Ανάλυση: Η Δαμασκός επιχειρεί επαναπροσέγγιση με την Κίνα, το Πεκίνο παραμένει επιφυλακτικό

Σε μια περίοδο όπου η Συρία επιχειρεί να επανακαθορίσει τον ρόλο της στο διεθνές σύστημα μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ και την ιστορική επίσκεψη του Προέδρου Αχμάντ αλ-Σαράα στην Ουάσιγκτον, η Δαμασκός στρέφει τώρα το βλέμμα της ολοένα εντονότερα προς την Ασία. Η επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών Ασάντ αλ-Σιμπάνι στην Κίνα σηματοδοτεί τη δεύτερη κρίσιμη φάση της νέας συριακής διπλωματίας: ένα άνοιγμα προς το Πεκίνο, που για χρόνια υπήρξε ο πιο συνεπής διεθνής υποστηρικτής του προηγούμενου καθεστώτος μέσω του δικαιώματος βέτο, αλλά σήμερα αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα τις βαθιές αλλαγές στο εσωτερικό της χώρας.
Ανάμεσα στην προοπτική μιας στρατηγικής συνεργασίας για την ανασυγκρότηση, την ανάγκη πολιτικής σταθεροποίησης και τις σοβαρές ανησυχίες του Πεκίνου για την αυξανόμενη παρουσία ξένων μαχητών, η κινεζο-συριακή σχέση αναδεικνύεται σε μια από τις πιο περίπλοκες και κρίσιμες μεταβλητές της «νέας Συρίας» που διαμορφώνεται μετά από περισσότερο από μία δεκαετία συγκρούσεων.
Η Δαμασκός, επιχειρώντας να ισορροπήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κάνει τολμηρά βήματα για να επανασυνδέσει τα διπλωματικά της νήματα. Μετά την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, ο ΥΠΕΞ Ασάντ αλ-Σιμπάνι μετέβη στο Πεκίνο, σε μια επίσκεψη που το συριακό Υπουργείο Εξωτερικών χαρακτήρισε «πρώτη του είδους της» και ενταγμένη στη διαδικασία «επαναδιόρθωσης» των σχέσεων με την Κίνα. Η επιλογή της λέξης δεν είναι τυχαία: επί χρόνια, η Κίνα υπήρξε ένας από τους πιο κρίσιμους πυλώνες πολιτικής στήριξης του καθεστώτος Άσαντ, όμως μετά την αλλαγή ηγεσίας στη Δαμασκό το Πεκίνο δείχνει να κινείται με προσεκτικές, σταθμισμένες κινήσεις.
- Ο αλ-Σιμπάνι έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η Συρία επιδιώκει να «ανοίξει μια νέα σελίδα» με την Κίνα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασίας στο πλαίσιο των προσπαθειών ανασυγκρότησης. Για τη Δαμασκό, η Κίνα δεν είναι απλώς ένας ακόμα εταίρος, αλλά ένας παίκτης με δύο κρίσιμες ιδιότητες:
- — Πολιτική ισχύ, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας.
- — Οικονομικο-τεχνολογική ισχύ, με δυνατότητα να υποστηρίξει μεγάλης κλίμακας έργα ανοικοδόμησης.
- Παρά τις δημόσιες επιφυλάξεις του Πεκίνου, οι επαφές έχουν πυκνώσει. Από τον Φεβρουάριο, όταν ο Κινέζος πρέσβης στη Δαμασκό Σι Χονγκ συναντήθηκε με τον Πρόεδρο Αχμάντ αλ-Σαράα, έως τον Μάιο, με την επίσκεψη του ανώτερου διπλωμάτη Τσεν Γουέι Τσινγκ, η Κίνα δείχνει ότι δεν επιθυμεί ρήξη με τη Συρία. Ωστόσο, η στάση της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στις 6 Νοεμβρίου ήταν ενδεικτική μιας νέας, πιο προσεκτικής τακτικής: αντί να μπλοκάρει με βέτο, το Πεκίνο απείχε από την ψηφοφορία για την άρση κυρώσεων εις βάρος του Προέδρου Αχμάντ αλ-Σαράα και του Υπουργού Εσωτερικών Άνας αλ-Χιτάμπ.
Ο Κινέζος πρέσβης στα Ηνωμένα Έθνη, Φου Κονγκ, εξήγησε την κινεζική στάση εκφράζοντας έντονη ανησυχία για την παρουσία «ξένων τρομοκρατών μαχητών» στη Συρία και τη δυνατότητά τους να εκμεταλλευτούν το εύθραυστο περιβάλλον ασφαλείας. Η αναφορά αυτή αγγίζει το πιο ευαίσθητο σημείο της Κίνας: τους μαχητές Ουιγούρους, οι οποίοι επί χρόνια συμμετείχαν σε συριακές οργανώσεις, με σημανικότερη το Ισλαμικό Κόμμα Τουρκεστάν.
Η ανησυχία του Πεκίνου έχει ενταθεί μετά από δύο καίριες συριακές κινήσεις:
- -Την προαγωγή του στρατιωτικού ηγέτη των Ουιγούρων, Αμπντουλαζίζ Νταούντ Χουνταμπερντί (γνωστού ως Αμπού Μοχάμεντ αλ-Τουρκιστάνι), σε βαθμό ταξιάρχου στον συριακό στρατό.
- -Την ανακοίνωση, τον Ιούνιο, για ένταξη 3.500 ξένων μαχητών, κυρίως Ουιγούρων, σε νέα στρατιωτική μονάδα της Συρίας.
- Για το Πεκίνο, η ενσωμάτωση Ουιγούρων στον τακτικό στρατό δεν είναι απλώς «ενοχλητική». Συνιστά —όπως το έθεσε ο Φου Κονγκ— ένα ρίσκο επιπέδου «εκτροφής τίγρης που μπορεί να στραφεί εναντίον του ιδιοκτήτη της». Η Κίνα φοβάται τρία ενδεχόμενα:
- — Ενίσχυση ριζοσπαστικών δικτύων με προέλευση την κινεζική επαρχία Σιντζιάνγκ.
- — Μεταφορά εμπειρίας και οπλισμού πίσω στην Κίνα ή στην Κεντρική Ασία.
- — Μετατροπή της Συρίας σε βάση εκπαίδευσης και συντονισμού αντικινεζικών ομάδων.
Ο Σύρος αναλυτής διεθνών σχέσεων Φιράς Φαχάμ εκτιμά ότι η αποχή της Κίνας στην κρίσιμη ψηφοφορία αποτελεί σημάδι μερικής αποκλιμάκωσης των ανησυχιών, χωρίς όμως να συνεπάγεται πλήρη πολιτική στήριξη. Κατά τον Φαχάμ, η Δαμασκός χρειάζεται την Κίνα σε δύο επίπεδα: για την αναβίωση της συμφωνίας διαχωρισμού δυνάμεων του 1974 με το Ισραήλ, όπου οι ψήφοι των μόνιμων μελών του Σ.Α. είναι κρίσιμες, αλλά και για την εξασφάλιση εναλλακτικών οικονομικών διαύλων, καθώς η πλήρης άρση των δυτικών κυρώσεων δεν θεωρείται πιθανή βραχυπρόθεσμα.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν το ταξίδι του αλ-Σιμπάνι στο Πεκίνο μπορεί πραγματικά να κατευνάσει τους κινεζικούς φόβους. Ο δρόμος μοιάζει δύσκολος. Η Κίνα συνεχίζει να υποστηρίζει μια «πλήρη πολιτική μετάβαση» στη Συρία, βάσει του ψηφίσματος 2254 του ΟΗΕ, και ζητά απομάκρυνση των ξένων μαχητών από τη χώρα. Παράλληλα, η Δαμασκός δηλώνει ότι η ένταξη των Ουιγούρων έχει στόχο την «ενσωμάτωσή τους σε θεσμικά πλαίσια και τον τερματισμό της παρανομίας», μια εξήγηση που δύσκολα πείθει το Πεκίνο.
Την ίδια στιγμή, όμως, η Κίνα δεν επιθυμεί να χάσει την ευκαιρία να διευρύνει την επιρροή της στη Μέση Ανατολή σε μια συγκυρία όπου οι ΗΠΑ επαναπροσδιορίζουν τη στάση τους στη Συρία. Η χώρα βρίσκεται στην καρδιά των κινεζικών σχεδίων για τον Νέο Δρόμο του Μεταξιού, ενώ η εμπλοκή της σε μεγάλα έργα ανασυγκρότησης – ενέργεια, υποδομές, ψηφιακά δίκτυα – είναι προς το στρατηγικό συμφέρον και των δύο πλευρών.
- Το Πεκίνο, λοιπόν, βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα:
- Η στρατηγική ευκαιρία της συνεργασίας με τη νέα συριακή ηγεσία συγκρούεται με τον υπαρξιακό φόβο μιας πιθανής εστίας ριζοσπαστικοποίησης στα σύνορά του.
Το αν η Δαμασκός θα καταφέρει να καθησυχάσει την Κίνα και να μετατρέψει τις ανησυχίες της σε κοινό έδαφος συνεργασίας θα φανεί τους επόμενους μήνες. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η επίσκεψη αλ-Σιμπάνι δεν αποτελεί απλώς μια διπλωματική χειρονομία, αλλά κρίσιμο τεστ για το μέλλον της συριακής ανασυγκρότησης, την πολιτική σταθεροποίηση και τον ρόλο που θα επιλέξει η Κίνα στη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής.