Ανάλυση: Η αλλαγή στάσης Μακρόν απέναντι στον Πούτιν κρύβει μια πραγματικότητα και ένα σημαντικό ρίσκο

 Ανάλυση: Η αλλαγή στάσης Μακρόν απέναντι στον Πούτιν κρύβει μια πραγματικότητα και ένα σημαντικό ρίσκο

Η απόφαση του Εμανουέλ Μακρόν να επαναφέρει στο τραπέζι τον άμεσο διάλογο με τον Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είναι μια απλή διπλωματική «παρένθεση» ούτε μια κίνηση επικοινωνίας. Συνιστά ένδειξη ότι στο Παρίσι –και σε τμήματα της ευρωπαϊκής ηγεσίας– ωριμάζει η αίσθηση πως η ευρωπαϊκή στρατηγική για την Ουκρανία κινδυνεύει να καθοριστεί αλλού, με την Ευρώπη στο περιθώριο. Η συγκυρία είναι αποκαλυπτική: μετά από μήνες όπου ο Γάλλος πρόεδρος είχε ταυτιστεί με τη γραμμή της σκληρής πίεσης προς τη Μόσχακυρώσεις, στρατιωτική στήριξη προς το Κίεβο, ακόμη και συζητήσεις για μια ευρωπαϊκή «ομπρέλα αποτροπής»– εμφανίζεται τώρα να αναζητά ένα πλαίσιο επανασύνδεσης, υπό τον φόβο ότι ο τελικός όρος μιας πιθανής εκεχειρίας ή μιας διαπραγμάτευσης θα επιβληθεί από τρίτους.

Η τηλεφωνική επικοινωνία των δύο ηγετών στις αρχές Ιουλίου, με αιχμή το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν αλλά και με αναπόφευκτη αναφορά στον πόλεμο, λειτούργησε ως προοίμιο: όχι επειδή άλλαξε την ουσία της σύγκρουσης, αλλά επειδή υπέδειξε ότι το Παρίσι δεν θέλει να παραμείνει θεατής σε μια διαδικασία που θα αναδιατάξει την ευρωπαϊκή ασφάλεια για δεκαετίες.

Η «στροφή» έχει δύο επίπεδα.

  • Το πρώτο είναι το προφανές: η επιδίωξη να ανοίξει ξανά ένας δίαυλος με το Κρεμλίνο, σε μια περίοδο όπου η Μόσχα δηλώνει έτοιμη να μιλήσει, εφόσον αυτό εξυπηρετεί τις δικές της επιδιώξεις.
  • Το δεύτερο είναι το ουσιαστικότερο: η προσπάθεια να κατοχυρωθεί ευρωπαϊκή παρουσία στον πυρήνα των αποφάσεων, ειδικά αν οι εξελίξεις στην άλλη όχθη του Ατλαντικού μετατρέψουν την Ουάσιγκτον σε ρυθμιστή που επιλέγει διμερή κανάλια και όχι πολυμερείς συνεννοήσεις.

Διπλωματικοί κύκλοι επισημαίνουν ότι η γαλλική πρωτοβουλία αντανακλά μια αυξανόμενη ανησυχία πως οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να επιδιώξουν «γρήγορα αποτελέσματα» με τη Μόσχα, ακόμη κι αν αυτά αφήνουν την Ευρώπη να σηκώνει το οικονομικό, πολιτικό και αμυντικό βάρος της επόμενης μέρας.

Δεν είναι τυχαίο ότι η γαλλική πλευρά έσπευσε να τονίσει πως κάθε συζήτηση θα γίνει με διαφάνεια και σε συντονισμό με τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και τους Ευρωπαίους εταίρους: το μήνυμα είναι ότι ο διάλογος δεν ισοδυναμεί με «παράκαμψη» του Κιέβου, αλλά με προσπάθεια να μη μείνει η Ευρώπη χωρίς ρόλο.

  • Ταυτόχρονα, η κίνηση του Μακρόν αναδεικνύει μια παλιά, διαχρονική φιλοδοξία της γαλλικής διπλωματίας: τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης. Στον πυρήνα της λογικής αυτής βρίσκεται η παραδοχή ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά σε αμερικανικές αποφάσεις, ιδίως όταν το κλίμα στην Ουάσιγκτον –με τον Ντόναλντ Τραμπ να διατηρεί επιρροή στον δημόσιο λόγο και την αμερικανική γραφειοκρατία να εκπέμπει αντικρουόμενα μηνύματα– μοιάζει απρόβλεπτο.

Ειδικοί εκτιμούν ότι ο Γάλλος πρόεδρος επιχειρεί να «κλειδώσει» ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο συνομιλιών πριν δημιουργηθεί μια νέα πραγματικότητα, όπου η Ευρώπη θα καλείται απλώς να επικυρώνει συμφωνίες που δεν διαπραγματεύτηκε η ίδια.

Στο παρασκήνιο, διακρίνεται και η προσπάθεια του Παρισιού να διατηρήσει πρωταγωνιστικό ρόλο εντός της ευρωπαϊκής «τρόικας», απέναντι σε έναν αναβαθμισμένο γερμανικό ρόλο και σε μια Βρετανία που επιδιώκει ξανά θέση στο ευρωπαϊκό γεωπολιτικό τραπέζι.

Ωστόσο, το εγχείρημα είναι εξ ορισμού υψηλού ρίσκου.

  • Από τη μία, η επαναπροσέγγιση μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη ρεαλισμού: αργά ή γρήγορα, σχεδόν όλοι παραδέχονται ότι κάποια στιγμή θα χρειαστεί διάλογος με τη Μόσχα, ειδικά αν επιδιώκεται παύση πυρός και ένα «στέρεο» πλαίσιο ασφαλείας.
  • Από την άλλη, υπάρχει ο κίνδυνος η πρωτοβουλία να προσφέρει στον Πούτιν διπλωματική ανάσα και να ενισχύσει την εικόνα ότι η ευρωπαϊκή ενότητα ραγίζει, ακόμη κι αν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αναλυτές σημειώνουν πως η Ρωσία ιστορικά αξιοποιεί τις διαφοροποιήσεις μεταξύ ευρωπαϊκών πρωτευουσών, είτε για να κερδίσει χρόνο είτε για να μετατρέψει τη διαδικασία σε «πολιτικό παιχνίδι» διαίρει και βασίλευε.

Το Παρίσι προσπαθεί να προλάβει αυτή τη δυναμική, αλλά η ισορροπία είναι λεπτή: οποιαδήποτε κίνηση που μοιάζει να «απομονώνει» τον Ζελένσκι ή να υποβαθμίζει τις ουκρανικές θέσεις μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις, τόσο στο Κίεβο όσο και σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Στην πραγματικότητα, η αλλαγή τόνου του Μακρόν φαίνεται να υπηρετεί τρεις στόχους ταυτόχρονα.

  • Πρώτον, να εξασφαλίσει ότι η Ευρώπη δεν θα αποκλειστεί από ένα πιθανό τραπέζι διαπραγματεύσεων.
  • Δεύτερον, να ενισχύσει το γαλλικό αποτύπωμα ως «αναγκαίου μεσολαβητή» σε μια εξίσωση όπου συνυπάρχουν η Ουκρανία, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις.
  • Τρίτον, να διατηρήσει εσωτερικά τη συνοχή της γαλλικής στρατηγικής: μπορεί να πιέζει τη Μόσχα με κυρώσεις και στήριξη στο Κίεβο, αλλά ταυτόχρονα να διατηρεί δίαυλο επικοινωνίας για κρίσιμα διεθνή ζητήματα, όπως το Ιράν και η ευρύτερη περιφερειακή σταθερότητα.

Το αν αυτή η γραμμή θα αποδώσει εξαρτάται από το πλαίσιο και το περιεχόμενο. Χωρίς σαφείς όρους, ο διάλογος κινδυνεύει να γίνει αυτοσκοπός. Με σαφή ευρωπαϊκό συντονισμό, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο πίεσης και όχι παραχώρησης.

Πρακτικά, το Παρίσι θα κριθεί από δύο πράγματα: αν η πρωτοβουλία του ενισχύει την ευρωπαϊκή θέση ή αν, άθελά του, ανοίγει χώρο για ρωσικούς ελιγμούς. Σε κάθε περίπτωση, το σήμα που εκπέμπεται είναι καθαρό: η Ευρώπη μπαίνει σε μια φάση όπου δεν αρκεί να χρηματοδοτεί και να υποστηρίζει, αλλά καλείται να διεκδικήσει ρόλο συνδιαμορφωτή στους όρους της ειρήνης – και ο Μακρόν επιχειρεί να προλάβει τις εξελίξεις πριν αυτές τον ξεπεράσουν.