SocialEurope: Γιατί η στεγαστική κρίση στην Ευρώπη απειλεί τα θεμέλια της Δημοκρατίας

 SocialEurope: Γιατί η στεγαστική κρίση στην Ευρώπη απειλεί τα θεμέλια της Δημοκρατίας

Η εκτόξευση των ενοικίων μετατρέπει τη φοιτητική ζωή σε προνόμιο και ενισχύει τα άκρα, με σοβαρές συνέπειες για τη δημοκρατία, επισημαίνει σε εκτενές άρθρο του το SocialEurope.

Κάθε φθινόπωρο, εκατομμύρια Ευρωπαίοι φοιτητές επιστρέφουν στις πανεπιστημιουπόλεις — και ταυτόχρονα στο επίμονο, άλυτο εφιάλτη της προσιτής στέγασης. Για πολλούς νέους, η εύρεση κατοικίας έχει μετατραπεί από μια απλή διαδικαστική δυσκολία σε οικονομικό μαρτύριο που μπορεί να εκτροχιάσει το μέλλον τους.

Οι εκρηκτικές αυξήσεις στα ενοίκια μεταμορφώνουν την ανώτατη εκπαίδευση από δημόσιο αγαθό σε προνόμιο της ελίτ. Ακόμη κι όσοι κερδίζουν την εισαγωγή στα όνειρά τους, αναγκάζονται συχνά να εγκαταλείψουν — όχι λόγω ικανοτήτων, αλλά επειδή αδυνατούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά.

Οι δημόσιοι φορείς εκπέμπουν σήμα κινδύνου για τις ευρύτερες επιπτώσεις αυτής της στεγαστικής κρίσης στη νεολαία της Ευρώπης. Η Eurofound προειδοποιεί πως «η απρόσιτη στέγαση είναι ζήτημα μεγάλης ανησυχίας στην ΕΕ. Οδηγεί σε έλλειψη στέγης, ανασφάλεια, οικονομική πίεση και ανεπαρκείς συνθήκες διαβίωσης. Παράλληλα εμποδίζει τους νέους να φύγουν από το πατρικό τους σπίτι».

Όπως σημειώνει ο οργανισμός, αυτά τα προβλήματα επηρεάζουν την υγεία και την ευημερία των ανθρώπων, ενισχύουν τις ανισότητες στις συνθήκες διαβίωσης και ευκαιρίες, ενώ επιφέρουν κόστος στην υγεία, μείωση παραγωγικότητας και περιβαλλοντικές βλάβες.

Η στέγη ως επένδυση και όχι δικαίωμα

Κάποτε θεμέλιο της μεταπολεμικής ανάκαμψης και κοινωνικής συνοχής, η στέγαση έχει πλέον τραγικά μετατραπεί σε εμπόρευμα — ένα επενδυτικό όχημα για τους υπερ-πλούσιους, μια προσοδοφόρα βραχυχρόνια μίσθωση για τουρίστες και ένα όλο και πιο άπιαστο όνειρο για όσους προσπαθούν να χτίσουν μια αυτόνομη ζωή.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η αγορά κατοικίας έχει καταληφθεί από ανεξέλεγκτη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία που βάζει το κέρδος πάνω από την ανθρώπινη ανάγκη, μετατρέποντας βασικά σπίτια σε πολυτελή περιουσιακά στοιχεία.

Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της κρίσης: ένας στους πέντε Ευρωπαίους ηλικίας 30 έως 34 ετών εξακολουθεί να ζει με τους γονείς του, γεγονός που αναδεικνύει όχι μόνο πολιτισμικές αλλαγές αλλά κυρίως βαθιά συστημικά οικονομικά εμπόδια προς την ενηλικίωση.

Η μεγάλη αντιστροφή: Από τη μεταπολεμική πρόοδο στη σημερινή στασιμότητα

Η στεγαστική κρίση ξεπερνά τη σύγχρονη πολιτική συγκυρία και ριζώνει σε γενεαλογικές και ιστορικές ανατροπές που έχουν αντιστρέψει το υπόσχεση της προόδου. Σήμερα οι νέοι αντιμετωπίζουν ένα οξύμωρο: οι γονείς και οι παππούδες τους είχαν πολύ μεγαλύτερη πρόσβαση σε προσιτή στέγαση — παρόλο που ζούσαν σε υλικά φτωχότερες δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Μετά το 1945, κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη — ένθεν κακείθεν του Σιδηρού Παραπετάσματος — υλοποίησαν τεράστια στεγαστικά προγράμματα που σήμερα φαντάζουν αδιανόητα. Η Ιταλία έχτισε εκατομμύρια διαμερίσματα για τους εργάτες του Νότου που μετανάστευσαν στον βιομηχανικό Βορρά. Η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο δημιούργησαν μαζικές εργατικές κατοικίες για τους μετανάστες που τροφοδότησαν το οικονομικό θαύμα της εποχής.

Αντίστοιχα, στην Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και τη Ρουμανία, η στέγη κατοχυρώθηκε ως θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών των σοσιαλιστικών κρατών. Οι εργαζόμενοι μπορούσαν να βασίζονται σε φθηνή συνεταιριστική ή δημόσια κατοικία για ολόκληρες οικογένειες, ακόμη και εν μέσω έντονης αγροτικής προς αστική μετανάστευσης.

Αν και αυτά τα προγράμματα δεν ήταν τέλεια, εξασφάλιζαν κάτι που σήμερα οι πολύ πλουσιότερες κοινωνίες φαίνεται να αδυνατούν να προσφέρουν: αξιοπρεπή και προσιτά σπίτια για τον απλό κόσμο.

Πολιτική βούληση ή οικονομική δυνατότητα;

Αυτό το ιστορικό προηγούμενο εγείρει ένα βασανιστικό ερώτημα για τους σημερινούς υπεύθυνους χάραξης πολιτικής: πώς γίνεται οι φτωχότερες μεταπολεμικές κυβερνήσεις να έχτισαν εκατομμύρια προσιτά σπίτια — δημιουργώντας συνθήκες κοινωνικής κινητικότητας και σταθερότητας — ενώ οι σημερινές εύρωστες δημοκρατίες έχουν παραδώσει τη στέγαση στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς;

Η απάντηση δεν βρίσκεται στην οικονομική ικανότητα αλλά στη πολιτική βούληση. Οι συνέπειες αυτής της αποτυχίας πολιτικής υπερβαίνουν τα στατιστικά στοιχεία· είναι βαθιά πολιτικές, κοινωνικά διαβρωτικές και επικίνδυνα αποσταθεροποιητικές για τον ιστό των δημοκρατικών κοινωνιών.

Έδαφος για άνοδο των άκρων

Ένας βασικός παράγοντας πίσω από την ανησυχητική άνοδο ακροδεξιών κινημάτων στις δημοκρατίες αποτελεί το διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας, περιθωριοποίησης και εγκατάλειψης που βιώνουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Οι εργαζόμενοι εγκλωβίζονται σε επισφαλείς χαμηλόμισθες θέσεις χωρίς καμία προοπτική ιδιοκατοίκησης.

Οι συνταξιούχοι βλέπουν τις βασικές δημόσιες υπηρεσίες που κάποτε θεωρούσαν δεδομένες να συρρικνώνονται ή να ιδιωτικοποιούνται. Οι νεότερες γενιές αποκλείονται συστηματικά από τα θεμέλια μιας σταθερής ενήλικης ζωής — ασφαλή εργασία, αυτόνομη διαβίωση, δημιουργία οικογένειας — δικαιώματα που προηγούμενες γενιές θεωρούσαν αυτονόητα.

Αυτές οι έντονες ανησυχίες εντείνονται λόγω στεγαστικής ανασφάλειας και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για εθνικιστικά ή ξενοφοβικά κινήματα που εκμεταλλεύονται τις πραγματικές αγωνίες με αποκλειστικά συνθήματα. Υπόσχονται σπίτια μόνο για «τους δικούς μας» αποκλείοντας μετανάστες ή άλλες ομάδες.

Αυτή η αφήγηση αποπροσανατολίζει από τις πραγματικές αιτίες της κρίσης — τις αποτυχίες των πολιτικών επιλογών — διοχετεύοντας τη δυσαρέσκεια προς αποδιοπομπαίους τράγους αντί για ουσιαστικές λύσεις. Η ακροδεξιά δεν λύνει τη στεγαστική κρίση· τη χρησιμοποιεί ως όπλο.

Δοκιμασία για τη δημοκρατία

Υπάρχει όμως κι ένας λιγότερο ορατός αλλά εξίσου ισχυρός κίνδυνος: η διάβρωση της ίδιας της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Όταν οι θεσμοί αδυνατούν να καλύψουν βασικές ανάγκες όπως η στέγη, η εμπιστοσύνη στη δημοκρατία μειώνεται αναπόφευκτα. Καθώς το κοινωνικό συμβόλαιο χαλαρώνει, ριζοσπαστικές εναλλακτικές αποκτούν έδαφος — όχι επειδή προσφέρουν καλύτερες λύσεις αλλά γιατί υπόσχονται οποιαδήποτε αλλαγή απέναντι σε μια αφόρητη πραγματικότητα.

Η αποτυχία αντιμετώπισης των ανισοτήτων στη στέγαση αποτελεί θεμελιώδη αδυναμία της δημοκρατίας. Όταν τα παραδοσιακά κόμματα δεν δρουν αποφασιστικά, διακινδυνεύουν να παραχωρήσουν αυτό το κρίσιμο πεδίο στις αυταρχικές δυνάμεις που υπόσχονται γρήγορες λύσεις μόνο για λίγους αντί για δομικές αλλαγές προς όφελος όλων.

Η στεγαστική κρίση αφορά όχι μόνο στέγες και ενοίκια αλλά το ίδιο το μέλλον της δημοκρατίας. Μια γενιά αποκλεισμένη από τη σταθερή κατοικία έχει μειωμένο ενδιαφέρον για τη διατήρηση του δημοκρατικού συστήματος· έχει λιγότερα να χάσει από ριζοσπαστικά πειράματα και λιγότερη πίστη στη σταδιακή μεταρρύθμιση.

Αν οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεν καταφέρουν να ανταποκριθούν στην στοιχειώδη υπόσχεση της προστασίας της στέγασης, κινδυνεύουν όχι μόνο με οικονομική δυσλειτουργία αλλά και με πολιτική καταστροφή. Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν η στεγαστική κρίση θα αλλάξει την πολιτική μας σκηνή — αλλά αν η ίδια η δημοκρατία θα επιβιώσει αυτής της αλλαγής.

*Το άρθρο έγραψε ο Bartosz M. Rydliński που είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Καρδινάλιου Στεφάν Βισζίνσκι στη Βαρσοβία.