Ανάλυση: Το ιρανικό στοίχημα της… αποδυναμωμένης Ευρώπης στις συνομιλίες για τα πυρηνικά
Σε μια περίοδο όπου η γεωπολιτική ισορροπία στη Μέση Ανατολή επανακαθορίζεται μέσα από νέες συμμαχίες και παλαιές συγκρούσεις, το Ιράν επιχειρεί να ανακτήσει ερείσματα στον πυρηνικό φάκελο, ανοίγοντας εκ νέου δίαυλο επικοινωνίας με το ευρωπαϊκό τρίο —τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία— ελπίζοντας να μην παραμείνει όμηρος της σκληρής γραμμής της Ουάσινγκτον. Το άνοιγμα αυτό, που γίνεται μέσω της ανακοίνωσης επικείμενων συνομιλιών από τον Αμπάς Αρακτσί, αποτελεί την τελευταία προσπάθεια της Τεχεράνης να διασώσει την πολιτική ισορροπία απέναντι σε ένα διεθνές περιβάλλον που μετατρέπεται γοργά σε εχθρικό.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ευρωπαϊκή εμπλοκή δεν είναι απλώς μια ευκαιρία για την Ευρώπη να ξαναπαίξει κάποιον ρόλο στη Μέση Ανατολή· είναι μια αναγκαία κίνηση για το Ιράν, το οποίο χρειάζεται προστατευτικά διπλωματικά χαρτιά ώστε να μην μείνει μόνο απέναντι στις ΗΠΑ, αλλά και για να εξισορροπήσει την πίεση που δέχεται από τον μηχανισμό Snapback και την προοπτική στρατιωτικής δράσης ή νέων συντριπτικών κυρώσεων.
Το άνοιγμα προς την Ευρώπη, παρά τις δημόσιες αιχμές του Αρακτσί για τις «λανθασμένες ευρωπαϊκές πολιτικές», μεταφράζεται από Ευρωπαίους διπλωμάτες ως μια σιωπηρή παραδοχή της ανάγκης της Τεχεράνης να κρατήσει ζωντανή τη διαπραγματευτική της θέση.
Σύμφωνα με διπλωματική πηγή στο Παρίσι, η Ευρώπη, η οποία είχε βρεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων εξαιτίας του αμερικανικού μονοπωλίου στις διαπραγματεύσεις και τις επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, τώρα αποκτά εκ νέου ρόλο χάρη στην ιρανική πρωτοβουλία.
Το Ιράν «τους προσφέρει μια σημαντική υπηρεσία», σημειώνει η ίδια πηγή, «καθώς τους επιτρέπει να επιστρέψουν στο τραπέζι σε έναν στρατηγικής σημασίας φάκελο».
Η στρατηγική αυτή επιλογή της Τεχεράνης δεν είναι αποκομμένη από το ευρύτερο γεωπολιτικό της σκεπτικό. Μέσα από τις επαφές με τη Μόσχα και το Πεκίνο, και τώρα με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η ιρανική διπλωματία επιχειρεί να συγκροτήσει ένα είδος «διεθνούς αναχώματος», ώστε να αποτρέψει την απομόνωσή της και να καταδείξει πως η διπλωματική αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 δεν μπορεί να σημαίνει και την πλήρη κατάρρευση του διεθνούς πλαισίου της.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ιράν επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τις αποκλίσεις ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική προσέγγιση ως προς τον πυρηνικό φάκελο, επιδιώκοντας να αποδείξει ότι η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ και των διαδόχων του δεν αντιπροσωπεύει την παγκόσμια συναίνεση.
Στο επίκεντρο όλων αυτών των κινήσεων βρίσκεται η προοπτική ενός νέου σκληρού πακέτου απαιτήσεων από την πλευρά των ΗΠΑ, το οποίο, σε αντίθεση με τη συμφωνία του 2015, στοχεύει όχι μόνο στον περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος, αλλά και στην αναδίπλωση της ιρανικής περιφερειακής στρατηγικής.
- Στο τραπέζι βρίσκονται ζητήματα όπως οι πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς, η παρουσία του Ιράν στη Συρία και τον Λίβανο, καθώς και η στήριξή του στους Χούθι στην Υεμένη και σε άλλες σιιτικές οργανώσεις.
Αυτή η «τριπλή δέσμη» ζητημάτων—πυρηνικά, πυραυλικά και περιφερειακά—είναι που καθιστά την ιρανική θέση ευάλωτη. Η Τεχεράνη, όπως διαπιστώνουν και οι Ευρωπαίοι, εμφανίζεται «εκτεθειμένη στρατιωτικά», έχοντας αποδυναμώσει την επιρροή της σε βασικά μέτωπα και χάνοντας, εν μέρει, τα πλεονεκτήματα που διέθετε παλαιότερα.
Παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις του Ιράν ότι οι συνομιλίες με τις ΗΠΑ περιορίζονται στον πυρηνικό φάκελο, διπλωματικές πηγές στην Ευρώπη υποστηρίζουν πως η Ουάσινγκτον επιδιώκει συνολική επαναδιαπραγμάτευση του ρόλου του Ιράν στην περιοχή. Ενδεικτικές αυτής της στάσης είναι οι πρόσφατες κυρώσεις που επέβαλε η Ουάσινγκτον σε επτά ιρανικές οντότητες που σχετίζονται με τις πωλήσεις πετρελαίου. Οι κυρώσεις αυτές ερμηνεύονται από την Τεχεράνη ως σαφές μήνυμα αποθάρρυνσης, ενώ ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Ισμαήλ Μπαγκαΐ δήλωσε πως «δείχνουν έλλειψη καλής θέλησης και σοβαρότητας».
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο είναι ο μηχανισμός Snapback, που επιτρέπει την αυτόματη επαναφορά των διεθνών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν σε περίπτωση παραβίασης των όρων της συμφωνίας του 2015. Η απειλή αυτής της διαδικασίας, η οποία θα φέρει το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, έχει μετατραπεί σε μοχλό πίεσης τόσο από την Ουάσινγκτον όσο και από ευρωπαϊκούς κύκλους. Ειδικά μετά τη δήλωση του Ζαν-Νοέλ Μπαρό, υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας, σύμφωνα με την οποία «αν δεν διασφαλιστούν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα ασφαλείας, δεν θα διστάσουμε ούτε δευτερόλεπτο να επαναφέρουμε όλες τις κυρώσεις», γίνεται σαφές ότι το ευρωπαϊκό τρίο δεν θα διατηρήσει παθητικό ρόλο.
Η πιθανότητα ενεργοποίησης του Snapback παραμένει ορατή, ιδιαίτερα εάν δεν υπάρξει νέα συμφωνία μέχρι τον Οκτώβριο, όταν και εκπνέει η ισχύουσα. Το Ιράν είχε λάβει μια άτυπη προθεσμία μέχρι τον Ιούνιο, η οποία ωστόσο παρατάθηκε σιωπηρά. Ο Αρακτσί προειδοποίησε ότι εάν δεν υπάρξει πρόοδος, η χώρα του θα βρεθεί αντιμέτωπη με «μια δύσκολη κατάσταση», ενώ υπάρχουν ακόμη και φωνές που μιλούν για πιθανή αποχώρηση του Ιράν από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων (NPT), εξέλιξη που θα κλιμακώσει τη διεθνή κρίση.
Αν το Ιράν έχει ανάγκη την Ευρώπη για να εξουδετερώσει την απειλή του Snapback, οι ΗΠΑ χρειάζονται την Ευρώπη για να καταστήσουν αυτόν τον μηχανισμό αποτελεσματικό όπλο πίεσης. Παρότι η Ουάσινγκτον, μετά την αποχώρησή της από τη συμφωνία, δεν έχει τυπικό δικαίωμα ενεργοποίησης, η ενεργοποίηση από το ευρωπαϊκό τρίο, με τη στήριξη έστω και σιωπηρή των ΗΠΑ, είναι μια ρεαλιστική πιθανότητα. Και ακριβώς εδώ εντοπίζεται το πιο επισφαλές στοιχείο του ιρανικού στοιχήματος: η ανάγκη να εμπιστευθεί μια Ευρώπη που βρίσκεται σε διαρκή στρατηγική αμηχανία μεταξύ της ανεξαρτησίας της και της ευθυγράμμισης με τις ΗΠΑ.
Το Ιράν, γνωρίζοντας ότι η στήριξη της Ρωσίας και της Κίνας έχει πολιτικό και στρατηγικό βάθος, αλλά και λειτουργικά όρια, στρέφεται τώρα στην Ευρώπη ως τον μόνο ρεαλιστικό δυτικό συνομιλητή. Η προσπάθεια να επιβληθεί η αντίληψη ότι οι ΗΠΑ δεν είναι η μοναδική φωνή της Δύσης αποτυπώνει τη βασική ιρανική επιδίωξη: να δημιουργηθεί ένα διαπραγματευτικό αντίβαρο, ένα πλαίσιο ενδιάμεσης πίεσης που θα αποτρέψει την επιβολή καταστροφικών όρων σε μια νέα συμφωνία.
Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια, αν δεν συνοδευτεί από πραγματικές παραχωρήσεις ή πολιτική βούληση για συμβιβασμό, μπορεί να αποτύχει. Η ευρωπαϊκή ατζέντα, εσωτερικά αποδυναμωμένη από πολιτική ασυνεννοησία και εξωτερικά πιεσμένη από τις εξελίξεις σε Ουκρανία, Μέση Ανατολή και Κίνα, δεν είναι εύκολο να αποδώσει ρόλο διαμεσολαβητή χωρίς καθαρή πολιτική κάλυψη από τις μεγάλες πρωτεύουσες.
Το στοίχημα της Τεχεράνης είναι τολμηρό, αλλά επισφαλές: μια προσπάθεια επανένταξης της Ευρώπης στο τραπέζι των συνομιλιών, όχι από θέση ισχύος αλλά από ανάγκη, ενδεχομένως όμως ικανή να δημιουργήσει μια μικρή ρωγμή στον αμερικανικό μονολιθισμό.
Αν θα αποδώσει, θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τις ιρανικές κινήσεις, αλλά και από την ικανότητα της Ευρώπης να διατυπώσει μια ενιαία, συνεκτική και αυτόνομη στρατηγική.