Γιατί δεν απειλείται με πτώχευση το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης;
Ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2026 στην Γαλλία που συναντά, κατά τους τελευταίους μήνες, την μαζική αντίδραση της γαλλικής κοινωνίας και τη πλειοψηφία του γαλλικού Κοινοβουλίου αποτελεί την εύφλεκτη ύλη της σύγκρουσης της πολιτικής λιτότητας με την οικονομία και την κοινωνία. Κι΄αυτό επειδή έχει ως κεντρικό στόχο την εξοικονόμηση 43,8 δις. ευρώ από τη περικοπή των δαπανών, κατά βάση, στους τομείς της εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης, της ανεργίας και της υγείας, προκειμένου, σύμφωνα με τις διαδοχικές κυβερνήσεις του E.Macron, να μειωθεί σταδιακά τόσο το δημόσιο έλλειμμα από 5,6% του ΑΕΠ το 2025 σε 4,6% του ΑΕΠ το 2026 και μέχρι το 2029 να επιτευχθεί ο ευρωπαϊκός στόχος του 3% του ΑΕΠ, όσο και το δημόσιο χρέος (114% του ΑΕΠ- 3,35 τρις. ευρώ,2025).
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Όμως μία τέτοια προοπτική μονομερούς λιτότητας στο εισόδημα, τις δημόσιες και κοινωνικές δαπάνες εκτός από τη περαιτέρω επιδείνωση που θα επιφέρει στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού στην Γαλλία, εκτιμάται ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους. Κι΄ αυτό επειδή η συνολική προεδρική θητεία του Ε.Macron κληρονομεί σήμερα στην Γαλλία συνθήκες αποδυνάμωσης των κινητήριων δυνάμεων της διευρυμένης ανάπτυξης και δίκαιης αναδιανομής στην γαλλική οικονομία και κοινωνία.
Πράγματι σήμερα τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την γαλλική οικονομία είναι μεταξύ άλλων, η αναιμική ανάκαμψη, το χαμηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, βιομηχανική συρρίκνωση, τεχνολογικο-ψηφιακή καθυστέρηση, επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, διεύρυνση των ανισοτήτων, αύξηση του επιπέδου φτώχειας από 13,9% το 2015 σε 15,4% το 2023, προσεγγίζοντας, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία της Γαλλίας (INSEE-7/7/2025), τον αριθμό των φτωχών (μηνιαίο εισόδημα κάτω των 1.288 ευρώ) στην Γαλλία σε 9,8 εκατ. άτομα.
Στο περιβάλλον αυτό αναπτύσσεται, μεταξύ άλλων, από κυβερνητικούς παράγοντες μία ρητορική κινδύνων για το έλλειμμα του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (22 δις ευρώ, 2025), υπονοώντας ότι η μη ψήφιση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2026 και η αναστολή μείωσης των συνταξιοδοτικών δαπανών θα συμβάλλει στην επιδείνωση των συνθηκών βιωσιμότητας του στο μέλλον.
Όμως, σύμφωνα με την επιστημονική έρευνα (Celine Mouzon, Alternatives Economiques, 24/9/2025), το έλλειμμα του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) οφείλεται περισσότερο στην θεσμική υποχρηματοδότηση του (ανεπαρκή έσοδα) και λιγότερο στην αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών λόγω, κατά βάση, της τιμαριθμοποίησης (πληθωρισμός) των συνταξιοδοτικών παροχών.
Πιο συγκεκριμένα, η θεσμική υποχρηματοδότηση του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης προέρχεται από δύο κατηγορίες απαλλαγών καταβολής εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση με σημαντικές επιπτώσεις στην χρηματοδότηση της.
Πρώτον, απαλλαγές από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και δεύτερον απαλλαγές από εισφορές. Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στο ποσοστό των εισφορών των εργοδοτών για τους χαμηλούς μισθούς (κατώτατο μισθό) που είναι 7% (2024). Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται στο μέτρο απαλλαγής από εισφορές, όπου όταν θεσπίστηκε το 1995 το Κράτος δεσμεύτηκε ότι θα αντισταθμίζει το προκαλούμενο έλλειμμα. Όμως από το 2018 ο Κρατικός Προϋπολογισμός έχει παραιτηθεί, ως ένα βαθμό, από αυτή την δέσμευση.
Το 2024, σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο της Γαλλίας, η αντιστάθμιση αυτή αντιστοιχούσε στο 1/3 του ελλείμματος των 15 δις ευρώ (2024) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Κατά συνέπεια αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η ανάληψη των δεσμεύσεων από μέρους του Κράτους θα αντιμετωπίσει σε σημαντικό βαθμό τόσο τη παρατηρούμενη υποχρηματοδότηση, όσο και την απειλή του κινδύνου της μη μακροπρόθεσμης οικονομικής βιωσιμότητας της κοινωνικής ασφάλισης στην Γαλλία.
- Τούτων δοθέντων και τηρουμένων των αναλογιών, παρατηρείται ότι και στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη πρόσφατη (2024) Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AWG, 2024) το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης(ΣΚΑ) είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο υπό τη προϋπόθεση της τήρησης των παραμετρικών συνιστωσών του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος της χώρας μας όπως ισχύουν σήμερα.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι δεν θα μεταβληθεί η ασφαλιστική εισφορά του 20% για την κύρια σύνταξη και 6% για την επικουρική σύνταξη, οι συντελεστές αναπλήρωσης δεν θα αυξηθούν και θα διατηρηθεί το 50% αναπλήρωσης για 40 έτη εργασίας και οι συντάξιμες αποδοχές θα υπολογίζονται ως ο μέσος όρος όλου του εργασιακού βίου.
Στο θεσμικό αυτό πλαίσιο η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 14,5% του ΑΕΠ το 2023 σε 12% του ΑΕΠ το 2070, θεωρώντας παράλληλα ότι το ΑΕΠ, κατά τη περίοδο 2023-2070 θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1%. Όμως στις συνθήκες αυτές η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα του ΣΚΑ στην Ελλάδα εξασφαλίζεται, με τη σταδιακή μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών και τη συρρίκνωση του επιπέδου των παροχών, σε βάρος της κοινωνικής αποτελεσματικότητας του κοινωνικο-ασφαλιστικού μας συστήματος.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη παρακολούθηση της βιωσιμότητας των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών-μελών έχει θεσπίσει τον δείκτη της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο οποίος για να θεωρείται ότι ένα κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στην Ευρώπη είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το όριο του 16,2% του ΑΕΠ.
Με άλλα λόγια αποτελεί ουσιαστικά ένα δείκτη όπως το 60% του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ και το 3% του ετήσιου ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ. Κατά συνέπεια η προοπτική του επιπέδου της συνταξιοδοτικής δαπάνης στην Ελλάδα στο 12% του ΑΕΠ το 2070, δηλαδή κάτω του 16,2% του ΑΕΠ, συνηγορεί στην δυνατότητα σταδιακής βελτίωσης του επιπέδου των συνταξιοδοτικών παροχών των νέων γενεών στην χώρα μας χωρίς να απειληθεί η μακροπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητα του κοινωνικο-ασφαλιστικού μας συστήματος.
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου