Ανάλυση: Θα μπει η Πολωνία σε πόλεμο με τη Ρωσία;
Η Πολωνία βρίσκεται εδώ και μήνες στο επίκεντρο μιας έντονης δημόσιας συζήτησης που ξεπερνά τα όρια της Βαρσοβίας. Από τις αρχές του 2024, πολωνικά αλλά και διεθνή μέσα ενημέρωσης επαναφέρουν με ολοένα μεγαλύτερη συχνότητα το ερώτημα αν η χώρα μπορεί να εμπλακεί στρατιωτικά σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία. Η ανησυχία τροφοδοτείται από μια αλυσίδα γεγονότων: την παράταση της σύγκρουσης στην Ουκρανία, τις αλλεπάλληλες παραβιάσεις του πολωνικού εναέριου χώρου από ρωσικά drones, την αβεβαιότητα που συνοδεύει τις αμερικανορωσικές επαφές και, κυρίως, την αίσθηση ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος μπαίνει σε μια νέα περίοδο στρατιωτικοποίησης. Στον δημόσιο λόγο εμφανίζονται δύο βασικά σενάρια.
Το πρώτο θέλει τη Ρωσία να εξετάζει –ή έστω να αφήνει να εννοηθεί– ότι θα μπορούσε να πλήξει την Πολωνία, είτε για να εκφοβίσει το ΝΑΤΟ είτε για να «ανεβάσει τις διαπραγματευτικές απαιτήσεις» στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Το δεύτερο, πιο συνωμοσιολογικό, θεωρεί ότι η λεγόμενη «δυτική παράταξη του πολέμου» θα ήθελε να «σπρώξει» την Πολωνία ή άλλη ευρωπαϊκή χώρα σε περιορισμένη σύγκρουση με τη Ρωσία, αλλά εκτός πλαισίου ΝΑΤΟ, ώστε να μην θεωρηθεί επίσημη σύγκρουση της Συμμαχίας με τη Μόσχα.
Η ρεαλιστική αποτίμηση των κινήτρων
Η πραγματικότητα δείχνει πιο σύνθετη –και λιγότερο δραματική– από τις εντυπωσιακές αυτές θεωρίες.
- Ρωσικά κίνητρα: Στη Μόσχα μεγάλο μέρος του στρατιωτικού δυναμικού είναι ήδη απορροφημένο στον πόλεμο της Ουκρανίας. Το άνοιγμα δεύτερου μετώπου με την Πολωνία θα επιβάρυνε στρατηγικά τη Ρωσία, ενώ θα ενεργοποιούσε τον κίνδυνο της Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ, δηλαδή της συλλογικής άμυνας. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε ευθεία αντιπαράθεση με τη Συμμαχία και, κατ’ επέκταση, θα αύξανε τον κίνδυνο πυρηνικής κλιμάκωσης.
- Πολωνικά συμφέροντα: Η Πολωνία είναι σήμερα από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ισχυρές προοπτικές να εξελιχθεί σε νέο «οικονομικό κινητήρα» της Ευρώπης, ανταγωνιζόμενη ακόμη και τη Γερμανία. Η εμπλοκή σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία θα υπονόμευε αυτήν τη δυναμική, θα έπληττε τις επενδύσεις και θα έθετε σε κίνδυνο το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο που στηρίζει την πολωνική άνοδο.
- Στάση Ηνωμένων Πολιτειών: Η Ουάσιγκτον –είτε επί Μπάιντεν είτε επί Τραμπ– έχει διαμηνύσει ότι απορρίπτει κάθε κίνηση που θα μπορούσε να φέρει χώρα μέλος του ΝΑΤΟ σε άμεση αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Η αμερικανική πολιτική δίνει έμφαση στη διαχείριση του κινδύνου πυρηνικής κλιμάκωσης και όχι στην επέκταση της σύγκρουσης.
Η κοινωνία και το πολιτικό κλίμα στη Βαρσοβία
Παρά την έντονη πατριωτική ρητορική, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Πολωνοί πολίτες δεν επιθυμούν στρατιωτική εμπλοκή υπέρ της Ουκρανίας.
Η στήριξη της Βαρσοβίας προς το Κίεβο παραμένει ισχυρή σε επίπεδο όπλων, ανθρωπιστικής βοήθειας και διπλωματικών πρωτοβουλιών, αλλά η προθυμία να «πολεμήσει για λογαριασμό της Ουκρανίας» είναι εξαιρετικά χαμηλή.
Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη δήλωση του πρώην προέδρου Άντρζεϊ Ντούντα ότι το Κίεβο επιχείρησε από τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής να παρασύρει την Πολωνία σε άμεση συμμετοχή στον πόλεμο, αλλά η Βαρσοβία αρνήθηκε.
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τουσκ, αν και διατηρεί σκληρή στάση απέναντι στη Μόσχα, γνωρίζει ότι τυχόν πολεμική εμπλοκή θα έβρισκε την κοινωνία διχασμένη και θα υπονόμευε την οικονομική σταθερότητα που αποτελεί κεντρικό πολιτικό κεφάλαιο.
Ο ρόλος των περιστατικών με drones
Τα πρόσφατα περιστατικά με την είσοδο ρωσικών drones στον πολωνικό εναέριο χώρο λειτούργησαν ως καταλύτης για την επαναφορά του θέματος στην επικαιρότητα. Παρά το γεγονός ότι η Μόσχα αρνείται οποιαδήποτε πρόθεση και αποδίδει τα συμβάντα σε «τεχνικά σφάλματα» ή σε ουκρανικές παρεμβολές ηλεκτρονικού πολέμου, στη Δύση πολλοί βλέπουν τις παραβιάσεις αυτές ως «τεστ ανοχής» και μέσο αποσταθεροποίησης.
Στο εσωτερικό της Πολωνίας, όμως, ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της Ουκρανίας αντιλαμβάνονται ότι η κλιμάκωση θα οδηγούσε σε οικονομικό και στρατιωτικό αδιέξοδο.
Η γεωπολιτική διάσταση και το ΝΑΤΟ
Η Πολωνία κατέχει κομβική γεωγραφική θέση: συνορεύει με την Ουκρανία, τη Λευκορωσία και τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ, γεγονός που την καθιστά στρατηγικό κρίκο στην άμυνα της Ανατολικής Ευρώπης.
Η ενεργοποίηση του Άρθρου 5 σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης θα υποχρέωνε το ΝΑΤΟ να απαντήσει συλλογικά, με συνέπειες που θα μπορούσαν να φτάσουν μέχρι και σε πυρηνική αντιπαράθεση.
Το ενδεχόμενο αυτό, ωστόσο, λειτουργεί περισσότερο ως αποτρεπτικός παράγοντας παρά ως πρόσκληση σε πόλεμο: ούτε η Μόσχα ούτε οι Βρυξέλλες έχουν συμφέρον να πυροδοτήσουν έναν μη αναστρέψιμο κύκλο κλιμάκωσης.
Οι οικονομικές και πολιτικές παρενέργειες
Η ίδια η συζήτηση περί πολέμου ήδη κοστίζει στην Πολωνία. Οι αγορές γίνονται πιο επιφυλακτικές, οι επενδυτές αξιολογούν υψηλότερο ρίσκο και εύποροι Πολωνοί –σύμφωνα με πολωνικά ΜΜΕ– μεταφέρουν οικογένειες ή κεφάλαια στη Δυτική Ευρώπη.
Ακόμη και αν οι πιθανότητες πολεμικής σύγκρουσης παραμένουν χαμηλές, η αβεβαιότητα αρκεί για να επιβραδύνει την αναπτυξιακή δυναμική που έκανε τη Βαρσοβία πρωταγωνιστή της οικονομικής ανάκαμψης της ΕΕ.
Η λογική της αποτροπής
Με βάση τα παραπάνω, οι πιθανότητες άμεσης πολωνορωσικής σύγκρουσης είναι εξαιρετικά περιορισμένες.
- Η Ρωσία δεν έχει στρατιωτικό και πολιτικό συμφέρον να ανοίξει δεύτερο μέτωπο, γνωρίζοντας ότι αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει συλλογική αντίδραση του ΝΑΤΟ.
- Η Πολωνία δεν θα διακινδύνευε τις οικονομικές της προοπτικές ούτε θα έθετε σε κίνδυνο την εσωτερική πολιτική της συνοχή για να αναλάβει έναν ρόλο «μονομερούς σωτήρα» της Ουκρανίας.
- Οι ΗΠΑ, που εξακολουθούν να αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, επιμένουν στη στρατηγική της ελεγχόμενης υποστήριξης προς το Κίεβο και απορρίπτουν οποιαδήποτε ενέργεια που θα οδηγούσε σε άμεση αντιπαράθεση με τη Μόσχα.
Συμπερασματικά η δημόσια συζήτηση περί πολωνικής εμπλοκής λειτουργεί περισσότερο ως εργαλείο πίεσης και πολιτικής προπαγάνδας παρά ως ρεαλιστικό στρατιωτικό σενάριο. Οι περιστασιακές παραβιάσεις του εναέριου χώρου, οι δηλώσεις αξιωματούχων ή οι θεωρίες για «πόλεμο μέσω αντιπροσώπων» εξυπηρετούν διαφορετικά κέντρα συμφερόντων – από όσους θέλουν να αυξήσουν τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες μέχρι εκείνους που επιδιώκουν να μπλοκάρουν την πιθανότητα διαλόγου ΗΠΑ–Ρωσίας.
Η Πολωνία μπορεί να παραμείνει στο επίκεντρο της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης, όμως όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ούτε η Βαρσοβία ούτε η Μόσχα έχουν πραγματικό λόγο να περάσουν το κατώφλι της ανοιχτής σύγκρουσης. Το στοίχημα για την Ευρώπη –και για τον κόσμο– παραμένει η παύση των εχθροπραξιών στην Ουκρανία, καθώς μόνο ένα τέλος στον πόλεμο μπορεί να απομακρύνει το φάσμα μιας νέας μετωπικής σύγκρουσης στην καρδιά της ηπείρου.