Στέιτ Ντιπάρτμεντ για Άγκυρα: Η θέση για τους S-400 αμετάβλητη-Οι προϋποθέσεις για τα F-35 σαφείς
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επαναβεβαιώνει τη δέσμευση της κυβέρνησης Τραμπ για την προστασία των αμυντικών και πληροφοριακών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών και για την πλήρη συμμόρφωση με την αμερικανική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του νόμου CAATSA και του Αμυντικού Προϋπολογισμού του 2020. Παράλληλα, επιβεβαιώνει ότι βρίσκονται σε εξέλιξη διαβουλεύσεις με την Άγκυρα για την επίλυση του ζητήματος της κατοχής του ρωσικού συστήματος αεράμυνας S-400.
Οι σχετικές αναφορές περιλαμβάνονται σε απάντηση της αμερικανικής κυβέρνησης σε επιστολή του βουλευτή Κρις Πάπας και ακόμη 19 μελών του Κογκρέσου προς τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, με ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου την οποία δημοσιεύει η Καθημερινή. Όπως σημειώνει ο Πολ Γκουαγλιανόνε από το Γραφείο Νομοθετικών Υποθέσεων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών για την απόκτηση και τη συνεχιζόμενη κατοχή των S-400 από την Τουρκία παραμένει αμετάβλητη, ενώ οι προϋποθέσεις για την επανένταξη της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 είναι σαφείς και απολύτως ευθυγραμμισμένες με το άρθρο 1245 του Αμυντικού Προϋπολογισμού του 2020.
Η τοποθέτηση αυτή επαναλαμβάνει την πάγια αμερικανική πολιτική, υπογραμμίζοντας τη σημασία της τήρησης των νομικών πλαισίων και των διεθνών δεσμεύσεων στον τομέα της αμυντικής συνεργασίας. Ταυτόχρονα, ευθυγραμμίζεται πλήρως με πρόσφατη δήλωση του Αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα, Τομ Μπαράκ, ο οποίος συνέδεσε ρητά για πρώτη φορά την κατοχή –και όχι απλώς τη χρήση– των ρωσικών συστημάτων από την Τουρκία με την προοπτική άρσης του αδιεξόδου.
Στην επιστολή επισημαίνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ενημερώσει την τουρκική κυβέρνηση για τις νομικές και πολιτικές συνέπειες της απόκτησης ρωσικού αμυντικού εξοπλισμού και για τα εμπόδια που αυτό δημιουργεί στην παροχή αεροσκαφών F-35. Η Ουάσιγκτον έχει εκφράσει τη δυσαρέσκειά της για την απόκτηση των S-400 και έχει καταστήσει σαφή τα νομικά κωλύματα που απορρέουν τόσο από τον Αμυντικό Προϋπολογισμό του 2020 όσο και από τον νόμο CAATSA.
Υπενθυμίζεται ότι, βάσει του Νόμου περί Ελέγχου Εξαγωγών Όπλων, η πρόθεση πώλησης μαχητικών F-16 στην Τουρκία κοινοποιήθηκε επισήμως στο Κογκρέσο τον Ιανουάριο του 2024. Έκτοτε, ωστόσο, η Άγκυρα έχει αναθεωρήσει τη στάση της, αρνούμενη να προχωρήσει στη συμφωνηθείσα συναλλαγή, επικαλούμενη το υψηλό κόστος, ενώ στην πράξη επιδιώκει την απευθείας αγορά F-35, παρακάμπτοντας τα F-16.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τονίζει τη σημασία της νατοϊκής σχέσης με την Τουρκία, υπογραμμίζοντας ότι η ενίσχυση του τουρκικού στόλου με F-16 θα είχε συλλογικά οφέλη για τη Συμμαχία, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στόλο F-16 στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αεράμυνα της Συμμαχίας, έχοντας συνεισφέρει, μεταξύ άλλων, σε αποστολές αεροπορικής επιτήρησης στις Βαλτικές χώρες και με την ανάπτυξη αεροσκάφους AWACS στη Λιθουανία, στο πλαίσιο των μέτρων ενίσχυσης της νατοϊκής ασφάλειας.
Η επιστολή υπογραμμίζει τον σεβασμό της αμερικανικής κυβέρνησης στον εποπτικό ρόλο του Κογκρέσου στις διεθνείς πωλήσεις όπλων και εκφράζει τη βούληση για συνέχιση του διαλόγου, με στόχο την εξισορρόπηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας του ΝΑΤΟ με τους περιορισμούς που θέτει η αμερικανική νομοθεσία. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζονται και οι σαφείς ενστάσεις του Κρις Πάπας, ο οποίος έχει τονίσει ότι οποιαδήποτε πώληση F-35 στην Τουρκία χωρίς προηγούμενη πιστοποίηση συμμόρφωσης με το άρθρο 1245 θα παραβίαζε το αμερικανικό δίκαιο, θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και θα έστελνε λανθασμένο μήνυμα προς συμμάχους και αντιπάλους, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο.