ΕΕ: Βαθύ ρήγμα μεταξύ των “27” για την συμφωνία με την Mercosur- Ποιοι την θέλουν, ποιοι την απορρίπτουν
Σε ένα σκληρό ευρωπαϊκό μπρα ντε φερ εξελίσσεται στις Βρυξέλλες η συζήτηση για την οριστικοποίηση – ή μη – της συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις χώρες της Mercosur, μια συμφωνία που έχει ήδη προκαλέσει μαζικές αντιδράσεις των Ευρωπαίων αγροτών και έχει μετατραπεί σε κορυφαίο πολιτικό ζήτημα ενόψει κρίσιμων αποφάσεων.
Τις τελευταίες ημέρες, αγρότες από όλη την Ευρώπη πολιορκούν τα ευρωπαϊκά κτίρια στις Βρυξέλλες, ζητώντας να «παγώσει» το deal με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στο πλευρό τους τείνουν να βρίσκονται οι ηγεσίες της Γαλλίας και της Ιταλίας, που εμφανίζονται απρόθυμες να δώσουν το πράσινο φως, σε αντίθεση με το γερμανο-ισπανικό μπλοκ, το οποίο πιέζει για άμεση υπογραφή.
Τι προβλέπει η συμφωνία ΕΕ–Mercosur
Η συμφωνία, που προωθείται κυρίως από Γερμανία, Ισπανία και ορισμένες σκανδιναβικές χώρες, προβλέπει τη σταδιακή απελευθέρωση του εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και τεσσάρων βασικών χωρών της Mercosur: Αργεντινής, Βραζιλίας, Παραγουάης και Ουρουγουάης. Το τελικό κείμενο ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2024, έπειτα από 25 χρόνια διαπραγματεύσεων.
Εφόσον εφαρμοστεί, θα δώσει τη δυνατότητα στην ΕΕ να αυξήσει τις εξαγωγές οχημάτων, μηχανημάτων, κρασιών και αλκοολούχων ποτών προς τη Λατινική Αμερική, ενώ παράλληλα θα ανοίξει τον δρόμο για μεγαλύτερες εισαγωγές βοδινού κρέατος, ζάχαρης, ρυζιού, μελιού και σόγιας από τη Νότια Αμερική.
Οι υποστηρικτές της συμφωνίας εκτιμούν ότι θα λειτουργήσει ως αντίβαρο στους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, θα περιορίσει την εξάρτηση της Ευρώπης από την Κίνα και θα διευκολύνει την πρόσβαση σε στρατηγικά ορυκτά της Λατινικής Αμερικής.
Γερμανία και Ισπανία βλέπουν «χρυσή» αγορά
Για τη Γερμανία και την Ισπανία, οικονομίες με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, η Mercosur θεωρείται μια τεράστια αναδυόμενη αγορά. Η γερμανική βιομηχανία και οι ισπανικές αγροδιατροφικές επιχειρήσεις προσβλέπουν σε σημαντικά οφέλη, ενώ καθοριστικό ρόλο παίζουν και οι ιστορικοί δεσμοί της Ισπανίας με τη Λατινική Αμερική.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει δηλώσει ότι η συμφωνία ανοίγει για τα ευρωπαϊκά προϊόντα μια αγορά 700 εκατομμυρίων καταναλωτών με παρόμοια καταναλωτικά πρότυπα, προσφέροντας στην Ευρώπη μια κρίσιμη διέξοδο ανάπτυξης σε μια περίοδο έντονων διεθνών πιέσεων.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είχε μάλιστα προγραμματίσει ταξίδι στη Βραζιλία για την επικύρωση της συμφωνίας, ωστόσο για να συμβεί αυτό απαιτείται πρώτα η πολιτική συναίνεση των μεγάλων κρατών-μελών.
Μακρόν και Μελόνι «φρενάρουν»
Στον αντίποδα, Γαλλία, Ιταλία και Πολωνία εκφράζουν σοβαρές επιφυλάξεις. Πρόκειται για χώρες με ισχυρό πρωτογενή τομέα, που παράγουν προϊόντα υψηλής ποιότητας και κόστους, προσανατολισμένα κυρίως στην εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά. Ο φόβος του φθηνού λατινοαμερικανικού ανταγωνισμού είναι έντονος.
Οι αγρότες προειδοποιούν ότι η συμφωνία θα ασκήσει καθοδική πίεση στις τιμές, υποχρεώνοντάς τους να ανταγωνιστούν παραγωγούς με τεράστιες εκτάσεις, χαμηλότερα κόστη και σαφώς χαλαρότερους περιβαλλοντικούς και κτηνοτροφικούς κανόνες.
«Κανείς δεν θα καταλάβαινε αν λαχανικά, βοδινό και κοτόπουλο που έχουν υποστεί χημική επεξεργασία με προϊόντα που έχουν απαγορευτεί στη Γαλλία έφταναν στο έδαφός μας», δήλωσε η κυβερνητική εκπρόσωπος της Γαλλίας, Μοντ Μπρεζόν.
Ιδιαίτερο βάρος έχει και η ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση των αγροτών στις χώρες αυτές, που αυξάνει την πίεση προς τους Εμανουέλ Μακρόν και Τζόρτζια Μελόνι.
«Όσον αφορά τη Mercosur, πιστεύουμε ότι η συμφωνία είναι ανεπαρκής και δεν μπορεί να υπογραφεί (…) Δεν μπορούμε να δεχτούμε να θυσιαστεί η συνοχή της γεωργίας μας, του συστήματος τροφίμων μας (…) Απαιτούμε ρήτρα διασφάλισης», δήλωσε ο Μακρόν από τις Βρυξέλλες.
Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο ζητά συνεχή παρακολούθηση των τιμών και ρήτρες αναστολής του ελεύθερου εμπορίου εφόσον κριθεί αναγκαίο.
Πίεση από τη Βραζιλία και μαθηματικά πλειοψηφίας
Την ίδια ώρα, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα στέλνει αυστηρό μήνυμα προς τις Βρυξέλλες, ξεκαθαρίζοντας ότι αν η συμφωνία δεν εγκριθεί άμεσα, δεν θα επαναδιαπραγματευτεί το κείμενο κατά τη διάρκεια της θητείας του.
«Είναι δύσκολο επειδή η Ιταλία και η Γαλλία δεν θέλουν να προχωρήσουν, λόγω εσωτερικών πολιτικών προβλημάτων», δήλωσε στο υπουργικό συμβούλιο, προσθέτοντας: «Τους έχω ήδη προειδοποιήσει: αν δεν το κάνουμε τώρα, η Βραζιλία δεν θα κάνει άλλες συμφωνίες όσο είμαι πρόεδρος».
Η έγκριση της συμφωνίας δεν απαιτεί ομοφωνία, αλλά ενισχυμένη πλειοψηφία: τουλάχιστον 15 από τα 27 κράτη-μέλη, που να εκπροσωπούν το 65% του πληθυσμού της ΕΕ.
Με την Ιρλανδία και την Ολλανδία να τηρούν ακόμη σιγή και το Βέλγιο να έχει δηλώσει αποχή, καθίσταται σαφές ότι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μαζί με τους Μερτς και Σάντσες, χρειάζονται τη συναίνεση Μακρόν και Μελόνι αν θέλουν το φιλόδοξο – και εξαιρετικά αμφιλεγόμενο – deal ΕΕ–Mercosur να περάσει το τελικό εμπόδιο.