“Καμπανάκι” Τσιόδρα: Η επόμενη πανδημία θα έρθει με μαθηματική ακρίβεια

 “Καμπανάκι” Τσιόδρα: Η επόμενη πανδημία θα έρθει με μαθηματική ακρίβεια

Το ερώτημα «ποιο νόσημα θα προκαλέσει την επόμενη πανδημία;», που επανέρχεται επίμονα μετά την περίοδο 2020–2021 και τη λοίμωξη COVID-19, τέθηκε εκ νέου στο επίκεντρο δημόσιας συζήτησης. Στο πλαίσιο σχετικής εκδήλωσης του Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), με θέμα «Επίκαιρα Θέματα Δημόσιας Υγείας και Συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στο πλαίσιο της Λειτουργικής Αναδιοργάνωσης του ΕΟΔΥ», κλήθηκε να απαντήσει ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας.

Παρότι απέφυγε να κατονομάσει τον παθογόνο παράγοντα που θα μπορούσε να πυροδοτήσει το επόμενο πανδημικό κύμα, ήταν απολύτως ξεκάθαρος στο βασικό συμπέρασμα: «με μαθηματική ακρίβεια είναι βέβαιο ότι αυτό θα συμβεί».

Ο κ. Τσιόδρας τοποθέτησε τη συζήτηση στο πλαίσιο της «Ενιαίας Υγείας» (One Health), δηλαδή της στενής αλληλεξάρτησης ανθρώπου, ζώων και περιβάλλοντος. Όπως εξήγησε, οι ολοένα συχνότερες επαφές ανθρώπων με άλλα θηλαστικά, σε ένα περιβάλλον που μεταβάλλεται διαρκώς, δημιουργούν τις συνθήκες για την ανάδυση νέων απειλών.

Υπενθύμισε ότι η συζήτηση για «την επόμενη φορά» δεν ξεκίνησε μετά την πανδημία του κορωνοϊού: «Το περιμέναμε και πριν από την πανδημία της COVID. Το περιμέναμε και πριν από την πανδημία του 2009 με τον ιό της γρίπης H1N1», η οποία, όπως σημείωσε, ήταν ευτυχώς πιο ήπια. «Έτσι, το περιμένουμε και τώρα, απλώς δεν γνωρίζουμε ακόμη τι θα το προκαλέσει».

Αναφερόμενος στη διεθνή ετοιμότητα, ο καθηγητής μίλησε για τη λίστα «Παθογόνων Προτεραιότητας» του Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η οποία έχει πρόσφατα επικαιροποιηθεί και λειτουργεί ως οδικός χάρτης για την κατεύθυνση της έρευνας – από τα εμβόλια έως τα θεραπευτικά σχήματα.

Ως κυριότερο σενάριο που συζητείται σήμερα, ο κ. Τσιόδρας έδειξε προς ένα γνώριμο πεδίο: «ένα νέο στέλεχος γρίπης πάλι» ή, γενικότερα, ένα αναπνευστικό ιογενές αίτιο, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι καμία βεβαιότητα δεν μπορεί να υπάρξει.

Παράλληλα, ανέδειξε μια δεύτερη κατηγορία κινδύνων που ενισχύονται από τις περιβαλλοντικές μεταβολές: τα νοσήματα που μεταδίδονται μέσω εντόμων-διαβιβαστών. Έκανε λόγο για έξαρση παθογόνων που σχετίζονται με κουνούπια και τσιμπούρια, επισημαίνοντας ότι καταγράφονται επιδημικά επεισόδια και στη χώρα μας. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στον ιό του Δυτικού Νείλου, μιλώντας για «μεγάλη έξαρση φέτος», με αντίστοιχη εικόνα σε Αμερική και Ευρώπη, αλλά και επέκταση σε βορεινότερες περιοχές για πρώτη φορά.

Ως τρίτο και πιο απαιτητικό ενδεχόμενο, άφησε ανοιχτό το σενάριο ενός απρόβλεπτου, άγνωστου παθογόνου, που δεν εντάσσεται σε υπάρχοντα μοντέλα. Στο πλαίσιο αυτό παρέπεμψε ενδεικτικά στην επιδημία στην Αιθιοπία, όπου αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά η νόσος Marburg, κάνοντας λόγο για απειλές υψηλής θνητότητας και για διεθνή κινητοποίηση που περιλαμβάνει ακόμη και συζητήσεις για πειραματικά εμβόλια.

Κεντρική θέση της τοποθέτησής του ήταν ότι η ετοιμότητα δεν ολοκληρώνεται ποτέ. «Η ετοιμότητα είναι ένας κύκλος», τόνισε, εξηγώντας ότι ανατροφοδοτείται συνεχώς από δεδομένα και εκτιμήσεις κινδύνου. Στον κύκλο αυτό, ο ρόλος του ΕΟΔΥ είναι κομβικός: εργαστηριακή ενίσχυση, συνεχής επιτήρηση των παθογόνων στη χώρα και στενή συνεργασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο με φορείς όπως το ECDC.

Αναφέρθηκε, μάλιστα, σε πρόσφατη αξιολόγηση του ECDC που περιλαμβάνει τους «συνήθεις υπόπτους», δηλαδή τους αναπνευστικούς ιούς, κάνοντας ειδική μνεία σε υποκλάδο Κ της γρίπης Α, ο οποίος φαίνεται να αυξάνει τη σοβαρότητα σε Αμερική και Ευρώπη, με αναμονή των στοιχείων για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων στην πραγματική ζωή.

Ο κ. Τσιόδρας υπογράμμισε την ανάγκη συνέχισης των εμβολιασμών, ακόμη και όταν η προστασία δεν είναι απόλυτη. «Μια προστασία 40–50% από βαριά νόσηση είναι πολύ καλύτερη από το μηδέν», σημείωσε, προειδοποιώντας για τις συνέπειες της αμφισβήτησης της επιστήμης.

Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε στην επανεμφάνιση νοσημάτων όπως ο κοκκύτης και η ιλαρά σε Ευρώπη και Αμερική, περιγράφοντας παραδείγματα κοινωνικών επιπτώσεων ακόμη και σε πολιτείες των ΗΠΑ, αλλά και τη σκληρή πραγματικότητα σε περιοχές της Αφρικής με χιλιάδες κρούσματα και θανάτους.