Η κατανομή του εισοδήματος: Ένα πρόβλημα αμιγώς πολιτικό
Σε μια Ευρώπη που μαστίζεται από οικονομική στασιμότητα και κοινωνική πίεση, η Ελλάδα προσφέρει ένα παράδοξο: Μια ιστορία ανάκαμψης που συνυπάρχει με μια βαθιά κοινωνική δυσφορία. Με μια ματιά, το ΑΕΠ και οι επενδύσεις έστω και αργά αυξάνονται και η απασχόληση έχει ανακάμψει από τις πιο σκοτεινές ημέρες της κρίσης. Αλλά αυτά τα γεγονότα συγκαλύπτουν μερικές άλλες, σημαντικές εξελίξεις.
Του Ηλία Κικίλια (από το KREPORT)*
Η κατανομή του εισοδήματος, στον πυρήνα της είναι μια «πολιτική δήλωση» σχετικά με το ποιος κερδίζει από την ανάπτυξη.
Στην Ελλάδα, τα μερίδια μισθών και κερδών στο εισόδημα από 29% και 61% το 1995, διαμορφώθηκαν σε 36% και 54% το 2009 και 37% και 48% το 2019, μια πορεία αντίθετη των διεθνών τάσεων. Στις χώρες της Ευρώζώνης – και τη συγκρίσιμη Πορτογαλία – τα τελευταία 30 χρόνια το μερίδιο της εξηρτημένης εργασίας στο ΑΕΠ κινείται στην περιοχή του 46%-49% και των κερδών στην περιοχή του 40%-43%. Οι μισθοί, στη χώρα αυτή, έχασαν 4 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009 και 2016 – grosso mondo τη «μνημονιακή» της περίοδο – με τα κέρδη να κερδίζουν μόλις 1,7, αλλά η τάση αυτή αντιστράφηκε πλήρως μέχρι το 2024 με τους μισθούς να κερδίζουν 4,7 μονάδες και τα κέρδη να χάνουν 4,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Το μήνυμα είναι ότι η οικονομική πολιτική, ακόμη και εντός της Ευρωζώνης, μπορεί να συνδυάζει τη δημοσιονομική πειθαρχία και την οικονομική αποδοτικότητα με τη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος.
Το 2024 το μερίδιο των μισθών στη χώρα μας μειώθηκε στο 35% από 36,8% το 2019 και τα κέρδη εκτινάχθηκαν στο 50,2% από 48,3%, όταν το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 52,4 δισ. αλλά μόνο τα 15 δισ. καλύφθηκαν από τους μισθούς της εξηρτημένης εργασίας ενώ 30 δισ. πήγαν στα κέρδη. Αυτό σηματοδοτεί την επιδείνωση της ανισότητας στη λειτουργική κατανομή του εισοδήματος, του τρόπου με τον οποίο το προϊόν κατανέμεται μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.
Συγκρίνετε αυτό με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης: Το 2024, οι μισθοί αντιστοιχούσαν στο 48,5% του ΑΕΠ και τα κέρδη στο 40,7%. Η Πορτογαλία ανέφερε μερίδιο μισθών 48,3% και μερίδιο κερδών 38,7%. Σε πλήρη αντίθεση, το μερίδιο των μισθών στην Ελλάδα είναι άνω των 13 ποσοστιαίων μονάδων χαμηλότερο και των κερδών σχεδόν 12 μονάδες υψηλότερο.
Η διαφορετική, σε σχέση με τις διεθνείς τάσεις, εξέλιξη της κατανομής του εισοδήματος στη χώρα μας, ωστόσο, δεν οφείλεται σε κάποια «επιτυχία» της μισθωτής εργασίας να αποσπά ένα ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο του προϊόντος, αλλά στην βαθμιαία αλλαγή της κοινωνικής δομής της οικονομίας.
Η μισθωτή εξηρτημένη εργασία έχει διευρυνθεί – από 60% του εργατικού δυναμικού το 2000 σε 69% το 2024 – αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της Πορτογαλίας που είναι 86%. Ταυτόχρονα, το 19% των Ελλήνων εργαζομένων είναι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό – σχεδόν 800 χιλ. άτομα που περιλαμβάνουν οιονεί μισθωτούς, τα «μπλοκάκια» και επαγγελματίες σε τεχνικά ή επιστημονικά ελεύθερα επαγγέλματα – 10 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω από το 9% της Πορτογαλίας και της Ευρώπης. Προσθέστε και ότι σχεδόν το 30% της εξηρτημένης εργασίας του ιδιωτικού τομέα στη χώρα μας είναι κατανεμημένο σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, (<10 απασχ.): μόλις το 40% των εργαζομένων της χώρας υπάγεται στις μορφές οργάνωσης μιας τυπικής αγοράς εργασίας.
Τι θα γινόταν αν η Ελλάδα είχε την ίδια κοινωνική δομή της αγοράς εργασίας με την Πορτογαλία;
Αν μετακινήσουμε τις “πλεονάζουσες” 10 ποσοστιαίες μονάδες (περίπου 425 χιλ. άτομα) των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό της χώρας μας στην κατηγορία των μισθωτών, οι αποδοχές τους – με βάση μια συντηρητική υπόθεση ότι το μέσο ετήσιο εισόδημά τους ισοδυναμεί με τον μέσο μισθό πλήρους απασχόλησης, δηλ. 25.000 ευρώ, συμπ. εργοδοτικών εισφορών ή 1470 ευρώ μεικτό μηνιαίο μισθό – θα προσέθεταν σχεδόν 9,2 δισ. ευρώ στο μερίδιο των μισθωτών. Οι μισθοί φαίνονται πιο υγιείς, ανεβαίνοντας στο 38,9% του ΑΕΠ, και τα κέρδη πέφτουν στο 46,4%. Αλλά ακόμη και μετά από αυτή τη «στατιστική διόρθωση», η Ελλάδα παραμένει μια ακραία περίπτωση στον ευρωπαϊκό χάρτη κατανομής του εισοδήματος.
Για να προσεγγίσουμε την πορτογαλική κατανομή του εισοδήματος στο παράδειγμά μας, θα έπρεπε να αυξήσουμε το μέσο ετήσιο εισόδημα των «μεταφερομένων» στο επίπεδο των 83.000 ευρώ (συμπ. των εργοδοτικών εισφορών) που αντιστοιχεί με σχεδόν 4.850 ευρώ μεικτό μηναίο μισθό. Με αυτή την υπόθεση 30,3 δις. ευρώ προστίθενται στο μερίδιο των μισθών το οποίο αυξάνεται στο 47,8% του ΑΕΠ ενώ των κερδών μειώνεται στο 37,5%
Γιατί η Ελλάδα υπολείπεται τόσο δραματικά σε σχέση με το μερίδιο της εργασίας στο εισόδημα, ακόμη και αν ευθυγραμμισθούν οι διαφορές στη κοινωνική δομή της αγοράς εργασίας; Η απάντηση, όπως πάντα, είναι πολιτική.
Σε αντίθεση με την Πορτογαλία, η οποία κατάφερε να διατηρήσει την κάλυψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο 77%, παρά τη χαμηλή συνδικαλιστική της πυκνότητα, η Ελλάδα διαθέτει ένα κατακερματισμένο εργασιακό τοπίο.
Μόνο το 20% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις, έναντι 60% του μέσου όρου της Ευρώπης, ενώ η συνδικαλιστική πυκνότητα κινείται στο 20%-25%, αλλά μόλις 10% στον ιδιωτικό τομέα και 60% στο δημόσιο.
Αυτό που βλέπουμε δεν είναι απλώς μια δυσμενής κατανομή του εισοδήματος, αλλά η αντοχή μιας παλιάς πολιτικής τάξης που προσπαθεί ανεπιτυχώς να συγκαλύψει τον επιθανάτιο ρόγχο ενός σαραβαλιασμένου κοινωνικού συμβολαίου για μια κανονικότητα που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Μια εκτεταμένη άτυπη οικονομία, η εξάρτηση από στρατηγικές εισοδήματος απέλπιδων οικογενειών που νοσταλγούν μια κρατικοποιημένη παρελθούσα ασφάλεια και ένα κράτος που ταλαντεύεται μεταξύ αρπαγής και προστατευτισμού έχουν συνδυαστεί για να δημιουργήσουν ένα οικονομικό μοντέλο που κατανέμει την ανάπτυξη άνισα.
Το αποτέλεσμα είναι μια “ανάκαμψη με αποκλεισμούς”: Το ΑΕΠ αυξάνεται, αλλά το βιοτικό επίπεδο υποχωρεί για την πλειοψηφία. Η ανάκαμψη μπορεί να συμμορφώθηκε με το γράμμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας της ΕΕ, αλλά παραβίασε το πνεύμα της κοινωνικής συνοχής.
Ορισμένοι μπορεί να ισχυριστούν ότι η ανάπτυξη με γνώμονα τα κέρδη είναι αναπόφευκτη, ιδίως για μια χώρα που βγαίνει από μια κρίση χρέους. Όμως η άποψη αυτή αγνοεί τους κινδύνους της υποεπένδυσης στους νέους και την εργασία αλλά και της πολιτικής αστάθειας που προκύπτει από την ανισότητα. Η Ελλάδα, άλλωστε, δεν έχει βιώσει ένα θαύμα παραγωγικότητας που θα δικαιολογούσε, εν μέρει, μια μεροληπτική κατανομή υπέρ των κερδών. Ούτε υπάρχουν ενδείξεις – το αντίθετο μάλλον – για ευρεία επανεπένδυση των κερδών στην εγχώρια οικονομία.
Αντίθετα, η συσσώρευση κεφαλαίου πραγματοποιείται χωρίς την απαραίτητη θεσμική μεταρρύθμιση. Η οικονομική δομή έχει αλλάξει: η μισθωτή εργασία έχει αυξηθεί σε σχετικούς όρους. Αλλά η κατανομή των αμοιβών παραμένει στρεβλή, η αύξηση του ΑΕΠ συνυπάρχει με μια βαθιά ριζωμένη ανισότητα. Αυτή η ασυμμετρία αποκαλύπτει ότι οι «μεταρρυθμίσεις» απλώς αναδιατάσσουν την ανισότητα αντί να την αντιμετωπίζουν.
Αυτό αντανακλά μια βαθύτερη παθολογία: την κυριαρχία των πελατειακών δικτύων και τη θεσμική αδυναμία. Το πρόβλημα δεν είναι τεχνοκρατικό, ούτε οικονομικό. Είναι αμιγώς πολιτικό.
Την κοινωνικά τιμωρητική – και περιττή – οξύτητα της μεταρρυθμιστικής μονομέρειας των δυο πρώτων μνημονίων ακολούθησε η ουσιαστική ακύρωση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που πέτυχε η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με το δικό της μνημόνιο. Η κυβέρνηση της ΝΔ που ακολούθησε δεν ανέτρεψε αυτή την ανακωχή. Κατάφερε να εκφράσει διάσπαρτα τμήματα μιας κατακερματισμένης μεσαίας τάξης, τροποποιώντας ορισμένους όρους του κοινωνικού συμβιβασμού που παρέλαβε, αλλά ποτέ δεν ξαναέγραψε το βασικό σενάριο.
Το μεγάλο διακύβευμα της πολιτικής σήμερα – και εν πολλοίς το πολιτικό αδιέξοδο – απορρέει από μια δύστροπη πραγματικότητα: Δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στην «κανονικότητα» των προηγούμενων δεκαετιών. Ότι μέχρι πρόσφατα φαινόταν να λειτουργεί σαν παράδεισος οικονομικής ανεξαρτησίας στην κατά Κ. Τσουκαλά «ολάνθιστη χώρα των θαυμάτων» μεταμορφώθηκε σε κόλαση. Το πολιτικό κόστος της πραγματικής μεταρρύθμισης είναι σημαντικό αλλά πρέπει να αναληφθεί. Όσο καθυστερεί ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων θα ενισχύουν τις τάξεις των αδυνάμων. Τα κοινωνικά συμβόλαια δεν είναι ούτε λογικά αναγκαία ούτε ιστορικά αναπόφευκτα. Μερικές φορές, όμως, είναι επιτακτικά.
(*) Ο Ηλίας Κικίλιας είναι Οικονομολόγος, Διευθυντής Ερευνών ΕΚΚΕ