The Economist: Η “δραματική διάβρωση”- Φθίνουσα αμερικανική στήριξη στο Ισραήλ, αλλαγή συλλογικής συνείδησης
Ο παρατεταμένος πόλεμος στη Γάζα, η σκληρή πολιτική του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και οι βαθιές κοινωνικές αλλαγές στις Ηνωμένες Πολιτείες διαμορφώνουν ένα νέο, ανησυχητικό τοπίο για το Ισραήλ. Στο τελευταίο του τεύχος, το έγκυρο βρετανικό περιοδικό The Economist αφιερώνει εκτενές κείμενο στη «δραματική διάβρωση» της υποστήριξης που απολάμβανε παραδοσιακά το εβραϊκό κράτος στην αμερικανική κοινωνία και πολιτική. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, η σταδιακή απομάκρυνση της Ουάσιγκτον –τόσο σε επίπεδο κοινής γνώμης όσο και πολιτικού κατεστημένου– δεν αποτελεί ένα περιστασιακό επεισόδιο, αλλά μια στρατηγική μετατόπιση που μπορεί να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού πριν από τη λήξη, το 2028, της τρέχουσας συμφωνίας στρατιωτικής βοήθειας.
Το Ισραήλ, περισσότερο εξαρτημένο από ποτέ από την αμερικανική υποστήριξη, βλέπει πλέον το θεμέλιο αυτής της σχέσης να τρίζει, καθώς η φθίνουσα αμερικανική στήριξη κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μόνιμο ρήγμα.
Αριθμοί που προβληματίζουν
Στο άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Πώς το Ισραήλ χάνει την Αμερική», ο Economist παραθέτει στοιχεία που αποκαλύπτουν το μέγεθος της μεταβολής. Το ποσοστό των Αμερικανών που εκφράζουν αρνητική γνώμη για το Ισραήλ έφθασε το 53%, ενώ η ταύτιση με το εβραϊκό κράτος έναντι των Παλαιστινίων βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 25 ετών. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι 43% των ερωτηθέντων πιστεύουν πως το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία στη Γάζα.
Η φθορά δεν περιορίζεται στους παραδοσιακά πιο κριτικούς Δημοκρατικούς, όπου οι αρνητικές απόψεις αυξήθηκαν κατά 23% μέσα σε μόλις τρία χρόνια στους ψηφοφόρους άνω των 50 ετών. Ακόμη και στους Ρεπουμπλικάνους, που για δεκαετίες αποτελούσαν το προπύργιο της φιλοϊσραηλινής πολιτικής, η στήριξη των νεότερων ηλικιών μειώθηκε από το 63% το 2022 σε σχεδόν ισοπαλία σήμερα. Ακόμα και το προπύργιο των ευαγγελικών χριστιανών, παραδοσιακών συμμάχων του Ισραήλ, παρουσιάζει πτώση: από 69% το 2018 σε 34% το 2021, με την τάση να συνεχίζεται.
Πολιτική φθορά και κοινοβουλευτικές ανατροπές
Η κοινωνική μεταβολή αντανακλάται πλέον και στο πολιτικό πεδίο. Στη Γερουσία, 24 από τους 47 Δημοκρατικούς γερουσιαστές ψήφισαν τον Ιούλιο υπέρ της διακοπής αποστολών όπλων στο Ισραήλ, έναντι μόλις 18 λίγους μήνες νωρίτερα. Το κύμα πιέσεων αγγίζει ακόμη και παραδοσιακούς φίλους της Ιερουσαλήμ, όπως τον βουλευτή Ρίτσι Τόρες της Νέας Υόρκης, ο οποίος παραδέχεται ότι δέχεται αδιάκοπα αιτήματα επανεξέτασης πολιτικών θέσεων από τους εκλογείς του.
Παράλληλα, προσωπικότητες του κινήματος MAGA, όπως η βουλευτής Ματζόρι Τέιλορ Γκριν, ο πρώην σύμβουλος του Λευκού Οίκου Στιβ Μπάνον και ο δημοσιογράφος Τάκερ Κάρλσον, υιοθετούν πλέον αντι-ισραηλινή ρητορική, μιλώντας για «ξένο πόλεμο» και «γενοκτονία» στη Γάζα. Για τον Economist, η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής όπου η υποστήριξη προς το Ισραήλ θεωρούνταν δεδομένη και διακομματική.
Η στρατηγική Νετανιάχου και το ρίσκο της απομόνωσης

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, σύμφωνα με το περιοδικό, επιχείρησε τα τελευταία χρόνια να εντάξει το Ισραήλ στο ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο, απομακρύνοντας τους Δημοκρατικούς. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή επιστρέφει μπούμερανγκ, καθώς ακόμη και το συντηρητικό στρατόπεδο εμφανίζει πλέον ρωγμές. Παρά τις θριαμβευτικές δηλώσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού δίπλα στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο ότι «η συμμαχία είναι ακλόνητη», η πραγματικότητα των αριθμών δείχνει το αντίθετο.
Το Ισραήλ εξακολουθεί να επεκτείνει τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη, με τον υπουργό Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμοτριτς να προωθεί πολιτικές που αποδυναμώνουν την Παλαιστινιακή Αρχή, παγώνοντας μεταφορές χρημάτων και περιορίζοντας τραπεζικές δραστηριότητες. Η «χαρτογράφηση κυριαρχίας» που προωθεί ο Σμοτριτς προβλέπει ισραηλινό έλεγχο στο 80% της Δυτικής Όχθης, ενώ οι οικισμοί και τα παράνομα φυλάκια έχουν τετραπλασιαστεί από το 2018. Ο Economist μιλά για μια πραγματικότητα όπου η διεθνής αναγνώριση της Παλαιστίνης αυξάνεται, αλλά η ίδια η παλαιστινιακή κρατική υπόσταση σβήνει επί του εδάφους.
Οι διαπραγματεύσεις για τη στρατιωτική βοήθεια
Καθώς πλησιάζει το 2028, οπότε λήγει η τρέχουσα συμφωνία στρατιωτικής βοήθειας ύψους 38 δισ. δολαρίων, στο Τελ Αβίβ εντείνεται η ανησυχία ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ –ο οποίος έχει ήδη αφήσει αιχμές για το ύψος της αμερικανικής συνδρομής– μπορεί να αρνηθεί την ανανέωση με την ίδια γενναιοδωρία.
Η ισραηλινή κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει το πακέτο όχι ως «βοήθεια», αλλά ως «εταιρική σχέση», ώστε να γίνει πιο εύπεπτο στο Κογκρέσο και στην αμερικανική κοινή γνώμη. Η αλλαγή ορολογίας αποκαλύπτει την αγωνία της Ιερουσαλήμ να διασφαλίσει τη συνέχιση της χρηματοδότησης.
Διεθνείς αντηχήσεις και κίνδυνος μακροπρόθεσμης απομόνωσης
Το Economist προειδοποιεί ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το Ισραήλ δεν είναι οι πρόσκαιρες τριβές με συγκεκριμένες αμερικανικές κυβερνήσεις, αλλά η αλλαγή της συλλογικής συνείδησης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια νέα γενιά Αμερικανών, περισσότερο ευαισθητοποιημένη σε ζητήματα αποικιοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολυπολιτισμικότητας, απορρίπτει την παλιά αφήγηση των «δύο δημοκρατιών με κοινές αξίες». Αν αυτή η στροφή παγιωθεί, ακόμη και μελλοντικές κυβερνήσεις φιλικές προς το Ισραήλ θα δυσκολευτούν να διατηρήσουν την ίδια ένταση συνεργασίας.
Παράλληλα, ο αμερικανικός Τύπος ενισχύει το μήνυμα. Το περιοδικό New Yorker δημοσίευσε πρόσφατα εκτενές ρεπορτάζ με τίτλο «Η νέα κατοχή του Ισραήλ», περιγράφοντας μια χώρα που, αντί να προβάλλει εικόνα καινοτομίας και ανοιχτότητας, μετατρέπεται σε κράτος στρατιωτικής αυτάρκειας και πολιτικής απομόνωσης, ακόμη και απέναντι στην πιο κρίσιμη σύμμαχο, την Ουάσιγκτον.
Προοπτικές και διλήμματα
Παρά το απαισιόδοξο κλίμα, ο Economist σημειώνει ότι οι δεσμοί ασφαλείας Ισραήλ–ΗΠΑ παραμένουν ισχυροί, με αμυντική συνεργασία χωρίς προηγούμενο και κοινές επιχειρήσεις εναντίον του Ιράν. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμοι μετασχηματισμοί στη νοοτροπία της αμερικανικής κοινωνίας είναι πιο απειλητικοί από οποιοδήποτε πρόσκαιρο διπλωματικό επεισόδιο.
Η σταδιακή απομάκρυνση της αμερικανικής κοινής γνώμης από το Ισραήλ μπορεί να περιορίσει την ελευθερία κινήσεων της Ουάσιγκτον και να αναγκάσει μελλοντικές κυβερνήσεις –είτε Δημοκρατικές είτε Ρεπουμπλικανικές– να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση με το εβραϊκό κράτος.
Το μήνυμα του Economist είναι σαφές: αν το Ισραήλ δεν επανεξετάσει την πολιτική του απέναντι στους Παλαιστινίους, αν δεν ανακτήσει την εικόνα μιας δημοκρατίας που σέβεται το διεθνές δίκαιο, τότε η παραδοσιακή «αμερικανική αγάπη» που αποτέλεσε θεμέλιο της στρατηγικής του συμμαχίας κινδυνεύει να μετατραπεί σε ψυχρή και ασταθή σχέση συμφερόντων. Σε μια Μέση Ανατολή που μεταβάλλεται ραγδαία, η απώλεια του πιο σημαντικού συμμάχου θα μπορούσε να αποδειχθεί το πιο βαρύ στρατηγικό πλήγμα για το Ισραήλ εδώ και δεκαετίες.