κηρυχθεί για να ξεκινήσει. Αρκεί να δοκιμαστεί σε δόσεις, να μετρηθούν αντιδράσεις, να βαφτιστεί «αποτροπή» και να παρουσιαστεί ως αναγκαία κίνηση «ασφάλειας».

Η πιο επικίνδυνη από αυτές τις «παραλίγο» ιστορίες ήταν, στην πραγματικότητα, πόλεμος: η σύγκρουση Ισραήλ–Ιράν τον Ιούνιο του 2025, ένας πόλεμος 12 ημερών που έσπασε το ταμπού της άμεσης αναμέτρησης. Ξεκίνησε με ισραηλινά πλήγματα σε ιρανικούς στρατιωτικούς και πυρηνικούς στόχους και κλιμακώθηκε με την απάντηση της Τεχεράνης: πυραυλικές επιθέσεις και επιθέσεις με μη επανδρωμένα κατά του Ισραήλ, σε κύματα που δοκίμασαν την αντιαεροπορική άμυνα και έστειλαν το μήνυμα ότι η έμμεση σύγκρουση μπορεί να γίνει άμεση μέσα σε μία νύχτα. Η κατάληξη δεν ήταν «λύση», αλλά μια εύθραυστη παύση που επετεύχθη υπό διεθνείς πιέσεις και με εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς, σύμφωνα με αναλύσεις και ρεπορτάζ, προηγήθηκαν και αμερικανικά πλήγματα σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις πριν από την εκεχειρία. Το μάθημα για το 2026 είναι σκληρό: όταν δοκιμάζεται το όριο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα υπάρξει πάντα φρένο — ειδικά όταν η ένταση τροφοδοτείται από πυρηνικό άγχος, περιφερειακούς συμμάχους και εσωτερικές πολιτικές ανάγκες.

Στην Ασία, το μέτωπο Κίνας–Ταϊβάν δεν «άνοιξε» ως θερμός πόλεμος, αλλά το 2025 περιλάμβανε κινήσεις που έμοιαζαν με πρόβα αποκλεισμού. Η Κίνα πραγματοποίησε μεγάλης κλίμακας ασκήσεις γύρω από το νησί, τις οποίες χαρακτήρισε «αυστηρή προειδοποίηση» κατά των «αποσχιστικών κινήσεων», και η Ταϊβάν απάντησε με ανάπτυξη ναυτικών δυνάμεων και επιχειρησιακή ετοιμότητα. Το κρίσιμο εδώ δεν είναι μόνο ο κίνδυνος ενός στρατιωτικού επεισοδίου· είναι ότι η στρατηγική της πίεσης μπορεί να μετατραπεί σε οικονομική ασφυξία: έλεγχος θαλάσσιων οδών, περιορισμοί, «τελωνειακές» ή επιχειρήσεις της ακτοφυλακής που λειτουργούν σαν πολιορκία χωρίς να λέγεται πολιορκία. Και αυτό είναι το είδος της σύγκρουσης που, αν ξεφύγει, δεν θα πλήξει μόνο την Ταϊβάν: θα χτυπήσει την παγκόσμια αλυσίδα τεχνολογίας, την παραγωγή ημιαγωγών και την ίδια την ιδέα ότι το εμπόριο μπορεί να συνεχίζεται ανεπηρέαστο από τη γεωπολιτική.

Στη Λατινική Αμερική, η περίπτωση της Βενεζουέλας προσέφερε ένα διαφορετικό, αλλά εξίσου ανησυχητικό, μοντέλο κλιμάκωσης: την πίεση που φοράει τη μάσκα της «νομιμότητας». Τον Δεκέμβριο, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ προχώρησε σε κινήσεις που παρουσιάστηκαν ως επιβολή κυρώσεων και «αντι-τρομοκρατική» πολιτική, με μέτρα που παραπέμπουν σε ναυτικό αποκλεισμό δεξαμενόπλοιων που συνδέονται με τη Βενεζουέλα, καθώς και σε στοχοποίηση δικτύων όπως το «Καρτέλ των Ήλιων» σε πλαίσιο ξένης τρομοκρατικής οργάνωσης. Η σημασία δεν είναι μόνο το αν ένα μέτρο θα εφαρμοστεί πλήρως· είναι η μετατόπιση: όταν η γλώσσα της πολιτικής αρχίζει να φλερτάρει με όρους που στο διεθνές δίκαιο αγγίζουν την έννοια της πολεμικής ενέργειας, τότε η σύγκρουση γίνεται «πιθανότητα με ημερομηνία λήξης» — και η επόμενη κίνηση μπορεί να μην είναι διπλωματική, αλλά στρατιωτική.

Αν το 2025 είχε έναν ενιαίο υπόγειο παλμό, ήταν αυτός: η αποτροπή έγινε πιο επιθετική, πιο αμφίσημη, πιο «γκρίζα». Οι ηγεσίες δεν απέφυγαν τον πόλεμο επειδή βρήκαν ειρήνη, αλλά επειδή φοβήθηκαν το κόστος ενός ανεξέλεγκτου ντόμινο. Όμως η διαρκής κλιμάκωση σε μικρές δόσεις έχει ένα τίμημα: κανονικοποιεί την ιδέα ότι οι κανόνες μπορούν να παρακάμπτονται «για λίγο», ότι τα πλήγματα σε υποδομές είναι «μήνυμα», ότι οι αποκλεισμοί είναι «διοικητικό μέτρο», ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις είναι «ρουτίνα».

Κάπως έτσι, το 2026 κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε κάτι που δεν θα μοιάζει με ξαφνική έκρηξη, αλλά με το φυσικό επόμενο βήμα μιας χρονιάς που ήδη έκανε την πρόβα. Το πιο ανησυχητικό ερώτημα δεν είναι αν «θα ξεσπάσει» ένας νέος πόλεμος. Είναι αν, όταν έρθει η επόμενη κλιμάκωση, ο κόσμος θα έχει πια χάσει την ικανότητα να τη διακρίνει εγκαίρως — επειδή θα του φαίνεται απλώς άλλη μία μέρα στο χείλος.