Ανάλυση: Γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει ξανά το “κλειδί” του Αφγανιστάν

 Ανάλυση: Γιατί ο Ντόναλντ Τραμπ θέλει ξανά το “κλειδί” του Αφγανιστάν

Η ξαφνική επαναφορά της αμερικανικής βάσης Μπαγκράμ στο προσκήνιο από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ αναβιώνει μνήμες μιας από τις πιο δαπανηρές και αμφιλεγόμενες στρατιωτικές εκστρατείες των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε πρόσφατη κοινή συνέντευξη Τύπου στο Λονδίνο με τον Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, ο Τραμπ δήλωσε ότι η Ουάσινγκτον «πρέπει να επανακτήσει» τη Μπαγκράμ, υποστηρίζοντας ότι η στρατηγική της θέση –«μόλις μία ώρα από τα κινεζικά εργοστάσια πυραύλων και το πυρηνικό πεδίο δοκιμών του Λοπ Νουρ»– είναι κρίσιμη για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η τοποθέτηση αυτή δεν αποτελεί μεμονωμένη ρητορική έξαρση: ήδη από τον Μάρτιο του 2025, ο Τραμπ κατηγόρησε την κυβέρνηση Τζο Μπάιντεν ότι «παρέδωσε το Αφγανιστάν στην Κίνα» και άφησε τη Μπαγκράμ «ανυπεράσπιστη» σε έναν γεωπολιτικό αντίπαλο.

Η εμμονή του Τραμπ με την αεροπορική βάση, που υπήρξε για δύο δεκαετίες το επιχειρησιακό κέντρο του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, ξεπερνά την εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση για τον χαοτικό αμερικανικό απεγκλωβισμό του 2021· αντανακλά βαθύτερες στρατηγικές ανησυχίες για την αναδιάταξη ισχύος στην Ευρασία και τον νέο ανταγωνισμό με Κίνα και Ρωσία.

Η γεωστρατηγική αξία της Μπαγκράμ

Η Μπαγκράμ, χτισμένη τη δεκαετία του 1950 στην επαρχία Παρουάν, 50 χιλιόμετρα βόρεια της Καμπούλ, υπήρξε διαχρονικά «καρδιά» της Κεντρικής Ασίας. Από σοβιετικό προγεφύρωμα κατά την εισβολή του 1979 έως αμερικανικό κέντρο διοίκησης μετά το 2001, η βάση προσφέρει μοναδικό πλεονέκτημα πρόσβασης σε καυτά μέτωπα: το ιρανικό ανατολικό σύνορο, το πακιστανικό τόξο αστάθειας και φυγόκεντρων τάσεων, τις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και –κυρίως– το κινεζικό Σιντζιάνγκ, όπου βρίσκεται το πεδίο δοκιμών Λοπ Νουρ.
Κατά την εικοσαετή αμερικανική παρουσία, η Μπαγκράμ εξελίχθηκε σε «στρατιωτική πόλη» 30 τετραγωνικών μιλίων, με δύο αεροδιαδρόμους ικανούς να δέχονται βαριά μεταγωγικά, αποθήκες χιλιάδων τόνων πυρομαχικών και υποδομές συντήρησης για μαχητικά, drones και ελικόπτερα. Πέρα από το επιχειρησιακό σκέλος, αποτέλεσε κόμβο εφοδιαστικής (logistics) που συνέδεε τις αμερικανικές δυνάμεις στον Περσικό Κόλπο και την Ασία, ενώ λειτουργούσε και ως σύμβολο ισχύος: για τους Αφγανούς αντιπάλους της, ήταν το εμβληματικό κέντρο «κατοχής»· για τους Αμερικανούς στρατιώτες, η «πύλη» εισόδου και εξόδου από τον μακροβιότερο πόλεμο των ΗΠΑ.

Το τραύμα του 2021 και η πολιτική του εκμετάλλευση

Η αποχώρηση της κυβέρνησης Μπάιντεν τον Ιούλιο του 2021 από τη Μπαγκράμ, σε μία νύχτα και χωρίς προειδοποίηση προς την τότε κυβέρνηση της Καμπούλ, καταγράφηκε ως γεωπολιτική ταπείνωση. Λίγες ώρες μετά, οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την εγκατάσταση μαζί με τεράστιο στρατιωτικό υλικό: σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Πολέμου των ΗΠΑ Πιτ Χέγκσεθ, 40.000 οχήματα, 300.000 ελαφρά όπλα, 42.000 συστήματα νυχτερινής όρασης και δεκάδες ελικόπτερα έπεσαν στα χέρια τους.
Για τον Τραμπ –και μεγάλο τμήμα της ρεπουμπλικανικής βάσης– η απώλεια της Μπαγκράμ συμβολίζει όχι μόνο την «ήττα» στο Αφγανιστάν αλλά και την υπονόμευση της αμερικανικής αποτρεπτικής ισχύος απέναντι στις ανερχόμενες δυνάμεις. Η επαναφορά της βάσης στον αμερικανικό έλεγχο εμφανίζεται έτσι ως πράξη «αποκατάστασης κύρους», αλλά και ως εργαλείο πίεσης προς τους Δημοκρατικούς.

Οικονομικά και γεωπολιτικά κίνητρα

Η εμμονή του Τραμπ δεν περιορίζεται στο γόητρο. Η θέση της Μπαγκράμ επιτρέπει παρακολούθηση της κινεζικής πυρηνικής δραστηριότητας και ταυτόχρονη επιτήρηση Ιράν–Πακιστάν–Ρωσίας. Η διατήρηση ενός προγεφυρώματος στην «καρδιά της Ευρασίας» θα εξασφάλιζε στις ΗΠΑ γρήγορη προβολή ισχύος, δυνατότητα επιχειρήσεων ειδικών δυνάμεων και προνομιακό έλεγχο των οδών μεταφοράς μεταλλευμάτων –ιδίως του αφγανικού λιθίου, καίριου για την παγκόσμια βιομηχανία μπαταριών.
Παράλληλα, ο Τραμπ αντιμετωπίζει το ζήτημα ως διαπραγματευτικό χαρτί. Η κυβέρνηση των Ταλιμπάν επιδιώκει διεθνή αναγνώριση, την ανάκτηση της έδρας του ΟΗΕ και την αποδέσμευση περίπου 7 δισ. δολαρίων σε παγωμένα αφγανικά περιουσιακά στοιχεία στις ΗΠΑ. Ο Τραμπ έχει ήδη προειδοποιήσει ότι «οι Ταλιμπάν χρειάζονται πράγματα από εμάς» και άφησε να εννοηθεί πως η πρόσβαση στη βάση θα μπορούσε να συνδεθεί με οικονομικές διευκολύνσεις.

Αντιδράσεις στην Καμπούλ

Η κυβέρνηση των Ταλιμπάν απορρίπτει κατηγορηματικά κάθε ιδέα επαναφοράς αμερικανικής παρουσίας. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Φοτράτ Αλλάχ Φασίχ τόνισε ότι «η Μπαγκράμ είναι σύμβολο νίκης και δεν πωλείται», ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Αμίρ Χαν Μουτάκι δήλωσε ότι ούτε η πλήρης αμερικανική αναγνώριση ούτε η ανοικοδόμηση της χώρας θα αποτελούσαν «επαρκές αντάλλαγμα» για παραχώρηση εδάφους. Για την Καμπούλ, η Μπαγκράμ ενσαρκώνει το τέλος μιας εικοσαετούς κατοχής· οποιαδήποτε υποχώρηση θα ισοδυναμούσε με απώλεια εσωτερικής νομιμοποίησης.

Ο παράγοντας Κίνα και η «νέα μεγάλη σκακιέρα»

Το αίτημα Τραμπ δεν μπορεί να αποκοπεί από τον στρατηγικό ανταγωνισμό ΗΠΑ–Κίνας. Το Πεκίνο έχει αναβαθμίσει τις σχέσεις του με το Αφγανιστάν, εντάσσοντας τη χώρα στον Δρόμο του Μεταξιού και εξασφαλίζοντας συμβάσεις για σπάνιες γαίες και ορυκτά. Η Ρωσία, από την πλευρά της, αναγνώρισε επίσημα το Ισλαμικό Εμιράτο το καλοκαίρι του 2025. Για την Ουάσινγκτον, η απώλεια επιρροής σε μια χώρα που συνορεύει με την Κίνα (μέσω του διαδρόμου Βαχάν) και «βλέπει» την Κεντρική Ασία αποτελεί στρατηγικό κενό που η Μπαγκράμ θα μπορούσε να καλύψει.
Ειδικοί σε θέματα άμυνας υπενθυμίζουν ότι η αμερικανική στρατηγική βασίζεται διαχρονικά στην «ικανότητα πρόσβασης» – στη δυνατότητα δηλαδή να αναπτύσσει δυνάμεις σε καίρια σημεία του πλανήτη χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες. Η ύπαρξη μιας μεγάλης βάσης σε απόσταση αναπνοής από το κινεζικό δυτικό μέτωπο θα λειτουργούσε ως μοχλός αποτροπής σε ενδεχόμενη κρίση στην Ταϊβάν ή στην Κεντρική Ασία.

Ρίσκα και περιορισμοί

Ωστόσο, η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη. Η Ουάσινγκτον θα χρειαζόταν είτε τη συναίνεση της κυβέρνησης των Ταλιμπάν –απίθανη υπό τις παρούσες συνθήκες– είτε μια μονομερή στρατιωτική επιχείρηση που θα ισοδυναμούσε με νέα εισβολή. Επιπλέον, η εγκατάσταση μόνιμης αμερικανικής παρουσίας θα προκαλούσε την οργή της Κίνας, η οποία θεωρεί το Αφγανιστάν κρίσιμη ζώνη ασφαλείας για το Σιντζιάνγκ, αλλά και της Ρωσίας, που επιδιώκει να επαναβεβαιώσει τον ρόλο της στην Κεντρική Ασία.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέο κύκλο βίας, να συσπειρώσει τζιχαντιστικές ομάδες και να υπονομεύσει τις εύθραυστες ισορροπίες στην περιοχή. Στην αμερικανική εσωτερική σκηνή, το Κογκρέσο –ακόμη και με ρεπουμπλικανική πλειοψηφία– θα δίσταζε να εγκρίνει νέες δαπάνες δισεκατομμυρίων δολαρίων για μια χώρα που η κοινή γνώμη θεωρεί «χαμένη υπόθεση».

Η υπόθεση της βάσης Μπαγκράμ αποκαλύπτει την επιμονή της Ουάσινγκτον να διατηρεί παγκόσμια ερείσματα, ακόμη και μετά από «τελειωμένους» πολέμους. Για τον Ντόναλντ Τραμπ, η επαναφορά της βάσης δεν είναι μόνο ζήτημα ρητορικής ή προσωπικής δικαίωσης έναντι του Τζο Μπάιντεν· είναι μήνυμα προς συμμάχους και αντιπάλους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν –και πρέπει– να επανεμφανίζονται εκεί όπου οι αντίπαλοι επιχειρούν να καλύψουν το κενό.
Είτε πρόκειται για ειλικρινές στρατηγικό σχέδιο είτε για πολιτική υπερβολή, η Μπαγκράμ παραμένει σύμβολο του πώς η γεωγραφία συνεχίζει να καθορίζει τη γεωπολιτική. Και όσο η Κίνα και η Ρωσία ενισχύουν το αποτύπωμά τους στην καρδιά της Ασίας, τόσο η συζήτηση για το αν –και πώς– οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν δεν θα σβήσει, ανεξάρτητα από το ποιος θα κατοικεί στον Λευκό Οίκο.