Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας: “Το 1 στα 5 παιδιά ηλικίας 5 έως 19 ετών είναι υπέρβαρο”
Η παχυσαρκία έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, ηλικίας 5 με 19 ετών σε όλο τον κόσμο, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα κατά την ενήλικη ζωή τους κι όχι μόνο, προειδοποίησε η Unicef σε έκθεσή της που δημοσιεύθηκε σήμερα. Η κακή θρέψη επηρεάζει στη συνέχεια την πορεία της ζωής αυτών των παιδιών κι ως ενήλικες, αν και υπάρχουν παιδιά που μέχρι σήμερα υποσιτίζονται. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ένα στα πέντε παιδιά ηλικίας 5 με 19 ετών παγκοσμίως είναι υπέρβαρο.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η «κακή θρέψη» (malnutrition) δεν αναφέρεται μόνο στην έλλειψη, αλλά και στο πλεόνασμα ή την ανισορροπία ενέργειας/ θρεπτικών συστατικών.
«Σήμερα όταν μιλάμε για κακή θρέψη δεν αναφερόμαστε πλέον μόνο σε παιδιά που παρουσιάζουν ελλιπές βάρος», σχολίασε η επικεφαλής της Unicef, Κάθριν Ράσελ. «Η παχυσαρκία είναι ένα πρόβλημα που μας απασχολεί ολοένα και περισσότερο και το οποίο μπορεί να έχει επιπτώσεις στην υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών», πρόσθεσε.
«Οι υπερεπεπεξεργασμένες τροφές αντικαθιστούν συνεχώς τα φρούτα, τα λαχανικά και την πρωτεΐνη σε μια περίοδο που η διατροφή διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη σωματική και νοητική ανάπτυξη των παιδιών και στην ψυχική τους υγεία», εξήγησε η Ράσελ.
Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Unicef από περισσότερες από 190 χώρες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσοστό των υποσιτισμένων παιδιών ηλικίας 5 με 19 ετών έχει μειωθεί από σχεδόν 13% που ήταν το 2000 σε 9,2% το 2022. Αντιθέτως το ποσοστό παχυσαρκίας την ίδια περίοδο αυξήθηκε από 3% σε 9,4%.
Τα επίπεδα της παχυσαρκίας ξεπερνούν αυτά του υποσιτισμού σε όλες τις περιοχές του κόσμου εκτός της υποσαχάριας Αφρικής και της νότιας Ασίας.
Αν και ο υποσιτισμός εξακολουθεί να αποτελεί αιτία σοβαρής ανησυχίας για τα παιδιά κάτω των 5 ετών στις περισσότερες χώρες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα, το ποσοστό των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών αυξάνει μεταξύ των παιδιών σχολικής ηλικίας και των εφήβων.
Η παχυσαρκία συνδέεται με σοβαρές μεταβολικές διαταραχές, όπως ο διαβήτης, αλλά και με κάποιους καρκίνους ενώ συχνά προκαλεί ψυχολογικά προβλήματα, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος και κατάθλιψη. Το 2022 το 8% (163 εκατ. ) των παιδιών αυτής της ηλικιακής ομάδας ήταν παχύσαρκο, έναντι του 3% το 2000.
Βασική αιτία για την τάση αυτή είναι το τοξικό περιβάλλον που δημιουργεί η βιομηχανία των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων και «οι πρακτικές της που είναι αντίθετες στην ηθική» και έχουν ως βασικό στόχο το κέρδος, κατήγγειλε η Unicef.
Τα παιδιά «βομβαρδίζονται από το ανθυγιεινό διατροφικό μάρκετινγκ», ακόμη και στο σχολείο όπου εκτίθενται σε ζαχαρούχα ποτά και υπερεπεξεργασμένα σνακ φτωχά σε θρεπτικά συστατικά, δήλωσε η Κάθριν Σατς, μία από τις συντάκτριες της έκθεσης.
Προϊόντα τα οποία συχνά είναι λιγότερο ακριβά από τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά ή τις πρωτεΐνες και τα οποία σιγά σιγά εισέρχονται στο οικογενειακό τραπέζι.
Αλλά η Unicef επιμένει: το φταίξιμο δεν είναι των παιδιών ούτε των οικογενειών τους, κάνοντας λόγο για «αποτυχία της κοινωνίας».
Η υπηρεσία του ΟΗΕ καταρρίπτει και τον «μύθο» για την άθληση: «Είναι αδύνατον ν’ αποφευχθούν οι επιπτώσεις που έχει στην υγεία» η κακή διατροφή «μόνο μέσω της σωματικής δραστηριότητας».
Ιστορικά τα μεγαλύτερα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών παρατηρούνται στις ανεπτυγμένες χώρες. Το ποσοστό παραμένει υψηλό στη Χιλή (27%) ή στις ΗΠΑ (21%).
Από το 2000 το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών έχει μειωθεί, λένε από τον διεθνή οργανισμό, με τα ποσοστά παχυσαρκίας να εκτοξεύονται σε ορισμένα νησιά του Ειρηνικού, όπου τα εισαγόμενα αντικαθιστούν τα παραδοσιακά προϊόντα, όπως για παράδειγμα στο Νιούε (38%), τις Νήσους Κουκ (37%) και το Ναούρου (33%).
Σε ορισμένες χώρες μάλιστα συνυπάρχουν υποσιτισμός και παχυσαρκία. Για παράδειγμα σε κάποιες περιοχές όπου υπάρχει ανθρωπιστική κρίση, όπου οι μεγάλες εταιρείες τροφίμων «προσφέρουν μεγάλες ποσότητες πρόχειρου φαγητού» για να προωθήσουν την εικόνα τους και όπου τα παιδιά που πεινούν δεν έχουν πρόσβαση παρά σε τρόφιμα βλαβερά για την υγεία τους, κατήγγειλε η Σατς.
«Υπάρχει επείγουσα ανάγκη για πολιτικές που θα βοηθήσουν τους γονείς και τους φροντιστές να έχουν πρόσβαση σε θρεπτικά και υγιεινά τρόφιμα», υποστήριξε η Ράσελ.
Η UNICEF κάλεσε τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν δεσμευτικά μέτρα, όπως περιορισμούς στη διαφήμιση, φόρους στα ζαχαρούχα ποτά και τα ανθυγιεινά τρόφιμα, καλύτερη διατροφική σήμανση στα τρόφιμα και πολιτικές για τον αναπροσανατολισμό του αγροδιατροφικού συστήματος προς την παραγωγή φρέσκων προϊόντων.