Δασμοί: Ποιον ευνοεί η συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ – Τα κομβικά σημεία

 Δασμοί: Ποιον ευνοεί η συμφωνία ΕΕ–ΗΠΑ – Τα κομβικά σημεία

Μια συμφωνία που αναμενόταν με έντονη αγωνία και αβεβαιότητα, υλοποιήθηκε τελικά στο παρά πέντε: η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν την Κυριακή μια νέα εμπορική συμφωνία, η οποία προβλέπει δασμούς 15% σε βασικά προϊόντα, επενδύσεις-μαμούθ εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων και άρση των απειλών εμπορικού πολέμου. Ο Ντόναλντ Τραμπ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παραχώρησαν από κοινού συνέντευξη Τύπου, κάνοντας λόγο για μια «ιστορική συμφωνία», με τον Αμερικανό πρόεδρο να τη χαρακτηρίζει «τη μεγαλύτερη που έγινε ποτέ».

Πέρα από τις επικοινωνιακές δηλώσεις υψηλού συμβολισμού, όμως, η συμφωνία έχει πολλαπλές διαστάσεις: οικονομικές, γεωστρατηγικές και πολιτικές — και δεν ευνοεί όλους εξίσου.

Τι περιλαμβάνει η συμφωνία

Στον πυρήνα της συμφωνίας περιλαμβάνονται τρεις βασικές δεσμεύσεις:

  • Δασμολογική εξομάλυνση με σταθερό συντελεστή 15% για τα περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα.
    Το μέτρο αυτό αντικαθιστά το απειλούμενο σενάριο δασμών 30% από τις ΗΠΑ και επαναφέρει την ΕΕ σε καθεστώς ελαφρύτερης εμπορικής επιβάρυνσης. Στην πράξη, αφορά προϊόντα όπως αυτοκίνητα, φαρμακευτικά, ημιαγωγούς και βιομηχανικά εξαρτήματα.
  • Ενεργειακή συμφωνία-μαμούθ ύψους 750 δισ. δολαρίων: η ΕΕ δεσμεύεται να αγοράσει ενεργειακά προϊόντα από τις ΗΠΑ, με ιδιαίτερη έμφαση στο LNG, το πετρέλαιο και τα πυρηνικά καύσιμα. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε πως στόχος είναι η αντικατάσταση της ρωσικής ενέργειας.
  • Πρόσθετες επενδύσεις ύψους 600 δισ. δολαρίων: πρόκειται για κεφάλαια που ευρωπαϊκές εταιρείες θα επενδύσουν στις ΗΠΑ, κυρίως στους τομείς της τεχνολογίας και της φαρμακοβιομηχανίας.

Που κερδίζουν ΗΠΑ και ΕΕ;

Ηνωμένες Πολιτείες:

Ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται να κερδίζει σε τρία επίπεδα:

  • Οικονομικό: Μόνο από τους δασμούς, η Ουάσιγκτον εκτιμά ότι θα αποκομίσει περίπου 90 δισ. δολάρια ετησίως, σύμφωνα με τα περσινά εμπορικά στοιχεία.
  • Γεωπολιτικό: Η αυξημένη ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ ενισχύει τη γεωπολιτική επιρροή της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη — ως εναλλακτική στην ρωσική επιρροή.
  • Επικοινωνιακό: Η προσωπική εμπλοκή του Τραμπ — που ανέτρεψε έναν σχεδόν αποτυχημένο διαπραγματευτικό κύκλο — προβάλλεται ως απόδειξη του ηγητικού του στυλ στις διεθνείς συναλλαγές.

Ευρωπαϊκή Ένωση:

Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσιάζει τη συμφωνία ως αποτροπή εμπορικού πολέμου, αφού απετράπησαν οι απειλούμενοι δασμοί 30%. Επιπλέον, εξασφάλισε:

  • Μερική αμοιβαιότητα σε κρίσιμους τομείς (αεροναυπηγική, χημικά, επιλεγμένα αγροτικά προϊόντα) μέσω “zero-for-zero” συμφωνίας.
  • Προβλεψιμότητα για τους ευρωπαϊκούς εξαγωγείς, ιδιαίτερα για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που είχε πληγεί από την προηγούμενη ένταση.
  • Πολιτικό όφελος για την ηγεσία της Κομισιόν, καθώς αποφεύχθηκε ρήξη με την Ουάσιγκτον και διατηρήθηκε η ενότητα των 27 κρατών-μελών.

Ποιοι εκφράζουν ανησυχία

Παρά τους πανηγυρισμούς, δεν λείπουν οι αντιδράσεις και οι επιφυλάξεις:

  • Οι μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα από την Ανατολική Ευρώπη, θεωρούν πως η συμφωνία ωφελεί κυρίως τις γερμανικές και γαλλικές βιομηχανίες.
  • Ο γεωργικός τομέας στην ΕΕ εμφανίζεται ως ο μεγάλος χαμένος, καθώς δεν επιτεύχθηκε άρση των εμποδίων στην εξαγωγή ευρωπαϊκών προϊόντων προς τις ΗΠΑ.
  • Ο τομέας των οινοπνευματωδών δεν καλύπτεται από το πλαίσιο της συμφωνίας — γεγονός που πλήττει χώρες όπως Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία.

Γεωστρατηγικές επιπτώσεις: ενέργεια και ασφάλεια

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της συμφωνίας είναι η ενεργειακή διάσταση.

Η φον ντερ Λάιεν τόνισε ότι οι εισαγωγές αμερικανικού LNG και πυρηνικής ενέργειας θα μειώσουν την εξάρτηση από τη Ρωσία — ένα σαφές πολιτικό μήνυμα προς τη Μόσχα. Πρόκειται για επιβεβαίωση της στροφής της ΕΕ προς τις ΗΠΑ σε μια εποχή ενεργειακής αβεβαιότητας.

Ωστόσο, η μεταφορά της εξάρτησης από τη Μόσχα στην Ουάσιγκτον δημιουργεί νέους προβληματισμούς, ειδικά σε κράτη-μέλη που επιδιώκουν ενεργειακή αυτονομία και διαφοροποίηση.

Σχόλια και αντιδράσεις: ποικιλία και συγκρατημένη αισιοδοξία

Ο Γερμανός Καγκελάριος Friedrich Merz δήλωσε ότι «καταφέραμε να αποφύγουμε έναν εμπορικό πόλεμο που θα έπληττε σοβαρά την εξαγωγική μας οικονομία».

Αντίθετα, ανώνυμοι διπλωματικοί κύκλοι στις Βρυξέλλες εκτιμούν ότι η ΕΕ έκανε παραχωρήσεις για χάρη της σταθερότητας, χωρίς να πετύχει όλα όσα διεκδικούσε.

Αναλυτές του Ευρωπαϊκού Εμπορικού Φόρουμ σημειώνουν πως πρόκειται για συμφωνία ανάγκης, που δεν λύνει αλλά μεταθέτει τις δομικές ασυμμετρίες. Η εμπορική ανισορροπία (606 δισ. δολάρια εξαγωγές από την ΕΕ προς τις ΗΠΑ – 370 δισ. εισαγωγές) παραμένει, και ο Τραμπ συνεχίζει να τη θεωρεί πρόβλημα για την αμερικανική οικονομία.

Τι ακολουθεί: κύρωση και… προσδοκίες

Η συμφωνία θα πρέπει τώρα να εγκριθεί από τα 27 κράτη-μέλη, γεγονός που ενδέχεται να επιφέρει καθυστερήσεις ή ακόμη και τροποποιήσεις.

Παράλληλα, η Ουάσιγκτον συνεχίζει διαπραγματεύσεις με Κίνα, Καναδά και Μεξικό, ενώ έχουν ήδη υπογραφεί συμφωνίες με Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, Βιετνάμ και Ινδονησία.

Αν ο Τραμπ συνεχίσει με τον ίδιο ρυθμό, το επόμενο 48ωρο ίσως φέρει περαιτέρω σταθερότητα στο παγκόσμιο εμπόριο — ή νέες εντάσεις, αν οι συνομιλίες με την Κίνα αποτύχουν.

Συμβιβασμός, όχι λύση

Η συμφωνία Τραμπ–φον ντερ Λάιεν δεν αποτελεί μια στρατηγική τομή στο παγκόσμιο εμπόριο. Είναι, ωστόσο, ένα ελεγχόμενο βήμα πίσω από τον κίνδυνο ενός εμπορικού πολέμου.

Για την Ευρώπη, συνιστά μια προσωρινή ανακούφιση. Για τις ΗΠΑ, μια ακόμη επιβεβαίωση της επιθετικής εμπορικής στρατηγικής του Προέδρου. Για τις διεθνείς αγορές, μια ανάσα σταθερότητας σε μια εποχή ρευστότητας και πολυπολικής αστάθειας.

Το ερώτημα όμως παραμένει: Είναι αυτό το μοντέλο βιώσιμο — ή απλώς μια συμφωνία ανακωχής πριν την επόμενη κρίση;