Η εμμονή της Ουάσινγκτον με την Κίνα: Αντιπαράθεση εξουσίας ή φόβος απώλειας ελέγχου;

 Η εμμονή της Ουάσινγκτον με την Κίνα: Αντιπαράθεση εξουσίας ή φόβος απώλειας ελέγχου;

Σε μια περίοδο παγκόσμιας αβεβαιότητας και μεταβαλλόμενων γεωοικονομικών ισορροπιών, η αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας έχει αποκτήσει σχεδόν δομικά χαρακτηριστικά. Η Ουάσινγκτον, άλλοτε προσηλωμένη σε έναν προσεκτικό συγκερασμό συνεργασίας και ανταγωνισμού με το Πεκίνο, έχει τα τελευταία χρόνια υιοθετήσει μια ρητορική και πρακτική εχθρότητας, που εκτείνεται από την επιβολή οικονομικών κυρώσεων έως την προσπάθεια στρατιωτικής περικύκλωσης της Κίνας. Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, τα μέσα ενημέρωσης και η πολιτική ελίτ επιμένουν να παρουσιάζουν την Κίνα ως μια ανερχόμενη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια. Πίσω, όμως, από αυτό το αφήγημα, κρύβεται μια βαθύτερη ανησυχία του δυτικού κεφαλαίου για τη σταδιακή διάρρηξη των παγκόσμιων μηχανισμών άνισης ανταλλαγής που διασφαλίζουν την ηγεμονία του.

Η σύγκρουση δεν είναι απλώς γεωπολιτική, αλλά εγγράφεται στο ευρύτερο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής ιεραρχίας και της πρόκλησης που συνιστά η Κίνα απέναντι σε αυτή.

Η ανάδυση της Κίνας ως παγκόσμιου οικονομικού και τεχνολογικού κόμβου δεν προέκυψε από το κενό. Από τη δεκαετία του 1980 και εξής, όταν το Πεκίνο άνοιξε την οικονομία του στο ξένο κεφάλαιο, εντάχθηκε σταδιακά στον διεθνή καταμερισμό εργασίας με τρόπο λειτουργικό για το δυτικό σύστημα. Οι χαμηλόμισθοι αλλά υψηλής παραγωγικότητας εργάτες της Κίνας αποτέλεσαν κρίσιμο στοιχείο για την κερδοφορία των δυτικών πολυεθνικών. Εταιρείες όπως η Apple βασίστηκαν εκτενώς σε κινεζικές μονάδες παραγωγής, αποφεύγοντας το υψηλότερο κόστος που θα συνεπαγόταν η εγχώρια βιομηχανική δραστηριότητα.

Ωστόσο, αυτή η ισορροπία διαταράχθηκε ριζικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Οι αμοιβές στην Κίνα αυξήθηκαν δραστικά – από κάτω του 1 δολαρίου ανά ώρα το 2005 σε πάνω από 8 δολάρια σήμερα – ξεπερνώντας όχι μόνο την Ινδία αλλά και όλες τις άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας. Η αύξηση αυτή δεν οφείλεται μόνο στη φυσιολογική εξέλιξη του οικονομικού κύκλου, αλλά και σε συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές του Πεκίνου. Η κυβέρνηση του Σι Τζινπίνγκ ενίσχυσε τον δημόσιο τομέα, επένδυσε στις υποδομές πρόνοιας (υγεία, στέγαση) και στήριξε τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, επιτρέποντάς τους να αποσπούν μεγαλύτερο μερίδιο από την παραγόμενη αξία.

Η άνοδος των μισθών και η αντίστοιχη βελτίωση των όρων ανταλλαγής – δηλαδή η μείωση της εξάρτησης της Κίνας από μαζικές εξαγωγές για την εισαγωγή βασικών αγαθών – απειλεί άμεσα το μοντέλο άνισης ανταλλαγής που επί δεκαετίες ωφελούσε τη Δύση. Οι εταιρείες του παγκόσμιου Βορρά στηρίζονταν σε φθηνή εργασία και πρώτες ύλες του παγκόσμιου Νότου· η Κίνα, όμως, δεν λειτουργεί πλέον ως φτηνή αποικία εργασίας, αλλά ως ανεξάρτητος πόλος ανάπτυξης.

Αντιμέτωπη με αυτή τη νέα πραγματικότητα, η Ουάσινγκτον δοκιμάζει διάφορες στρατηγικές. Αρχικά, ενίσχυσε τη ρητορική περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών από την Κίνα, κατηγορώντας την για τεχνητή υποτίμηση του νομίσματός της, του γιουάν. Ωστόσο, όπως επεσήμανε ήδη από το 2017 ο οικονομολόγος Χοσέ Αντόνιο Οκάμπο του ΔΝΤ, η Κίνα τα τελευταία χρόνια κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει την υποτίμηση, ακόμα και θυσιάζοντας συναλλαγματικά αποθέματα. Το 2019, η υποχώρηση του γιουάν δεν ήταν στρατηγική επιλογή αλλά αντίδραση στους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ.

Παράλληλα, οι ΗΠΑ αναζητούν νέα παραγωγικά κέντρα σε φθηνότερες χώρες, όπως η Ινδία ή το Βιετνάμ. Όμως η μετακίνηση γραμμών παραγωγής δεν είναι εύκολη: συνεπάγεται απώλεια τεχνογνωσίας, οργανωτικής συνοχής και ρίσκα διακοπής των εφοδιαστικών αλυσίδων.

Όταν η αναδιάρθρωση αποδεικνύεται δύσκολη, η καταφυγή στον οικονομικό και στρατιωτικό εκβιασμό γίνεται μονόδρομος. Οι κυρώσεις που επιβάλλει η Ουάσινγκτον στην τεχνολογική πρόοδο της Κίνας – στον τομέα των μικροτσίπ, της τεχνητής νοημοσύνης, των τηλεπικοινωνιών – δεν στοχεύουν μόνο στην επιβράδυνση της ανάπτυξης, αλλά και στην προληπτική ανάσχεση μιας τεχνολογικής αυτονομίας που θα μπορούσε να μειώσει την εξάρτηση του παγκόσμιου Νότου από τη Δύση.

Η Κίνα, ωστόσο, έχει σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο: πρωτοπορεί στις ΑΠΕ, στα ηλεκτρικά οχήματα, στα δίκτυα υψηλής ταχύτητας, ακόμα και στην κατασκευή εμπορικών αεροσκαφών. Αυτά είναι πεδία που, ιστορικά, μονοπωλούνταν από το δυτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα. Το γεγονός ότι μια μεσαίου εισοδήματος χώρα επιτυγχάνει τέτοια τεχνολογικά επιτεύγματα χωρίς να ακολουθεί τις νεοφιλελεύθερες συνταγές του ΔΝΤ προκαλεί ανησυχία στη Δύση, όχι για στρατιωτικούς λόγους, αλλά επειδή υπονομεύεται η δομική εξάρτηση των φτωχότερων χωρών.

Η στρατιωτική διάσταση της αμερικανικής στρατηγικής, παρότι συχνά επικοινωνείται ως αναγκαία άμυνα απέναντι στον κινεζικό επεκτατισμό, δεν επιβεβαιώνεται από τα δεδομένα. Η Κίνα διαθέτει μια μόνο στρατιωτική βάση εκτός συνόρων, στο Τζιμπουτί, ενώ οι ΗΠΑ διαθέτουν εκατοντάδες βάσεις, πολλές εκ των οποίων βρίσκονται κοντά στην Κίνα. Το στρατιωτικό κόστος ανά πολίτη είναι υπερδεκαπλάσιο στις ΗΠΑ, ενώ το πυρηνικό οπλοστάσιο της Ουάσινγκτον είναι οκτώ φορές μεγαλύτερο από αυτό του Πεκίνου.

Η Κίνα δεν έχει εμπλακεί σε διεθνή στρατιωτική επιχείρηση εδώ και πάνω από 40 χρόνια, τη στιγμή που οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις ή ανατροπές καθεστώτων σε τουλάχιστον δώδεκα χώρες από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Η εικόνα της στρατιωτικής απειλής που προβάλλεται από τη Δύση δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Η αληθινή απειλή που βλέπει η Ουάσινγκτον είναι η οικονομική και τεχνολογική ανεξαρτησία της Κίνας, και κυρίως η δυνατότητά της να εμπνεύσει εναλλακτικά αναπτυξιακά μοντέλα για τον παγκόσμιο Νότο.

Η παραγωγική στρατηγική της Κίνας, η κρατική παρέμβαση και η ανθεκτικότητα του εσωτερικού της μοντέλου τρομάζουν τις χώρες του Βορρά, γιατί ακριβώς καταδεικνύουν ότι η πρόοδος δεν προϋποθέτει υποταγή στη δυτική ορθοδοξία. Η ανάπτυξη με όρους κυριαρχίας – και όχι εξάρτησης – συνιστά μια θεσμική και ιδεολογική απειλή για το κυρίαρχο μοντέλο.

Η ρητορική της Ουάσινγκτον περί «κινεζικής απειλής» αποκαλύπτεται έτσι ως μηχανισμός υπεράσπισης της ηγεμονίας της – όχι απέναντι σε κάποια επιθετική δύναμη, αλλά απέναντι σε μια διαφορετική δυνατότητα. Το ερώτημα δεν είναι αν η Κίνα επιθυμεί να κυριαρχήσει στον κόσμο με στρατιωτικά μέσα – τα δεδομένα δείχνουν το αντίθετο. Το ερώτημα είναι αν θα της επιτραπεί να αναπτυχθεί με τους δικούς της όρους, σε έναν κόσμο που εδώ και δεκαετίες προϋποθέτει την εξάρτηση των πολλών από τους λίγους.