Ποιος θα εξαγοράσει τη Lukoil; Σαουδαραβικά κεφάλαια, αμερικανικές σφραγίδες, μάχη για τη “βαλκανική αντλία”

 Ποιος θα εξαγοράσει τη Lukoil; Σαουδαραβικά κεφάλαια, αμερικανικές σφραγίδες, μάχη για τη “βαλκανική αντλία”

Η πιθανή εξαγορά των διεθνών περιουσιακών στοιχείων της Lukoil από τη σαουδαραβική Midad Energy δεν συνιστά απλώς μία ακόμη μεγάλη ενεργειακή συναλλαγή. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό παζλ, όπου οι αμερικανικές κυρώσεις, τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια, τα πετροδολάρια της Μέσης Ανατολής και οι ισορροπίες ασφαλείας στην Ευρώπη αλληλοεμπλέκονται. Η ρωσική πετρελαϊκή εταιρεία, υπό ασφυκτική πίεση να αποδομήσει κρίσιμα τμήματα της διεθνούς της παρουσίας, επιχειρεί να αποχωρήσει από αγορές που επί δεκαετίες λειτουργούσαν ως προέκταση πολιτικής και οικονομικής επιρροής.

Την ίδια στιγμή, νέοι διεκδικητές εμφανίζονται ως «λευκοί ιππότες» για στοιχεία ενεργητικού που μέχρι χθες θεωρούνταν πολιτικά τοξικά.

Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο ποιος θα αγοράσει, αλλά ποιος θα ελέγχει τον ενεργειακό διακόπτη σε μια περιοχή όπου η ενέργεια ισοδυναμεί συχνά με ισχύ.

Η Lukoil έχει εισέλθει σε διαδικασία πώλησης των διεθνών της δραστηριοτήτων μετά τις εκτεταμένες κυρώσεις που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες τον Οκτώβριο, περιορίζοντας δραστικά τη δυνατότητά της να χρηματοδοτεί και να λειτουργεί περιουσιακά στοιχεία εκτός Ρωσίας.

Το χαρτοφυλάκιο που βρίσκεται προς διάθεση αποτιμάται σε περίπου 22 δισ. δολάρια και περιλαμβάνει συμμετοχές στον τομέα της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων, διυλιστήρια, καθώς και ένα εκτεταμένο δίκτυο πρατηρίων καυσίμων σε δεκάδες χώρες, μεταξύ αυτών και κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Στο προσκήνιο έχει αναδειχθεί η Midad Energy, εταιρεία που ανήκει στον όμιλο Al Fozan Holding, η οποία φέρεται να έχει καταθέσει προσφορά εξ ολοκλήρου σε μετρητά, με τα κεφάλαια να δεσμεύονται σε ειδικό λογαριασμό εγγύησης έως ότου αρθούν οι κυρώσεις κατά της Lukoil.

Στον διαγωνισμό συμμετέχουν επίσης βαριά ονόματα της παγκόσμιας ενεργειακής βιομηχανίας, όπως η Exxon Mobil και η Chevron, καθώς και το επενδυτικό κεφάλαιο Carlyle, ενώ κατά καιρούς έχουν αναφερθεί ως πιθανοί μνηστήρες η ουγγρική MOL και η International Holding Company από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για έναν «κανονικό» διαγωνισμό, αλλά για μια συναλλαγή που περνά μέσα από τη στενή χαραμάδα που αφήνει το καθεστώς των κυρώσεων.

Και αυτή η χαραμάδα ελέγχεται στην πράξη από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον έχει ήδη απορρίψει δύο προτάσεις εξαγοράς: τη μία από την ελβετική Gunvor, την οποία ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε χαρακτηρίσει «ρωσική μαριονέτα», και τη δεύτερη από την Xtellus Partners, ένα σχήμα με περίπλοκη αρχιτεκτονική που προέβλεπε έναν ιδιότυπο μηχανισμό ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων και αποζημίωσης Αμερικανών επενδυτών της Lukoil.

Το μήνυμα είναι σαφές: όποιος επιθυμεί να αποκτήσει τα στοιχεία ενεργητικού της ρωσικής εταιρείας, οφείλει πρώτα να περάσει από το φίλτρο της αμερικανικής πολιτικής και νομικής πραγματικότητας.

  • Σε αυτό το πλαίσιο, η Midad Energy τραβά τα βλέμματα όχι μόνο λόγω οικονομικής ισχύος, αλλά και λόγω πολιτικών διασυνδέσεων. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Αμπντουλελάχ αλ-Αϊμπάν, είναι αδελφός του συμβούλου εθνικής ασφάλειας της Σαουδικής Αραβίας, Μουσαέντ αλ-Αϊμπάν, ο οποίος συμμετείχε σε επαφές ΗΠΑ–Ρωσίας που φιλοξενήθηκαν νωρίτερα μέσα στο έτος στο βασίλειο. Ο πατέρας τους, Μοχάμεντ αλ-Αϊμπάν, υπήρξε ο πρώτος επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Σαουδικής Αραβίας. Οι λεπτές αυτές διασυνδέσεις δεν αποδεικνύουν τίποτα από μόνες τους, εξηγούν όμως γιατί το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και θεσμικό, πολιτικό και στρατηγικό.

Το χρονικό πλαίσιο της κίνησης κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Οι αμερικανο-σαουδαραβικές σχέσεις έχουν ενισχυθεί μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, με συμφωνίες στους τομείς της άμυνας, της ενέργειας και της τεχνολογίας, καθώς και με δεσμεύσεις σαουδαραβικών επενδύσεων που αναφέρονται έως και στο 1 τρισ. δολάρια.

Σε αυτό το περιβάλλον, μια «σαουδαραβική λύση» για ρωσικής προέλευσης περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συμβιβασμός: απομάκρυνση από τη ρωσική επιρροή χωρίς μεταβίβαση σε ανταγωνιστικά ή πολιτικά προβληματικά χέρια.

Για τα Βαλκάνια, το διακύβευμα είναι άμεσο και απτό. Η Lukoil διαθέτει ή διέθετε κρίσιμες υποδομές, δίκτυα πρατηρίων και ισχυρή εμπορική παρουσία σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ρουμανία, επηρεάζοντας άμεσα την ενεργειακή ασφάλεια και τις τιμές καυσίμων. Η αποχώρησή της ή η μεταβίβαση των περιουσιακών της στοιχείων σε έναν μη ρωσικό παίκτη μπορεί να περιορίσει ρωσικά κανάλια επιρροής, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει τον δρόμο για νέες μορφές γεωοικονομικής εξάρτησης.

  • Μια ενδεχόμενη εξαγορά από τη Midad Energy θα σηματοδοτούσε τη μετατόπιση του ελέγχου στρατηγικών ενεργειακών υποδομών σε έναν παίκτη που κινείται σε στενή συνάρτηση με τις αμερικανικές προτεραιότητες, χωρίς ωστόσο να είναι αμερικανικός. Το υβριδικό αυτό μοντέλο ισχύος —κυρώσεις, κεφάλαιο και πολιτική διαπραγμάτευση— τείνει να καταστεί ο κανόνας σε μια Ευρώπη που αναζητά ασφαλείς προμήθειες, ανθεκτικότητα και ελεγχόμενες αλυσίδες αξίας.

Το καθοριστικό ερώτημα παραμένει αν το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ θα εγκρίνει τελικά τη συναλλαγή, με δεδομένο ότι η Lukoil έχει προθεσμία έως τις 17 Ιανουαρίου για να ολοκληρώσει την πώληση. Η έκβαση δεν θα καθορίσει μόνο το μέλλον της ρωσικής εταιρείας εκτός Ρωσίας, αλλά και το ποιος θα κρατά τα κλειδιά κρίσιμων ενεργειακών κόμβων στα Βαλκάνια, σε μια περίοδο κατά την οποία η γεωπολιτική ρευστότητα έχει ξανά… οσμή καυσίμου.