Ο τρίτος γύρος διαπραγματεύσεων ΗΠΑ–Ιράν για τα πυρηνικά ίσως κρύβει εκπλήξεις-Τι δείχνει η επιλογή Άντον
Σε μια κρίσιμη καμπή για την παγκόσμια ασφάλεια και τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, οι Ηνωμένες Πολιτείες προχωρούν σε έναν αποφασιστικό επαναπροσδιορισμό της στάσης τους απέναντι στο Ιράν, ενόψει του τρίτου γύρου των συνομιλιών για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Με φόντο την πιθανότητα σύγκρουσης αλλά και την ελπίδα μιας συμφωνίας, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να επιχειρεί ένα σύνθετο παιχνίδι ισχύος και διαπραγμάτευσης, στέλνοντας ξεκάθαρα μηνύματα τόσο στην Τεχεράνη όσο και στη διεθνή κοινότητα. Ο διορισμός του Μάικλ Άντον ως επικεφαλής της τεχνικής ομάδας διαπραγμάτευσης των ΗΠΑ σηματοδοτεί τη νέα στρατηγική προσέγγιση της Ουάσινγκτον: μια συντηρητική αλλά αποφασισμένη προσπάθεια για επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας του 2015 υπό τους δικούς της όρους.
Την ίδια στιγμή, η ιρανική πλευρά διατηρεί επιφυλακτική στάση, ενισχύοντας υπόγειες πυρηνικές εγκαταστάσεις, ενώ εξετάζει την πιθανότητα ενδιάμεσης συμφωνίας για να κερδίσει χρόνο. Το γεωπολιτικό σκηνικό φορτίζεται καθημερινά, με την απειλή στρατιωτικής σύγκρουσης να επανέρχεται δυναμικά στην ατζέντα.
Εν μέσω των διαπραγματεύσεων, το ερώτημα που πλανάται είναι αν οι δυο πλευρές μπορούν να γεφυρώσουν τις βαθιές τους διαφορές ή αν η διπλωματία οδηγείται σε ναυάγιο με απρόβλεπτες συνέπειες.
Δύο ημέρες πριν την έναρξη των τεχνικών συνομιλιών μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν στο Αμμάν, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε τον διορισμό του Μάικλ Άντον, ανώτερου αξιωματούχου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ως επικεφαλής της αμερικανικής τεχνικής αντιπροσωπείας.
Ο Άντον, πρώην σύμβουλος στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας κατά την πρώτη θητεία Τραμπ και νυν διευθυντής σχεδιασμού πολιτικής στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, καλείται να ηγηθεί μιας δωδεκαμελούς ομάδας ειδικών με στόχο τον σχεδιασμό ενός νέου πλαισίου περιορισμών στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν με αντάλλαγμα την ελάφρυνση των κυρώσεων.
- Η επιλογή του Άντον δεν είναι τυχαία. Αν και δεν έχει τοποθετηθεί δημοσίως για το ιρανικό ζήτημα, θεωρείται ότι διαθέτει το κατάλληλο μείγμα τεχνοκρατικής επάρκειας και ιδεολογικής εγγύτητας προς τον πρόεδρο Τραμπ, ώστε να υλοποιήσει αποτελεσματικά τη στρατηγική του. «Το πιο σημαντικό είναι ότι θα διασφαλίσει την εφαρμογή της ατζέντας Τραμπ», δήλωσε χαρακτηριστικά ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο δήλωσε ότι στόχος της Ουάσινγκτον είναι μια ρύθμιση που θα επιτρέπει στην Τεχεράνη να εισάγει εμπλουτισμένο ουράνιο για ειρηνικούς σκοπούς, ανοίγοντας το ενδεχόμενο για μια συμφωνία που δεν θα απαιτεί πλήρη αποπυρηνικοποίηση αλλά θα διασφαλίζει την μη στρατιωτική χρήση του υλικού.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ στη Μέση Ανατολή, Στιβ Γουίτκοφ, έχει δηλώσει ανοιχτά ότι ενδέχεται να επιτραπεί στο Ιράν να φτάσει το επίπεδο εμπλουτισμού 3,67%, δηλαδή το ανώτατο όριο που προβλεπόταν από τη συμφωνία του 2015. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ εξετάζουν μια ρεαλιστική προσέγγιση, όπου το Ιράν θα μπορεί να διατηρεί ένα πολιτικό πυρηνικό πρόγραμμα, χωρίς να αποκτά πρόσβαση σε πυρηνικά όπλα.
- Ωστόσο, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη. Η τελευταία έκθεση της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) αναφέρει ότι το Ιράν διαθέτει πλέον 274,8 κιλά ουρανίου εμπλουτισμένου έως 60%, μια ποσότητα και ποιότητα που απέχει μόλις ένα βήμα από τα επίπεδα εμπλουτισμού 90% που απαιτούνται για την κατασκευή πυρηνικού όπλου.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι «το Ιράν έχει μόνο δύο επιλογές, εκ των οποίων η μία είναι πολύ κακή». Αν και δεν διευκρίνισε ποιες είναι αυτές οι επιλογές, φάνηκε να προειδοποιεί ότι μια στρατιωτική επέμβαση δεν έχει αποκλειστεί. Μάλιστα, έθεσε αυστηρό χρονοδιάγραμμα 60 ημερών για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, υπονοώντας ότι σε περίπτωση αποτυχίας, οι ΗΠΑ δεν θα διστάσουν να προχωρήσουν σε εναλλακτικά μέσα πίεσης, ακόμα και σε στοχευμένα στρατιωτικά πλήγματα.
Η ιρανική πλευρά, από την άλλη, αντέδρασε επιφυλακτικά. Ο υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αρακτσί φέρεται να δήλωσε στον Στιβ Γουίτκοφ ότι το χρονοδιάγραμμα των 60 ημερών είναι ανέφικτο, προτείνοντας τη σύναψη μιας ενδιάμεσης συμφωνίας. Ωστόσο, ο Γουίτκοφ απέρριψε την ιδέα, επιμένοντας ότι η Ουάσινγκτον στοχεύει σε μια συνολική συμφωνία.
Αν και το ιρανικό Υπουργείο Εξωτερικών διέψευσε ότι υπήρξε τέτοια πρόταση, το Axios είχε προηγουμένως αναφέρει ότι η Τεχεράνη εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο μιας ενδιάμεσης συμφωνίας, γεγονός που υποδηλώνει την επιθυμία της να αποφύγει την κατάρρευση των συνομιλιών αλλά και την επιβολή νέων κυρώσεων ή ακόμα και στρατιωτικών επιχειρήσεων.
- Σημαντικό στοιχείο είναι ότι η Τεχεράνη, εν μέσω των διαπραγματεύσεων, φαίνεται να ενισχύει υπόγειες πυρηνικές εγκαταστάσεις, γεγονός που ερμηνεύεται από αναλυτές είτε ως μέσο διαπραγματευτικής πίεσης είτε ως ένδειξη έλλειψης εμπιστοσύνης απέναντι στη δυτική πλευρά.
Η εμπλοκή του Ομάν, και ειδικότερα του υπουργού Εξωτερικών Μπάντρ αλ-Μπουσάιντι, ως διαμεσολαβητή στις συνομιλίες μεταξύ Αρακτσί και Γουίτκοφ, αποκαλύπτει μια πιο σύνθετη, πολυεπίπεδη διπλωματική πρωτοβουλία, στην οποία συμμετέχουν πλέον και ουδέτερες χώρες, με στόχο τη γεφύρωση του χάσματος.
Το επόμενο διάστημα προμηνύεται κρίσιμο. Οι συνομιλίες στο Αμμάν, οι εξελίξεις στη Ρώμη, οι έμμεσες επαφές και τα σκληρά τελεσίγραφα, διαμορφώνουν ένα τοπίο εύθραυστο και επικίνδυνο. Ο πρόεδρος Τραμπ γνωρίζει ότι μια νέα συμφωνία θα αποτελέσει ισχυρό χαρτί στο εσωτερικό μέτωπο, ενώ για το Ιράν, η αποτροπή περαιτέρω απομόνωσης αποτελεί υπαρξιακή πρόκληση.
Η διατήρηση της παγκόσμιας ασφάλειας και η αποφυγή μιας νέας σύγκρουσης εξαρτώνται από την ικανότητα των δύο πλευρών να επιδείξουν ευελιξία και στρατηγική ψυχραιμία. Η τελική έκβαση δεν έχει ακόμα κριθεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το ρολόι της κρίσης τρέχει, και κάθε απόφαση –ή αδράνεια– θα έχει βαθιές συνέπειες για τη Μέση Ανατολή, αλλά και για ολόκληρο τον πλανήτη.