Ανάλυση: Για τα μάτια… του Πούτιν- Το νέο πολυκεντρικό κατεστημένο περνάει από την Ουκρανία
Τα τελευταία τρία εικοσιτετράωρα, το διεθνές ενδιαφέρον στράφηκε στο Πεκίνο, όπου πραγματοποιήθηκε η Σύνοδος του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ) και ακολούθησε η στρατιωτική παρέλαση για την 80ή επέτειο της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πλευρό του Σι Τζινπίνγκ βρέθηκαν ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Κιμ Γιονγκ Ουν, εικόνα που προκάλεσε έντονες αναλύσεις για την ανάδυση ενός αντιδυτικού συνασπισμού. Στα ουκρανικά και δυτικά ΜΜΕ κυριάρχησαν δύο εκδοχές: αφενός ότι συγκροτείται μια συμμαχία μη δυτικών χωρών υπό την Κίνα με συμμετοχή της Ρωσίας και της Ινδίας, αφετέρου ότι οι προσπάθειες του Ντόναλντ Τραμπ να αποσπάσει τον Πούτιν από την επιρροή του Πεκίνου έχουν αποτύχει. Η αλήθεια, ωστόσο, φαίνεται πιο σύνθετη.
Οι εξελίξεις στην Κίνα δεν προμηνύουν μια «νέα Γιάλτα», αλλά καταδεικνύουν τη μετάβαση σε έναν κόσμο πολυκεντρικό, όπου οι χώρες κινούνται με όρους συμφέροντος και όχι με βάση ιδεολογικά στρατόπεδα.
Η «αντιστροφή» της στρατηγικής Κίσινγκερ και τα όρια του
Η πολιτική του Τραμπ συχνά συγκρίνεται με μια «αντίστροφη εκδοχή» της στρατηγικής που εφάρμοσε ο Χένρι Κίσινγκερ τη δεκαετία του 1970, όταν οι ΗΠΑ προσέγγισαν το Πεκίνο για να το χρησιμοποιήσουν ως αντίβαρο στη Σοβιετική Ένωση.
Τότε η Ουάσιγκτον πρόσφερε στην Κίνα τεράστια ανταλλάγματα: αναγνώριση στον ΟΗΕ και μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ, αντικαθιστώντας την Ταϊβάν, προνομιακό εμπορικό καθεστώς και πρόσβαση στη δυτική αγορά.
Σήμερα, αν ο Τραμπ επιθυμεί να αποσπάσει τη Ρωσία από την Κίνα, θα χρειαζόταν να προτείνει ανάλογης κλίμακας παραχωρήσεις: αναγνώριση των εδαφικών κερδών της Μόσχας στην Ουκρανία, άρση των κυρώσεων, άνοιγμα των δυτικών αγορών και ενθάρρυνση επενδύσεων στη ρωσική οικονομία. Κάτι τέτοιο είναι πολιτικά αδιανόητο για την πλειονότητα της Δύσης.
Αντίθετα, επικρατεί η αντίληψη ότι η Ρωσία πρέπει να υποστεί συνεχή πίεση και «παραδειγματική τιμωρία» για την εισβολή στην Ουκρανία, ακόμη και με τη συρρίκνωση της παρουσίας της στις διεθνείς αγορές ενέργειας.
Κατά συνέπεια, ο Τραμπ δεν μπορεί να προσφέρει στη Μόσχα τα «δώρα» που είχε δώσει η Ουάσιγκτον στο Πεκίνο πριν μισό αιώνα. Το σενάριο ενός ριζικού επαναπροσανατολισμού της Ρωσίας προς τη Δύση φαντάζει, προς το παρόν, ουτοπικό.
Ρωσία και Κίνα: συμμαχία ή σύμπτωση συμφερόντων;
Η υπόθεση ότι η Ρωσία «υποτάσσεται» στην Κίνα και μαζί δημιουργούν έναν αντιδυτικό άξονα δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Ούτε οι BRICS ούτε ο ΟΣΣ είναι στρατιωτικές συμμαχίες τύπου ΝΑΤΟ. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην Ινδία και την Κίνα παραμένουν έντονες, ενώ και οι ίδιες οι χώρες μέλη ακολουθούν πολυδιάστατη διπλωματία.
Ωστόσο, υπάρχει κοινό έδαφος σε δύο καίρια ζητήματα:
- Δευτερογενείς κυρώσεις: Η απειλή των ΗΠΑ να επιβάλλουν δασμούς ή περιορισμούς σε τρίτες χώρες που αγοράζουν ρωσικά προϊόντα –κυρίως ενέργεια– θεωρείται απειλή κατά της εθνικής κυριαρχίας. Η Ινδία και η Κίνα έχουν ήδη δείξει ότι δεν προτίθενται να υποκύψουν, ακόμα και αν επιβαρυνθούν με δασμούς. Η στάση τους υπονομεύει τη δυνατότητα της Ουάσιγκτον να διατηρεί μονομερή έλεγχο στη παγκόσμια οικονομία.
- Αποδολαριοποίηση: Η αυξανόμενη συζήτηση για περιορισμό της εξάρτησης από το δολάριο και τη δυτική χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική αποτελεί στρατηγική επιλογή. Αν και δύσκολη στην εφαρμογή, βρίσκει ευρύτερη απήχηση, καθώς προσφέρει τη δυνατότητα σε χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ινδία να προστατευθούν από τις μονομερείς κυρώσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συμφωνία Ρωσίας–Κίνας για τον αγωγό «Δύναμη της Σιβηρίας 2» δεν είναι απλώς ενεργειακή συνεργασία, αλλά και μήνυμα ότι η Μόσχα έχει εναλλακτικές εξαγωγικές διαδρομές παρά τις δυτικές πιέσεις.
Ουκρανία: η μεγάλη εξίσωση
Για την Ουκρανία, τα γεγονότα στην Κίνα επιβεβαιώνουν ότι η Ρωσία δεν βρίσκεται διεθνώς απομονωμένη στον βαθμό που θα ήθελε το Κίεβο και οι δυτικοί του σύμμαχοι. Η Μόσχα εξακολουθεί να διαθέτει διόδους εξαγωγής ενέργειας, να συμμετέχει σε πολυμερή σχήματα και να προβάλλει εικόνα ισχυρού παίκτη δίπλα στον Σι και τον Κιμ.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ρωσία αποκτά ένα σταθερό και αδιατάρακτο αντιδυτικό μπλοκ. Η εξάρτησή της από την Κίνα ενισχύεται, γεγονός που περιορίζει την ευελιξία της. Για τη Μόσχα, η επαναφορά σε μια πολυδιάστατη πολιτική –όπως αυτή που ακολουθούν Τουρκία, Ινδία ή ακόμα και η ίδια η Κίνα– είναι στρατηγικά επιθυμητή, αλλά η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία το καθιστά ανέφικτο.
Πολυπολικότητα και παραδείγματα
Η πολυδιάστατη προσέγγιση φαίνεται να κυριαρχεί σε πολλές χώρες:
- Τουρκία: παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία και συνεργάζεται ενεργά με την Κίνα.
- Ινδία: συνδυάζει στρατηγική συνεργασία με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά συνεχίζει να αγοράζει ρωσική ενέργεια και να συμμετέχει σε σχήματα με την Κίνα.
- Κίνα: στηρίζει οικονομικά τη Ρωσία, αλλά επιδιώκει διατήρηση και εμβάθυνση των σχέσεων με την Ευρώπη, ενώ οι δεσμοί της με τις ΗΠΑ, αν και τεταμένοι, δεν έχουν διαρραγεί πλήρως.
Η λογική αυτή εντάσσεται στη θεωρία του πολυπολικού κόσμου, όπου κάθε «πόλος» ισχύος αναπτύσσει ταυτόχρονα πολλαπλές σχέσεις με διαφορετικά κέντρα, αποφεύγοντας να εγκλωβιστεί σε ένα μέτωπο.
Το δίλημμα των ΗΠΑ
Το ερώτημα είναι ποια στρατηγική θα επιλέξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θα συνεχίσουν την προσπάθεια διατήρησης της παγκόσμιας ηγεμονίας μέσω πίεσης, δευτερογενών κυρώσεων και εμπορικών πολέμων; Ή θα αναγκαστούν να αποδεχθούν τον ρόλο ενός –έστω ισχυρότατου– πόλου στο πλαίσιο ενός πολυπολικού κόσμου;
Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα θα καθορίσει και τις προοπτικές της Ουκρανίας, αλλά και το αν η Ρωσία θα μπορέσει να επαναπροσανατολιστεί πολιτικά προς μια ισορροπημένη πολυδιάστατη πολιτική.
Τα γεγονότα στο Πεκίνο δείχνουν ότι οι παγκόσμιες ισορροπίες μεταβάλλονται, αλλά όχι με τη μορφή ενός ξεκάθαρου διπολισμού. Αντί για μια νέα «ψυχροπολεμική γραμμή», βλέπουμε την ανάδυση ενός ευέλικτου πολυπολικού συστήματος, όπου οι χώρες αναζητούν τρόπους να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Δύση χωρίς να κλείσουν την πόρτα σε συνεργασίες μαζί της.
Η Ρωσία, αν και ενισχύει τις σχέσεις της με την Κίνα, δεν έχει στρατηγικό συμφέρον να μετατραπεί σε «δορυφόρο» του Πεκίνου. Ούτε η Κίνα θέλει να ταυτιστεί πλήρως με τη Μόσχα, καθώς επιδιώκει να διατηρήσει επαφές με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Το κεντρικό ερώτημα παραμένει: πώς και πότε θα λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η έκβασή του θα καθορίσει εάν η Ρωσία μπορεί να επανέλθει σε μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική ή αν θα παγιωθεί ως εξαρτώμενη δύναμη υπό την αιγίδα της Κίνας.
Μέχρι τότε, οι σκηνές από το Πεκίνο με τον Σι, τον Πούτιν και τον Κιμ στην ίδια εξέδρα συμβολίζουν λιγότερο τη δημιουργία ενός «αντιδυτικού μπλοκ» και περισσότερο την πραγματικότητα ενός κόσμου όπου η ισχύς κατακερματίζεται και οι παίκτες επιλέγουν συνεργασίες κατά περίπτωση, σε μια αέναη διαπραγμάτευση ισορροπιών.
Το δόγμα του “deal” σε πολυπολικό περιβάλλον
Δεν θα ήταν παράδοξο, αν ο Ντόναλντ Τραμπ, με τη νοοτροπία του επιχειρηματία και την εμμονή του στη λογική της συμφωνίας, έχει ήδη αποδεχθεί το τέλος του δυτικού μονοπολικού κόσμου και αναζητά μια πρακτική αρχιτεκτονική συνεργασιών κατά περίπτωση.
Όπως φέρεται να επιδίωξε «συνεργασία» με τον Βλαντίμιρ Πούτιν (π.χ. στις συζητήσεις στην Αλάσκα για Αρκτική ασφάλεια/ενέργεια), έτσι θα μπορούσε –υπό προϋποθέσεις– να διερευνήσει αντίστοιχες συνεννοήσεις με την Κίνα και την Ινδία σε πεδία κοινού συμφέροντος (εμπόριο, ενέργεια, τεχνολογία, ασφάλεια εφοδιαστικών αλυσίδων).
Μια τέτοια «πολυγωνική» στρατηγική δεν προϋποθέτει ιδεολογική σύγκλιση ούτε ακύρωση των ανταγωνισμών· προϋποθέτει όμως ρεαλισμό, εσωτερική πολιτική νομιμοποίηση στις ΗΠΑ και αποδοχή από το Πεκίνο και το Νέο Δελχί ότι τα μεγάλα deals μπορούν να συνυπάρξουν με επιμέρους αντιπαραθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, αν αυτό το πείραμα προχωρήσει, θα επιτάχυνε τη μετάβαση σε έναν λειτουργικά πολυπολικό κόσμο, όπου η ισχύς μετριέται λιγότερο με «μπλοκ» και περισσότερο με ευελιξία και ικανότητα σύναψης συμφωνιών.