Μονή Σινά: Τι είχαν συμφωνήσει Ελλάδα-Αιγύπτος- Γιατί καθυστερούσαν οι υπογραφές- Αναλυτικά τα άρθρα της συμφωνίας

 Μονή Σινά: Τι είχαν συμφωνήσει Ελλάδα-Αιγύπτος- Γιατί καθυστερούσαν οι υπογραφές- Αναλυτικά τα άρθρα της συμφωνίας

Έντονη κινητικότητα έχει προκαλέσει στην Αθήνα η πρόσφατη απόφαση της αιγυπτιακής Δικαιοσύνης σχετικά με τις δικαστικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά, φέρνοντας στο προσκήνιο μια συμφωνία που είχε ήδη ολοκληρωθεί από τον περασμένο Δεκέμβριο, αλλά δεν υπεγράφη ποτέ. Κατά την πρόσφατη συνάντηση του προέδρου της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, έγινε σαφής αναφορά σε αυτή τη συμφωνία, που επρόκειτο να τερματίσει οριστικά τη νομική εκκρεμότητα για τις εκτάσεις της Μονής στο όρος Σινά.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ της Καθημερινής, παρά την πλήρη συμφωνία των δύο πλευρών, η αιγυπτιακή πλευρά καθυστέρησε αδικαιολόγητα την υπογραφή του «Συμφωνητικού και Διακανονιστικού Συμβολαίου». Κύκλοι με γνώση των διαπραγματεύσεων εκτιμούν ότι οι καθυστερήσεις ήταν προσχηματικές, κάτι που επιβεβαιώθηκε με τη μεταγενέστερη δικαστική εξέλιξη.

Το εν λόγω συμφωνητικό είχε συμφωνηθεί μεταξύ του υποστράτηγου δρ Χαλέντ Μουμπάρακ Χουσεΐν Μπάκρι, κυβερνήτη της περιφέρειας Νοτίου Σινά και εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου της αιγυπτιακής ηγεσίας, και του αρχιεπισκόπου Δαμιανού, ο οποίος ενεργεί ως νομικός εκπρόσωπος της Μονής, βάσει του προεδρικού διατάγματος 306 του 1974.

Στόχος της συμφωνίας ήταν η αναγνώριση της ιδιοκτησίας της Μονής επί των αμφισβητούμενων εκτάσεων, δίνοντας οριστική λύση σε μια μακροχρόνια διαμάχη.

Στο προοίμιο της συμφωνίας γίνεται αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, αρχής γενομένης από την αγωγή που κατατέθηκε ήδη από το 2015 από την Περιφέρεια Νοτίου Σινά, αμφισβητώντας ιδιοκτησίες της μονής, και στη συνέχεια σε δύο εφέσεις που κατατέθηκαν από τα αντίδικα μέρη.

«Το Εφετείο διέταξε τη συγχώνευση των δύο εφέσεων και, πριν αποφασίσει επί της ουσίας τους, διέταξε τον διορισμό πενταμελούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων από το υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία ανέλαβε την αποστολή της και υπέβαλε έκθεση που περιείχε περιγραφή των αμφισβητούμενων οικοπέδων, συνολικής έκτασης (71) οικοπέδων, τις περιγραφές τους, τα όριά τους, τα σημεία αναφοράς, τις εκτάσεις και τα χαρακτηριστικά της κατοχής τους, όσον αφορά τις δραστηριότητές τους ή τα κτίρια, καθώς και τις αποφάσεις που σχετίζονται με αυτά και τις νομικές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σχετικά με αυτά μεταξύ των μερών αυτής της συμφωνίας. Οι δύο εφέσεις εξακολουθούν να εκκρεμούν ενώπιον του δικαστηρίου και αναβλήθηκαν για τη συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 2025 (σ.σ. πρόκειται για συνεδρίαση που αναβλήθηκε και πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη, οπότε και εκδόθηκε η επίμαχη απόφαση)», αναφέρεται στο προοίμιο.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην αναγνώριση από το αιγυπτιακό κράτος της ιστορικής σημασίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής της Αγίας Αικατερίνης και του πολιτισμού της κοινότητας του Σινά που ζει στην περιοχή από τον 4ο αιώνα μ.Χ., ενώ επισημαίνεται η αναγνώριση της περιοχής ως Μνημείου Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO.

«Τα μέρη συμφωνούν να τερματίσουν τη δικαστική διαμάχη μέσω ενός διακανονισμού που διασφαλίζει τη διατήρηση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς και των φυσικών πόρων, την ελευθερία άσκησης των θρησκευτικών τελετών από τους πολίτες και την ικανότητα του κράτους να υλοποιήσει τα μελλοντικά του σχέδια για βιώσιμη ανάπτυξη», καταλήγει το προοίμιο.

Τι αναφέρουν τα άρθρα της συμφωνίας

Στο πρώτο άρθρο της συμφωνίας αναφέρεται ότι «Η εγγραφή της περιοχής της Αγίας Αικατερίνης στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 2002, μαζί με το συνημμένο έγγραφο που περιλαμβάνει τα οικόπεδα, εκκλησίες και κτίρια που σχετίζονται με το Μοναστήρι, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας συμφωνίας, συμπληρώνει και ερμηνεύει τους όρους της».

Στο τρίτο άρθρο γίνεται αναφορά σε ιδιοκτησία της μονής: «Τα μέρη συμφωνούν ότι, σύμφωνα με την εγγραφή του Μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στη Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς, το Μοναστήρι, τα κτίριά του, τα οικόπεδά του, οι εκκλησίες και τα συναφή κτίρια που αναφέρονται στο συνημμένο και υπογεγραμμένο έγγραφο από τα μέρη αποτελούν ιδιοκτησία του Μοναστηριού που ανήκει στο Ελληνορθόδοξο Δόγμα.

Το Μοναστήρι διατηρεί την αυτονομία του στη διαχείριση των εσωτερικών του υποθέσεων, διοικητικών και θρησκευτικών, χωρίς εξωτερική παρέμβαση. Αυτό περιλαμβάνει τον έλεγχο στις καθημερινές λειτουργίες, τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και την προσήλωση στις παραδόσεις του. Η διάταξη αυτή επιβεβαιώνει τη μοναδική ιστορική και πνευματική σημασία του Μοναστηριού, επιτρέποντάς του να διατηρήσει την ταυτότητα και την κληρονομιά του διαμέσου των αιώνων. Όλα τα παραπάνω τελούν υπό την εποπτεία του ηγουμένου, ο οποίος φέρει τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου της Επισκοπής του Σινά στην Αίγυπτο».

Στο ίδιο άρθρο γίνεται αναφορά σε συνεργασία της μονής με το Ανώτατο Συμβούλιο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων για παρεμβάσεις συντήρησης των κτισμάτων, ενώ επισημαίνεται ότι δεν προστατεύονται μόνο τα κτίσματα αλλά και η μοναστική ζωή εντός των τειχών της μονής.

Αντίστοιχα, το τέταρτο άρθρο επιβεβαιώνει τη συμφωνία για διατήρηση της αρχιτεκτονικής της μονής, των θησαυρών της, ακόμη και «των αρχαίων δέντρων, τα οποία αποτελούν ζωτικό κομμάτι της περιβαλλοντικής κληρονομιάς, ανεκτίμητο φυσικό θησαυρό». Στο πέμπτο άρθρο τα μέρη συμφωνούν να επιβεβαιώσουν τον σεβασμό όλων των υφιστάμενων αποφάσεων από πρωθυπουργό, υπουργό Πολιτισμού και πρόεδρο αρχής αρχαιοτήτων για τη μονή, τους ναούς και τα κτίρια γύρω από αυτή, καθώς και των οικοπέδων που αποτελούν αντικείμενο της δικαστικής διαμάχης. Στο έκτο άρθρο η Περιφέρεια Νοτίου Σινά δεσμεύεται για την προστασία της περιοχής και την ασφάλεια της μονής, ενώ ο αρχιεπίσκοπος δεσμεύεται για τη διατήρηση της μονής και την παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων στους επισκέπτες.

Στο έβδομο άρθρο αναφέρεται: «Τα μέρη συμφωνούν πλήρως στη δέσμευσή τους για συμφιλίωση, παραίτηση και τερματισμό της εν εξελίξει δικαστικής διαμάχης μεταξύ της Περιφέρειας Νοτίου Σινά και του Μοναστηριού» και ότι «τα μέρη επίσης δεσμεύονται να αποσύρουν και να συμφιλιωθούν σε όλες τις αμοιβαίες αγωγές και νομικές διαφορές και να διευθετήσουν κάθε εκκρεμή διαφωνία μέσω συμβιβασμού».

Η συμφωνία, με την οποία η δικαστική διαμάχη θα έκλεινε, καθώς διευθετούσε όλα τα εκκρεμή ζητήματα, τελικά ακόμη δεν έχει υπογραφεί, με τις εκτιμήσεις πηγών της σιναϊτικής κοινότητας να συγκλίνουν στο ότι η καθυστέρηση υπήρξε σκόπιμη, προκειμένου, τελικά, να εκδοθεί η δικαστική απόφαση, η οποία διαμορφώνει νέα, δυσμενή δεδομένα.