NYT: Γιατί ο Τραμπ πήρε το ρίσκο που απέφυγαν οι προηγούμενοι πρόεδροι-Τα πυρηνικά του Ισραήλ
Από τις κυρώσεις στο σαμποτάζ και από τις κυβερνοεπιθέσεις στη διπλωματία, οι ΗΠΑ εδώ και 20 χρόνια έχουν χρησιμοποιήσει κάθε όπλο για να επιβραδύνουν την μακρά πορεία του Ιράν προς την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Τα ξημερώματα της Κυριακής ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατέφυγαν στο έσχατο όπλο: την ωμή στρατιωτική δύναμη που οι τέσσερις προκάτοχοί του είχαν αποφύγει σκόπιμα, φοβούμενοι να βυθίσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
Για τον Τραμπ, η απόφαση να επιτεθεί στις πυρηνικές υποδομές μιας εχθρικής χώρας αποτελεί το μεγαλύτερο – και ενδεχομένως το πιο επικίνδυνο – ρίσκο της δεύτερης θητείας του, τονίζουν σε ανάλυσή τους οι New York Times.
Ο Αμερικανός πρόεδρος στοιχηματίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να αποκρούσουν οποιαδήποτε αντίποινα που θα διατάξει η ηγεσία του Ιράν εναντίον των περισσότερων από 40.000 Αμερικανών στρατιωτών που είναι διασκορπισμένοι σε βάσεις σε όλη την περιοχή. Όλοι βρίσκονται εντός της εμβέλειας του πυραυλικού οπλοστασίου της Τεχεράνης, ακόμη και μετά από οκτώ ημέρες αδιάκοπων επιθέσεων από το Ισραήλ. Στοιχηματίζει ακόμη ότι μπορεί να αποτρέψει ένα εξαιρετικά αποδυναμωμένο Ιράν από το να χρησιμοποιήσει τις γνωστές τεχνικές του — τρομοκρατία, ομηρία και κυβερνοεπιθέσεις — ως μια πιο έμμεση μορφή επίθεσης για να εκδικηθεί.
Το πιο σημαντικό, συνεχίζει η ανάλυση της αμερικανικής εφημερίδας, είναι ότι στοιχηματίζει πως έχει καταστρέψει τις πιθανότητες του Ιράν να ανασυγκροτήσει στο μέλλον το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Πρόκειται για έναν φιλόδοξο στόχο καθώς το Ιράν είχε καταστήσει σαφές ότι, σε περίπτωση επίθεσης, θα αποχωρήσει από τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων και θα μεταφέρει το τεράστιο πρόγραμμά του υπόγεια. Γι’ αυτό ο Τραμπ έδωσε τόσο μεγάλη προσοχή στην καταστροφή του Φορντό όπου το Ιράν παρήγαγε σχεδόν όλο το καύσιμο σχεδόν πολεμικής ποιότητας που ανησύχησε περισσότερο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους.
«Δεν είναι πόλεμος»
Μπορεί οι συνεργάτες του προέδρου να μιλούσαν για την πολυπλοκότητα της επιχείρησης, αλλά τόνιζαν, μιλώντας και σε Ευρωπαίους εταίρους τους, ότι «δεν πρόκειται για κήρυξη πολέμου».
Ο Λευκός Οίκος μιλάει για προληπτική ενέργεια με στόχο την εξουδετέρωση μιας απειλής και όχι του ιρανικού καθεστώτος, αλλά οι Ιρανοί καθόλου θα το αντιληφθούν με τον ίδιο τρόπο. Για την ακρίβεια μιλούν για τον «νταή της Μέσης Ανατολής» που πρέπει τώρα να δεχτεί την ειρήνη, «αλλιώς θα υπάρξει τραγωδία Ιράν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουμε δει τις τελευταίες οκτώ ημέρες».
Ουσιαστικά, ο Τραμπ απειλούσε να διευρύνει τη στρατιωτική συνεργασία του με το Ισραήλ. Αρχικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποστασιοποιήθηκαν από την επιχείρηση, αλλά γρήγορα ο Τραμπ άλλαξε πορεία και αναφέρθηκε στην ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να σκοτώσουν τον 86χρονο ανώτατο ηγέτη του Ιράν, Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, όποτε το επιθυμούν.
Η στιγμή είναι ευνοϊκή: Μετά και την 7η Οκτωβρίου 2023, το Ιράν ξαφνικά στερήθηκε τους «πληρεξούσιους» του, τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, ο στενότερος σύμμαχός του, ο Μπασάρ αλ-Άσαντ της Συρίας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, και η Ρωσία και η Κίνα, που είχαν σχηματίσει μια συμμαχία συμφερόντων με το Ιράν, δεν έκαναν την εμφάνισή τους μετά την επίθεση του Ισραήλ.
Έτσι, συνεχίζουν οι New York Times, το πυρηνικό πρόγραμμα παρέμεινε η μόνη άμυνα του Ιράν, το απόλυτο μέσο άμυνας για τους κληρονόμους της Ιρανικής Επανάστασης που ξεκίνησε το 1979.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος πιθανότατα θα αναρωτηθούν αν οι ΗΠΑ, οι σύμμαχοί τους ή οι ίδιοι οι Ιρανοί θα μπορούσαν να είχαν ενεργήσει διαφορετικά – αλλά και αν το ρίσκο του Τραμπ απέδωσε.
Αν το Ιράν δεν καταφέρει να ανταποκριθεί, αν η εξουσία του αγιατολάχ αποδυναμωθεί ή αν η χώρα εγκαταλείψει τις μακροχρόνιες πυρηνικές της φιλοδοξίες, ο Τραμπ αναμφίβολα θα ισχυριστεί ότι μόνο αυτός ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ για να επιτύχει έναν στόχο που οι τέσσερις προκάτοχοί του θεωρούσαν υπερβολικά επικίνδυνο.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανότητα. Το Ιράν θα μπορούσε να ανακάμψει σιγά-σιγά, οι επιζώντες πυρηνικοί επιστήμονές του θα μπορούσαν να μεταφέρουν τις γνώσεις τους στην παρανομία και η χώρα θα μπορούσε να ακολουθήσει το μονοπάτι που άνοιξε η Βόρεια Κορέα, σε έναν αγώνα για την κατασκευή πυρηνικής βόμβας.
Το Ιράν μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή είναι η μόνη οδός για να κρατήσει μακριά τις μεγαλύτερες, εχθρικές δυνάμεις και να αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ από το να πραγματοποιήσουν μια επιχείρηση όπως αυτή τα χαράματα της Κυριακής.
Το «μυστικό» πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ
Με το διεθνές ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, υπό τον φόβο ότι μπορεί ο εμπλουτισμός ουρανίου να φτάσει σε ποσοστά ικανά να δημιουργηθούν πυρηνικά όπλα, αναλυτές αναφέρουν στους New York Times ότι και το «Ισραήλ έχει ένα δικό του μυστικό πυρηνικό οπλοστάσιο».
Το Ισραήλ, σύμφωνα με το δημοσίευμα των New York Times λίγο καιρό μετά την ίδρυσή του το 1948, ξεκίνησε να σχεδιάζει την ανάπτυξη ενός πυρηνικού προγράμματος για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του.
«Οι Ισραηλινοί δεν θα επιβεβαιώσουν ούτε θα διαψεύσουν το πυρηνικό τους οπλοστάσιο» δήλωσε στους NYT ο Αλεξάντερ Κ. Μπόλφρας, ειδικός σε θέματα πυρηνικής ασφάλειας στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών στο Λονδίνο.
Ωστόσο, έχουν υπάρξει δηλώσεις ότι δεν πρόκειται για την πρώτη χώρα που θα «εισαγάγει» πυρηνικά όπλα στη Μέση Ανατολή.
«Αυτή η σκόπιμα αόριστη διατύπωση ισοδυναμεί με αυτό που ο κ. Μπόλφρας χαρακτήρισε συσκότιση σχετικά με ένα σαφώς καθιερωμένο πρόγραμμα πυρηνικών όπλων».
Πόσο μεγάλο είναι το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ;
Εκτιμάται ότι το Ισραήλ διαθέτει τουλάχιστον 90 πυρηνικές κεφαλές και πλούσιο υλικό σχάσης για να παράγει εκατοντάδες ακόμη, σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Μη Διάδοσης Όπλων και την Πρωτοβουλία για την Πυρηνική Απειλή. Οι κεφαλές αυτές θα μπορούσαν να εκτοξευτούν από μαχητικά αεροσκάφη, υποβρύχια ή εκτοξευτές βαλλιστικών πυραύλων εδάφους, όπως έχουν επισημάνει αναλυτές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ) 30 χώρες είναι ικανές να αναπτύξουν πυρηνικά όπλα, αλλά μόνο εννέα είναι γνωστό ότι τα κατέχουν ήδη.
Σύμφωνα, δε, με τη Διεθνή Εκστρατεία για την Κατάργηση των Πυρηνικών Όπλων, το Ισραήλ διαθέτει το δεύτερο μικρότερο οπλοστάσιο μεταξύ των εννέα, μπροστά μόνο από τη Βόρεια Κορέα.
Ταυτόχρονα, είναι μία από τις πέντε χώρες, μαζί με την Ινδία, το Πακιστάν, τη Βόρεια Κορέα και το Νότιο Σουδάν, που δεν έχει υπογράψει τη Συνθήκη του ΟΗΕ για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων. Πρόκειται για μια συμφωνία η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1970, με σκοπό να δεσμεύσει τις κυβερνήσεις να προωθούν τις ειρηνικές χρήσεις της πυρηνικής ενέργειας και να αποτρέπουν την εξάπλωση των πυρηνικών όπλων.
Εδώ και πόσο καιρό έχει το Ισραήλ πυρηνικά όπλα;
Όπως εξηγούν οι New York Times, επικαλούμενοι ιστορικά αρχεία, οι Ισραηλινοί ηγέτες που ακολούθησαν την ίδρυση του κράτους το 1948 ήταν αποφασισμένοι να κατασκευάσουν ένα πυρηνικό οπλοστάσιο για να διασφαλίσουν την επιβίωση της χώρας.
Η Ισραηλινή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας ιδρύθηκε το 1952 και ο πρώτος πρόεδρός της, Ερνστ Ντέιβιντ Μπέργκμαν, δήλωσε ότι μια πυρηνική βόμβα θα διασφάλιζε «ότι δεν θα οδηγηθούμε ποτέ ξανά ως αρνιά στη σφαγή» σύμφωνα με την Εβραϊκή Εικονική Βιβλιοθήκη.
Το Ισραήλ ξεκίνησε την κατασκευή ενός εργοστασίου ανάπτυξης πυρηνικών όπλων το 1958, κοντά στην πόλη Ντιμόνα, στο νότιο Ισραήλ. Μια πρόσφατα αποχαρακτηρισμένη έκθεση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών του Δεκεμβρίου του 1960, από την Κοινή Επιτροπή Πληροφοριών Ατομικής Ενέργειας, ανέφερε ότι το έργο Ντιμόνα περιλάμβανε ένα εργοστάσιο επανεπεξεργασίας για την παραγωγή πλουτωνίου. Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το έργο σχετιζόταν με πυρηνικά όπλα.
Το 1967, σύμφωνα με την Ένωση Ελέγχου Όπλων, φέρεται να ανέπτυξε κρυφά την ικανότητα κατασκευής πυρηνικών εκρηκτικών. Μέχρι το 1973, οι Ηνωμένες Πολιτείες «ήταν πεπεισμένες ότι το Ισραήλ διέθετε πυρηνικά όπλα» όπως είχε αποκαλύψει αργότερα η Ομοσπονδία Αμερικανών Επιστημόνων.
«Υπάρχει ένα αίσθημα ευθύνης ότι η ασφάλεια του Ισραήλ βαρύνει το Ισραήλ και θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να το διασφαλίσει αυτό» όπως δήλωσε ο Μπόλφρας στους NYT.