ΚΕΠΕ: “Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του 2025”- Ανάκαμψη και προκλήσεις

 ΚΕΠΕ: “Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του 2025”- Ανάκαμψη και προκλήσεις

Παρά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μετά την πολυετή κρίση, η πραγματική ευημερία των νοικοκυριών παραμένει εύθραυστη. Η αγοραστική δύναμη πιέζεται, οι ανισότητες διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα και η φτώχεια πλήττει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΚΕΠΕ «Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του 2025», το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025 παρουσίασε οριακή ονομαστική αύξηση της τάξης του 0,7%. Ωστόσο, σε όρους αγοραστικής δύναμης, η εικόνα είναι σαφώς δυσμενέστερη, καθώς καταγράφεται μείωση 3,3%, γεγονός που αντανακλά τη συνεχιζόμενη επίδραση του πληθωρισμού.

Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη στους μισθούς. Παρά τη σημαντική ενίσχυση της απασχόλησης την τελευταία δεκαετία –με αύξηση κατά 684 χιλιάδες άτομα ή 18,5% σε σχέση με το 2016– και τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού από το 2019, που σωρευτικά ανέρχονται σε 35%, οι πραγματικές απολαβές παραμένουν υπό πίεση. Το 2024, οι μέσοι μισθοί αυξήθηκαν ονομαστικά κατά 5,8%, όμως η προσαρμογή για τον πληθωρισμό περιορίζει το πραγματικό όφελος στο 3,8%. Για τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2025, οι ονομαστικές αυξήσεις 3,8% και 3,2% μετατρέπονται σε πραγματικές μειώσεις της τάξης του -0,5% και -1,1%, αντίστοιχα, καθώς ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή κινήθηκε υψηλότερα.

  • Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το 2024, που αφορούν εισοδήματα του 2023, το μέσο ατομικό εισόδημα διαμορφώνεται σε 12.391 ευρώ (από 11.546 ευρώ), ενώ το διάμεσο ανέρχεται σε 10.850 ευρώ (από 10.050 ευρώ). Παρά τη βελτίωση σε ονομαστικούς όρους, οι ανισότητες παραμένουν έντονες.

Σταθερά χαμηλότερα εισοδήματα καταγράφουν τα άτομα εκτός αγοράς εργασίας, πλην των συνταξιούχων, οι οποίοι εμφανίζουν μέσο και διάμεσο εισόδημα ελαφρώς υψηλότερο από τον γενικό πληθυσμό. Η σύνδεση μεταξύ έντασης εργασίας στο νοικοκυριό και ύψους εισοδήματος επιβεβαιώνεται και από τα δεδομένα.

Η εισοδηματική κατανομή εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από έντονη ανισομέρεια. Το φτωχότερο 20% του πληθυσμού συγκεντρώνει μόλις το 7,5% του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ το πλουσιότερο 20% κατέχει σχεδόν το 40%. Ο δείκτης S80/S20 ανέρχεται στο 5,27, υποδηλώνοντας ότι το εισόδημα του ανώτερου εισοδηματικού πέμπτου είναι υπερπενταπλάσιο εκείνου του κατώτερου. Παρόμοια εικόνα προκύπτει και από τους επιμέρους δείκτες ανισότητας μεταξύ των εισοδηματικών ομάδων.

Ο συντελεστής Gini διαμορφώνεται για το 2023 και το 2024 στο 31,8, παραμένοντας υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παράλληλα, η εισοδηματική κινητικότητα παραμένει περιορισμένη: πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού διατηρεί την ίδια θέση στην εισοδηματική κλίμακα σε ετήσια βάση, αν και σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα καταγράφεται σταδιακή βελτίωση.

Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών συνεχίζει να συρρικνώνεται, κυρίως λόγω των πληθωριστικών πιέσεων των τελευταίων ετών. Μετά από μια μακρά περίοδο νομισματικής σταθερότητας, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε το 2022 στο 9,6% και, παρά τη μετέπειτα αποκλιμάκωση, εξακολουθεί να κινείται πάνω από το όριο του 2%. Ως αποτέλεσμα, το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης παραμένει από τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η μέση ετήσια καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών το 2024 ανήλθε σε 20.694 ευρώ, αυξημένη κατά 3,6% σε τρέχουσες και μόλις κατά 1% σε σταθερές τιμές. Ιδιαίτερα δυσχερής είναι η κατάσταση για τα φτωχά νοικοκυριά, των οποίων η μέση ισοδύναμη μηνιαία δαπάνη δεν υπερβαίνει τα 392 ευρώ, έναντι άνω των 1.200 ευρώ για τα μη φτωχά. Στα φτωχά νοικοκυριά, σχεδόν τα δύο τρίτα των δαπανών κατευθύνονται σε τρόφιμα και στέγαση, γεγονός που τα καθιστά πιο ευάλωτα στις ανατιμήσεις.

Η χαμηλή ένταση εργασίας συνιστά βασικό παράγοντα κοινωνικού αποκλεισμού. Περίπου το 8,6% των ατόμων ηλικίας 18–64 ετών ζει σε νοικοκυριά όπου οι ενήλικες εργάζονται ελάχιστα, με τις γυναίκες να πλήττονται περισσότερο από τους άνδρες. Το ποσοστό αυτό υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Σε ό,τι αφορά τη φτώχεια, η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις της ΕΕ. Με βάση τον δείκτη AROPE, το 26,9% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, ποσοστό που την τοποθετεί τρίτη μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Ο τύπος νοικοκυριού παίζει καθοριστικό ρόλο: οι μονογονεϊκές οικογένειες με εξαρτώμενα παιδιά εμφανίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο, ενώ ιδιαίτερα εκτεθειμένα παραμένουν και τα μονομελή νοικοκυριά, ιδίως όσα αποτελούνται από γυναίκες.

Η κατάσταση επιβαρύνεται και από το καθεστώς κατοικίας. Οι ενοικιαστές και τα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίθετα, η εκπαίδευση λειτουργεί ως βασικός μηχανισμός προστασίας, καθώς ο κίνδυνος φτώχειας μειώνεται δραστικά για τα άτομα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η εργασιακή κατάσταση είναι επίσης κρίσιμη. Οι άνεργοι αντιμετωπίζουν εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο φτώχειας, ενώ οι μερικώς απασχολούμενοι εμφανίζουν υπερδιπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με τους πλήρους απασχόλησης. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις, και κυρίως οι συντάξεις, εξακολουθούν να διαδραματίζουν κομβικό ρόλο: χωρίς αυτές, το ποσοστό φτώχειας θα εκτοξευόταν στο 45%, ενώ με την πλήρη εφαρμογή τους περιορίζεται κάτω από το 20%.

Η παιδική φτώχεια, αν και παρουσίασε μικρή υποχώρηση το 2024, παραμένει σε υψηλά επίπεδα, κατατάσσοντας τη χώρα στις πρώτες θέσεις της ΕΕ. Παράλληλα, οι δείκτες του ΚΕΠΕ αναδεικνύουν ότι οι ανισότητες μεταξύ νοικοκυριών με παιδιά είναι εντονότερες στο πεδίο της διατροφής παρά της ενέργειας.