Μικρομεσαίες επιχειρήσεις: Επιστροφή στο 2018- Έλλειψη ρευστότητας, προς αναζήτηση προσωπικού και πελατών… με γεμάτα πορτοφόλια

 Μικρομεσαίες επιχειρήσεις: Επιστροφή στο 2018-  Έλλειψη ρευστότητας, προς αναζήτηση προσωπικού και πελατών… με γεμάτα πορτοφόλια

To περασμένο Σάββατο, ο εμπορικός σύλλογος της Αθήνας έδωσε στη δημοσιότητα έρευνα που είχε ως αντικείμενο τα πεπραγμένα των εφετινών θερινών εκπτώσεων. Τα αποτελέσματα, όπως και ο ίδιος ο σύνδεσμος τονίζει στα συμπεράσμά του, δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Τουναντίον, χτυπούν “καμπανάκια” για την εν γένει κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα ελληνικά νοικοκυριά.

Ποιο είναι το κυριότερο συμπέρασμα; Οτι η αγοραστική δύναμη των πολιτών έχει μειωθεί. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το γεγονός ότι το 77% των επιχειρήσεων του εμπορικού συλλόγου της Αθήνας κατέγραψαν μείωση τζίρου κατά τη διάρκεια των θερινών εκπτώσεων.

  • Ανάλογης σοβαρότητας ευρήματα περιέχει και η εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, γεγονός που καταδεικνύει ότι η τάση είναι γενικά και δεν αφορά μόνο τις επιχειρήσεις της Αθήνας.

Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας το πρώτο εξάμηνο του 2025, για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων (50,7%), η ζήτηση μειώθηκε. Αντίθετα, για το 32% παρέμεινε αμετάβλητη και για το 16,6% αυξήθηκε.

Το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν μείωση της ζήτησης το πρώτο εξάμηνο του 2025 (σημαντικά αυξημένο από το 38,1% του δεύτερου εξαμήνου του 2024) αποτέλεσε ρεκόρ τετραετίας, μιας και τον Ιούλιο του 2021 είχε καταγραφεί συγκρίσιμο ποσοστό επιχειρήσεων (51,7%) που δήλωσαν ότι μειώθηκε η ζήτηση.

Το καλοκαίρι του 2021 όμως η χώρα βρισκόταν ακόμη στη δίνη της πανδημίας, οπότε η μείωση της ζήτησης είχε δικαιολογία. Τώρα όμως τα πράγματα φαίνεται να είναι διαφορετικά, ειδικά αν μιλάμε για τις εμπορικές επιχειρήσεις.

Με κριτήριο τον κλάδο των επιχειρήσεων, η ζήτηση διαμορφώθηκε ως εξής: Στο εμπόριο, το 60,6% των επιχειρήσεων δήλωσε μείωση της ζήτησης, το 25,2% ότι έμεινε αμετάβλητη.

Η έρευνα του ΙΜΕ κατέδειξε ότι με κριτήριο τον κλάδο των επιχειρήσεων, η ζήτηση διαμορφώθηκε ως εξής: Στο εμπόριο, το 60,6% των επιχειρήσεων δήλωσε μείωση της ζήτησης, το 25,2% ότι έμεινε αμετάβλητη και το 12,6% ότι αυξήθηκε.

Στην μεταποίηση και τη βιοτεχνία, το 48,5% απάντησε ότι μειώθηκε, το 31,2% ότι έμεινε αμετάβλητη και το 20,3% ότι αυξήθηκε. Στις υπηρεσίες, για το 42,6% των επιχειρήσεων η ζήτηση μειώθηκε, για το 39% έμεινε αμετάβλητη και για το 18,9% αυξήθηκε.

Στα ύψη τα λειτουργικά κόστη

Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που εξακολουθούν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αποτελεί βραχνά και το λειτουργικό κόστος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε ο εμπορικός σύλλογος της Αθήνας, “η εκρηκτική αύξηση των λειτουργικών εξόδων των ΜμΕ την τελευταία τριετία από 26% στο 50% που καταγράφεται από το 70% των ερωτηθέντων επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τη διαρκή μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, δημιουργεί ένα καθεστώς οικονομικής ασφυξίας που οδηγεί τις περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε αδιέξοδο βιωσιμότητας”.

Η έρευνα του ΙΜΕ επιβεβαιώνει τα ευρήματα αυτής του εμπορικού συλλόγου της Αθήνας. Εννέα στις δέκα επιχειρήσεις δήλωσαν ότι από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης έχουν διαπιστώσει αύξηση του λειτουργικού κόστους, το οποίο μεσοσταθμικά εκτιμήθηκε στο 37,6%. 

Το στοιχείο αυτό αποτυπώνει τη διαρκή επιβάρυνση που προκαλούν οι αυξημένες τιμές ενέργειας και οι γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις.

Ισως γι’ αυτό ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων υποχώρησε σημαντικά κατά 12 περίπου μονάδες το Α εξάμηνο του 2025 και διαμορφώθηκε στις 47,2 μονάδες. Οι επιχειρηματίες αγωνιούν για το επαγγελματικό τους μέλλον.

Αλλά την ίδια ώρα, όποιοι επιχειρούν να ενισχύσουν τις επιχειρήσεις του με προσωπικό, βρίσκουν σε τοίχο καθώς δεν μπορούν να βρουν εύκολα εργαζόμενους. 

Σύμφωνα με το ΙΜΕ, το 41,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι έχει αυτό το πρόβλημα, ενώ το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα βρίσκεται σχεδόν δέκα ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα. Και όλα αυτά ενώ οι περιστάσεις για εύρεση εργασίας μοιάζουν, στη θεωρία, τουλάχιστον, ευνοϊκές.

Τα στοιχεία δείχνουν μια συνολική θετική τάση στην απασχόληση, με το 10,1% των επιχειρήσεων να αναφέρει αύξηση στο προσωπικό και το 4,9% μείωση. Ο κλάδος της μεταποίησης ξεχωρίζει ως ο πιο δυναμικός στην αύξηση θέσεων εργασίας το πρώτο εξάμηνο του 2025, με το 12,2% των επιχειρήσεων να αυξάνει το προσωπικό τους και το 4,7% να το μειώνει.

Ολα τα παραπάνω στοιχεία συντελούν στη μεταφορά τζίρου και κέρδους στις μεγάλες επιχειρήσεις, συμπέρασμα που εξάγεται και από τις δύο έρευνες. Ηδη, στις εμπορικές επιχειρήσεις στις οποίες ο ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος, καταγράφεται μεταφορά τζίρου από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις προς τις πολυεθνικές, τα πολυκαταστήματα και τις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες (ευρωπαϊκές και ασιατικές).

Τέλος, η ρευστότητα συνιστά ζητούμενο και όχι δεδομένο για τις περισσότερες ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς το 56,7% δήλωσε περαιτέρω μείωση στο πρώτο εξάμηνο του 2025. 

Αυτό, όπως τονίζουν οι συντάκτες της έρευνες του ΙΜΕ, “παραπέμπει στις συνθήκες του πρώτου εξαμήνου του 2018, όταν η στενότητα χρηματοδοτικών πόρων είχε οδηγήσει σε συρρίκνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Η επανάληψη αυτού του μοτίβου υποδηλώνει την ύπαρξη διαρθρωτικών προβλημάτων και αναδεικνύει τον κίνδυνο δημιουργίας ενός φαύλου κύκλου περιορισμένης ρευστότητας, μειωμένων επενδύσεων και συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας”. 

Με λίγα λόγια: Υπάρχει πρόβλημα.