Ανάλυση: Η Ουκρανία πύλη προς τον Αρμαγεδδώνα του πυρηνικού πολέμου;
Η επανεμφάνιση του Ντόναλντ Τραμπ στο διεθνές προσκήνιο με δηλώσεις περί «ετοιμότητας για πυρηνικό πόλεμο με τη Ρωσία», συνοδευόμενες από πληροφορίες για μετακινήσεις πυρηνικών υποβρυχίων κοντά στα ρωσικά χωρικά ύδατα, επανέφερε στο δημόσιο διάλογο το ενδεχόμενο Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα σενάρια που συνδέουν τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία με μια επικείμενη παγκόσμια σύρραξη εντείνονται τις τελευταίες εβδομάδες, ενόψει και της κλιμάκωσης των γεωπολιτικών ανταγωνισμών ΗΠΑ–Κίνας και της στρατιωτικής κόπωσης στην Ευρώπη. Ωστόσο, παρά τη δραματική φόρτιση του δημόσιου λόγου, μια διαφορετική σχολή σκέψης κάνει λόγο για μια συνειδητή πολιτική κλιμάκωσης εκ μέρους του Τραμπ –όχι με σκοπό τη σύγκρουση, αλλά ως εργαλείο πίεσης για μια μεγάλη συμφωνία με τη Μόσχα.
Η λογική είναι απλή: για να «σώσεις τον κόσμο από τον πυρηνικό όλεθρο», πρέπει πρώτα να τον απειλήσεις με αυτόν.
Το σενάριο της συμφωνίας, όσο ελκυστικό κι αν ακούγεται σε όσους επιθυμούν τον τερματισμό του πολέμου, σκοντάφτει σε δομικά ερωτήματα: Ποιοι θα είναι οι όροι της; Ποια πλευρά θα υποχωρήσει; Τι θα σημαίνει αυτό για την ασφάλεια της Ευρώπης, την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και την αρχιτεκτονική της διεθνούς τάξης;
Οι εκδοχές μιας ενδεχόμενης “μεγάλης συμφωνίας” ποικίλλουν:
- Η Ρωσία υποχωρεί από τους στρατηγικούς της στόχους, δέχεται εκεχειρία με βάση τη γραμμή του μετώπου και αποσπά ανταλλάγματα από τις ΗΠΑ (π.χ. άρση κυρώσεων, εγγυήσεις ασφάλειας).
- Η Κίνα και άλλες δυνάμεις του μη δυτικού κόσμου συντονίζουν πιέσεις προς τη Μόσχα, φοβούμενες ότι η παράταση του πολέμου οδηγεί σε παγκόσμια οικονομική αστάθεια ή και εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ.
- Οι ΗΠΑ, υπό τον Τραμπ, πιέζουν την Ουκρανία να αποδεχθεί μέρος των ρωσικών όρων για κατάπαυση πυρός, προσφέροντας πολιτική κάλυψη ως αντάλλαγμα.
- Σημαντικές εσωτερικές αλλαγές σε Ουκρανία ή Ρωσία (πολιτικές, κοινωνικές ή στρατιωτικές) αλλάζουν τη στάση μιας εκ των δύο πλευρών.
- Συνδυασμός όλων των παραπάνω, σε μια συντονισμένη διεθνή πρωτοβουλία που οδηγεί σε ένα νέο είδος συμβιβασμού.
Κανένα όμως από αυτά τα σενάρια δεν φαίνεται σήμερα ιδιαίτερα ρεαλιστικό. Αντίθετα, όλα τα σημάδια συγκλίνουν σε παρατεταμένη σύγκρουση και πιθανή κλιμάκωση. Ο ίδιος ο Τραμπ, όσο κι αν μιλάει για πυρηνική ετοιμότητα, έχει ιστορικά αποφύγει να αμφισβητήσει ανοιχτά τις δεσμεύσεις του ΝΑΤΟ έναντι των μελών του. Και αυτό έχει σημασία, καθώς επαναφέρει στο προσκήνιο το θεμελιώδες ερώτημα: είναι ρεαλιστικό ένα σενάριο άμεσης σύγκρουσης Ρωσίας–Δύσης;
Οι ενδείξεις, παρά τις πολεμικές ρητορικές, λένε όχι. Η βασική γραμμή ανάσχεσης μιας παγκόσμιας σύρραξης παραμένει ενεργή: ο φόβος της αμοιβαίας πυρηνικής καταστροφής. Αυτό ήταν που απέτρεψε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και εξακολουθεί να ισχύει σήμερα.
Ακόμη και σε περιβάλλον ακραίας ρητορικής –όπως η πρόσφατη πρόβλεψη του Πολωνού πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ για πιθανή ρωσική επίθεση στην Ευρώπη ως το 2027, βασισμένη σε εκτιμήσεις της MI6 και του ΝΑΤΟ– το βασικό επιχείρημα παραμένει ότι η Ρωσία, παρότι εξαπέλυσε απρόκλητη επίθεση κατά της Ουκρανίας, δεν έχει την ικανότητα να επιτεθεί στο ΝΑΤΟ χωρίς να αυτοκαταστραφεί.
Η συγκριτική ανάλυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων ενισχύει αυτό το επιχείρημα:
- Η Ρωσία πολεμά εδώ και δύο χρόνια μια χώρα με υποπολλαπλάσιο πληθυσμό και στρατιωτική ισχύ, και παρά ταύτα δεν έχει επιτύχει στρατηγική υπεροχή.
- Η στρατιωτική της οικονομία έχει υπερβεί τα όρια βιωσιμότητας, με τις κυρώσεις να πλήττουν καίρια την εφοδιαστική της αλυσίδα.
- Ακόμη κι αν μεμονωμένα κράτη του ΝΑΤΟ διστάσουν σε περίπτωση ρωσικής πρόκλησης, η συνολική στρατιωτική δύναμη της Συμμαχίας είναι πολλαπλάσια της ρωσικής.
Επομένως, οποιαδήποτε συμβατική επίθεση της Ρωσίας κατά του ΝΑΤΟ είναι καταδικασμένη σε ήττα. Και για να την αποτρέψει, η Μόσχα θα έπρεπε να προσφύγει σε προληπτική χρήση πυρηνικών όπλων. Όμως αυτό σημαίνει άμεση πυρηνική ανταπάντηση και καταστροφή του ρωσικού κράτους. Η ηγεσία του Κρεμλίνου το γνωρίζει – και ακριβώς αυτός ο φόβος διατηρεί την ισορροπία του τρόμου.
Οι διακηρύξεις περί επικείμενης ρωσικής εισβολής στην Ευρώπη έχουν, κατά κύριο λόγο, επικοινωνιακή και πολιτική λειτουργία:
- Ενισχύουν τη δημόσια στήριξη στις στρατιωτικές δαπάνες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
- Νομιμοποιούν τη συνεχιζόμενη ή και αυξανόμενη στήριξη της Ουκρανίας.
- Συγκρατούν φυγόκεντρες τάσεις εντός του ΝΑΤΟ και επανενσωματώνουν τις ΗΠΑ ως εγγυητή της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Ωστόσο, όσο περισσότερο αναπαράγονται αυτά τα σενάρια, τόσο περισσότερο αυτοεκπληρούμενα μπορεί να γίνουν. Ο παρατεταμένος πόλεμος, η αύξηση της έντασης στα Βαλκάνια, η πόλωση στον Ειρηνικό με την Κίνα και η αστάθεια στη Μέση Ανατολή αυξάνουν τον κίνδυνο ενός λανθασμένου υπολογισμού ή μιας αιφνίδιας κλιμάκωσης.
Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα δεν είναι «αν» θα ξεσπάσει Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να παρακαμφθεί ο αποτρεπτικός μηχανισμός του πυρηνικού φόβου. Τρεις είναι οι θεωρητικά πιθανές συνθήκες:
- Η απώλεια ορθολογισμού από ηγέτη πυρηνικής δύναμης, που θα επιλέξει την «έξοδο» μέσα από την πυρηνική καταστροφή.
- Η τεχνολογική πρόοδος που θα επιτρέψει την αχρήστευση του πυρηνικού οπλοστασίου του αντιπάλου.
- Η αποσύνθεση του ΝΑΤΟ και η επιστροφή της Ευρώπης σε κατακερματισμένες πολιτικές ενότητες χωρίς κοινή άμυνα, όπου η Ρωσία θα μπορούσε να επιτεθεί σε ευάλωτα κράτη χωρίς μαζική αποτροπή.
Όλες οι παραπάνω υποθέσεις είναι επί του παρόντος εκτός πραγματικότητας. Η ρητορική του Τραμπ, ακόμη και όταν μοιάζει αντινατοϊκή, δεν στοχεύει στην αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, αλλά στην αναδιαπραγμάτευση των όρων συμμετοχής – οικονομικά κυρίως.
Κατά συνέπεια, το μοναδικό πραγματικό σημείο ανάφλεξης με ικανότητα να ανοίξει την «πύλη» προς τον Τρίτο Παγκόσμιο είναι ο ίδιος ο πόλεμος στην Ουκρανία. Καμία άλλη σύγκρουση με συμμετοχή πυρηνικών δυνάμεων στο παρελθόν –ούτε η Κορέα, ούτε το Βιετνάμ, ούτε το Αφγανιστάν– δεν είχε τόσο μεγάλη εμπλοκή, τόσο υψηλό ρίσκο στρατηγικής ήττας και τέτοιο βάθος συμμαχικών εξαρτήσεων.
Η κλιμακούμενη ανάμιξη του ΝΑΤΟ, με στρατιωτική, πληροφοριακή και οικονομική υποστήριξη στην Ουκρανία, εντείνει τον κίνδυνο πρόκλησης ρωσικής αντίδρασης, η οποία δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει πυρηνικά όπλα εάν το Κρεμλίνο κρίνει ότι επίκειται στρατηγική ήττα.
Το ενδεχόμενο αυτό, όσο μακρινό κι αν φαίνεται, δεν είναι αμελητέο. Η μεταφορά πυρηνικών όπλων σε υποβρύχια, η ενεργοποίηση πυρηνικών σχηματισμών στην περιφέρεια της Ρωσίας και οι αναφορές σε πιθανά πλήγματα κατά κρίσιμων υποδομών (λιμάνια, ενέργεια) δημιουργούν ένα κλίμα ανησυχίας. Το πάγωμα των διαύλων επικοινωνίας και η διάχυση στρατηγικών κόκκινων γραμμών επιτείνουν τον κίνδυνο.
Επομένως, το ερώτημα δεν είναι πλέον μόνο στρατηγικό ή γεωπολιτικό. Είναι υπαρξιακό: Πώς κλείνεις μια πύλη προς τον Αρμαγεδδώνα;
Η απάντηση –όσο δύσκολη κι αν είναι– βρίσκεται στην επείγουσα ανάγκη εξεύρεσης πολιτικής λύσης στο ουκρανικό. Μια λύση που να διασώζει την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, να εξασφαλίζει τη σταθερότητα στην Ευρώπη και να επαναφέρει ένα λειτουργικό καθεστώς αποτροπής, χωρίς να οδηγεί σε ντε φάκτο υποταγή στο δίκαιο του ισχυρού.
Μέχρι τότε, η Ουκρανία παραμένει το μοναδικό πραγματικό σημείο ανάφλεξης που μπορεί να μετατραπεί σε παγκόσμια καταστροφή.