Ανάλυση: Θα λυγίσει ο Μαδούρο από την οικονομική ασφυξία του… “ειρηνοποιού” Τραμπ;
Η νέα κλιμάκωση της αμερικανικής πίεσης κατά της Βενεζουέλας επαναφέρει στο προσκήνιο ένα παλιό αλλά ανοιχτό ερώτημα: μπορεί η οικονομική ασφυξία, ο ναυτικός αποκλεισμός και η στοχευμένη επίθεση στον πετρελαϊκό πνεύμονα της χώρας να οδηγήσουν στην αποχώρηση του Νικολάς Μαδούρο από την εξουσία; Η κατάσχεση δεύτερου δεξαμενόπλοιου που μετέφερε πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα, ανοιχτά των ακτών της χώρας, σηματοδοτεί μια νέα φάση της στρατηγικής της Ουάσιγκτον υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, η οποία δεν περιορίζεται πλέον σε κυρώσεις και ρητορικές απειλές, αλλά αποκτά χαρακτηριστικά έμμεσης στρατιωτικής αντιπαράθεσης.
Ταυτόχρονα, αναζωπυρώνει τις συζητήσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ για τα όρια της προεδρικής εξουσίας, τη νομιμότητα τέτοιων ενεργειών και τον κίνδυνο ενός πολέμου «χωρίς επίσημη κήρυξη».
Η αμερικανική κυβέρνηση αιτιολογεί την πολιτική της επικαλούμενη την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης της αμερικανικής επιρροής στη Λατινική Αμερική, μια περιοχή που εξακολουθεί να θεωρείται από την Ουάσιγκτον ζωτικής σημασίας για τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ.
Η Βενεζουέλα παρουσιάζεται ως «σημείο εκκίνησης» για μια ευρύτερη στρατηγική σταθεροποίησης του δυτικού ημισφαιρίου, με επόμενο πιθανό στόχο την Κούβα. Η σύμπλευση αυτής της πολιτικής με τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ δείχνει ότι δεν πρόκειται για αποσπασματικές κινήσεις, αλλά για μια συνειδητή επιλογή κλιμάκωσης.
- Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν οι δηλώσεις της Σούζι Γουάιλς, επικεφαλής του προσωπικού του Λευκού Οίκου, η οποία μίλησε ανοιχτά για στόχο ανατροπής του προέδρου της Βενεζουέλας, αποκαλύπτοντας ότι ο Τραμπ θεωρεί τη συνεχή καταστροφή ή κατάσχεση πλοίων ως μέσο εξαναγκασμού του Μαδούρο σε «παράδοση». Παράλληλα, η Ουάσιγκτον έχει ενισχύσει εντυπωσιακά τη στρατιωτική παρουσία της στην Καραϊβική, με δεκάδες πολεμικά πλοία, αεροσκάφη και περίπου 15.000 στρατιώτες να επιχειρούν κοντά στις ακτές της Βενεζουέλας, σε μια επίδειξη ισχύος που ο ίδιος ο Τραμπ χαρακτήρισε ως τη μεγαλύτερη στην ιστορία της Νότιας Αμερικής.
Ωστόσο, αυτή η στρατηγική φέρνει μαζί της και το φάσμα του πολέμου. Παρά το προφίλ του «ειρηνοποιού» που επιδιώκει να καλλιεργεί, ο Τραμπ δεν απέκλεισε δημόσια το ενδεχόμενο στρατιωτικής σύγκρουσης, απαιτώντας μάλιστα την «επιστροφή» πετρελαϊκών δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων που, κατά την άποψή του, η Βενεζουέλα «αφαίρεσε» από αμερικανικές εταιρείες μετά την εθνικοποίηση του πετρελαϊκού τομέα το 1976. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στο Κογκρέσο, καθώς το αμερικανικό Σύνταγμα προβλέπει σαφώς ότι οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια απαιτεί κοινοβουλευτική έγκριση. Δημοσκοπήσεις δείχνουν μάλιστα ότι η πλειονότητα των Αμερικανών αντιτίθεται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά της Βενεζουέλας.
Στο επίκεντρο της σύγκρουσης βρίσκεται το πετρέλαιο, που αποτελεί πάνω από το 80% των εξαγωγών της χώρας και σχεδόν το 90% των κρατικών εσόδων. Σύμφωνα με διεθνείς εκτιμήσεις, περίπου 11 εκατομμύρια βαρέλια βενεζουελανικού αργού παραμένουν εγκλωβισμένα σε δεξαμενόπλοια ανοιχτά των ακτών, γεγονός που επιδεινώνει δραματικά την ήδη καταρρέουσα οικονομία. Η κοινωνική κατάσταση είναι οριακή: σχεδόν το 80% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας, αποτέλεσμα χρόνιων σοσιαλιστικών πολιτικών, διαφθοράς και διεθνούς απομόνωσης.
- Αναλυτές διχάζονται ως προς το αν αυτή η οικονομική πίεση αρκεί για να ρίξει τον Μαδούρο. Η Μελίσα Φορντ Μαλδονάδο, επικεφαλής πρωτοβουλίας για το δυτικό ημισφαίριο σε αμερικανικό think tank, υποστηρίζει ότι το καθεστώς πλήττεται στο πιο ευάλωτο σημείο του, καθώς χωρίς πετρελαϊκά έσοδα ο πρόεδρος της Βενεζουέλας δεν μπορεί να εξαγοράσει τη νομιμοφροσύνη των στρατηγών και των δικτύων εξουσίας που τον στηρίζουν. Άλλοι, όπως ο Τζορτζ Γκραϊσάτι, τονίζουν ότι μόνο ένας συνδυασμός κυρώσεων, διεθνούς απομόνωσης και κατασχέσεων μπορεί να έχει αποτέλεσμα.
Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη. Ο Κέιλι Μπράουν, ειδικός σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας, εκτιμά ότι τα αυταρχικά καθεστώτα συχνά προσαρμόζονται, στρεφόμενα σε παράνομες πηγές εσόδων, ενώ ο Μαδούρο δείχνει διαχρονικά αδιαφορία για το κοινωνικό κόστος των κυρώσεων. Επιπλέον, η αφήγηση περί «νεοαποικιακής λεηλασίας» από τις ΗΠΑ ενδέχεται να ενισχύσει το εσωτερικό του ακροατήριο, συσπειρώνοντας ακόμη και τμήματα της αντιπολίτευσης γύρω από ζητήματα εθνικής κυριαρχίας.
Το αδιέξοδο είναι εμφανές. Αν η στρατηγική του Τραμπ δεν οδηγήσει σε κατάρρευση ή φυγή του Μαδούρο, οι επιλογές της Ουάσιγκτον περιορίζονται επικίνδυνα: είτε υποχώρηση είτε αλλαγή καθεστώτος με τη βία. Και οι δύο δρόμοι εμπεριέχουν πολιτικό κόστος και απρόβλεπτες συνέπειες, όχι μόνο για τη Βενεζουέλα, αλλά για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική. Οι προειδοποιήσεις για το χάος που θα μπορούσε να ακολουθήσει μια αιφνίδια πτώση του καθεστώτος καθιστούν σαφές ότι, πέρα από την πίεση, απαιτείται και ένα αξιόπιστο σχέδιο επόμενης ημέρας – κάτι που, προς το παρόν, παραμένει θολό.