Ο Πιερρακάκης του Eurogroup, το εκλογικό δίλημμα Μητσοτάκη και το νέο “δίδυμο” στη Ν.Δ

 Ο Πιερρακάκης του Eurogroup, το εκλογικό δίλημμα Μητσοτάκη και το νέο “δίδυμο” στη Ν.Δ

Η ομόφωνη εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup αποτελεί, αναμφίβολα, σημαντική επιτυχία για την εικόνα της χώρας, τον ίδιο, και το προφίλ της κυβέρνησης, φαίνεται ωστόσο πως σταδιακά ίσως προκαλέσει και μια σειρά από ενδιαφέρουσες εσωτερικές επιπτώσεις, καθώς διαμορφώνεται ένα νέο πολιτικό σκηνικό στην πορεία προς τις επόμενες εθνικές εκλογές αλλά και μετά από αυτές.

Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας μετατρέπεται για την κυβέρνηση σε ένα “εξαγόμενο” πολιτικό προϊόν που σηματοδοτεί την επιτυχία της ελληνικής οικονομίας και την αποδοχή της στα διεθνή fora και ως τέτοιο …επανεισάγεται για να ενισχύσει το δίλημμα που θα τεθεί στις εκλογές: “σταθερότητα ή ακυβερνησία”.

Ήδη ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έθεσε στη συνεδρίαση της Κ.Ο της Ν.Δ και από κυβερνητικά στελέχη θα προβάλλεται η επιτυχία Πιερρακάκη σε αντιδιαστολή με την εποχή της κρίσης και κυρίως με την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα. Όταν ο τελευταίος θα ιδρύσει νέο κόμμα και θα καταστεί επισήμως αντίπαλος του πρωθυπουργού, αυτό το επιχείρημα θα προβληθεί ακόμα εντονότερα.

Ωστόσο, παρότι δεν αναφέρεται ακόμα, ο Κυριάκος Πιερρακάκης αποκτά πλέον ηγετικά χαρακτηριστικά και μπαίνει στο παιχνίδι της επόμενης μέρας στη Ν.Δ, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είτε λόγω εκλογικών εξελίξεων, είτε μετά από μία τρίτη κυβερνητική θητεία, κινητοποιήσει τους σχετικούς εσωκομματικούς μηχανισμούς. Κάποιοι λένε πώς η εκλογή του υπουργού Εθνικής Οικονομίας στο Eurogroup αποτελεί και “χρίσμα” για την ώρα της διαδοχής, αν και είναι μάλλον πολύ νωρίς για να συζητητά κανείς κάτι τέτοιο.

Ο πρωθυπουργός αξιοποίησε την ευκαιρία, αναγνωρίζοντας ότι το προφίλ του υπουργού του είχε όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούσαν οι συσχετισμοί στις Βρυξέλλες, ιδιαίτερα αφ΄ ης στιγμής ο ανθυποψήφιος Βέλγος ομόλογός του Πέτεγκεμ έχασε το “μομέντουμ” λόγω της στάσης της χώρας του σχετικά με τα παγωμένα ρωσικά κεφάλαια. Η απόσυρση της υποψηφιότητας έφερε την ομόφωνη υπερψήφισης του Κυριάκου Πιερρακάκη που προηγουμένως είχε προκριθεί και από τον Γερμανό ομολόγό του, μία δήλωση που καθόρισε και το αποτέλεσμα. Οι πληροφορίες θέλουν τον επικεφαλής του ΕΛΚ στο ΕΚ Μάνφρεντ Βέμπερ να είχε διαμηνύσει πώς, παρότι στήριζε την ελληνική υποψηφιότητα, να μην μπορεί να πάρει ευθέως θέση μεταξύ δύο υποψηφίων που προέρχονταν από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.

Ως προς τους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς, η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός αποκτά έτσι δύο ισχυρούς πόλους (οι οποίοι μπορεί να αποκτήσουν σημασία στο μέλλον), αφενός το νέο πρόεδρο του Eurogroup, αφετέρου τον Κωστή Χατζηδάκη που έχει εκλεγεί αντιπρόεδρος του ΕΛΚ. Ο τελευταίος παρέδωσε στον διάδοχό του στην Καραγιώργη Σερβίας την έξωθεν καλή μαρτυρία για την ελληνική οικονομία και τις θετικές “συστάσεις” των οίκων αξιολόγησης, την οποία ο κ. Πιερρακάκης αξιοποίησε έτι περαιτέρω στους μόλις εννέα μήνες της παρουσίας του στο υπουργείο. Έτσι το ευρωπαϊκό προφίλ της κυβέρνησης ενισχύεται, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον κ. Μητσοτάκη όταν και εφόσον χρειαστεί.

Οι εσωτερικοί συσχετισμοί

Σήμερα, το πιό ισχυρό πρόσωπο στην Κ.Ο της Ν.Δ, μετά, φυσικά, τον ίδιο τον πρωθυπουργό, είναι ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας. Πλέον ο Κυριάκος Πιερρακάκης γίνεται ο εν δυνάμει διεκδικητής της ηγεσίας, αν και αρκετοί επισημαίνουν πώς παράλληλα με την υπουργική του θητεία και τις εμφανίσεις στα ευρωπαϊκά fora, οφείλει και να αποκτήσει συμμάχους και ερίσματα στην κομματική βάση και, κυρίως, την Κ.Ο του κυβερνώντος κόμματος. ‘Αλλοι επίδοξοι “δελφίνοι” διαπιστώνουν ότι εκ των πραγμάτων οι πιθανότητές τους μειώνονται σημαντικά, κάποιοι, δε, εξ αυτών ίσως αναγκαστούν να συνάψουν συμμαχίες με τα κυρίαρχα στρατόπεδα.

Η πολιτική καταγωγή του κ. Πιερρακάκη από το ΠΑΣΟΚ, και ιδιαίτερα το περιβάλλον του Ευάγγελου Βενιζέλου, μπορεί να αποτελεί πλεονέκτημα για την επιρροή του στον λεγόμενο κεντρώο χώρο, πρέπει, όμως, να ενισχύσει το προφίλ του και στην παραδοσιακή (κεντροδεξιά- δεξιά) εκλογική βάση της Ν.Δ. Δεν θα είναι εύκολο, και κάποιοι λένε ότι θα είναι δυσκολότερο απ΄ ότι για τον Άδωνη Γεωργιάδη που προερχόμενος από το (υπερδεξιό) ΛΑΟΣ έγινε ένα από τα πιό “αγαπημένα παιδιά” του γαλάζιου ακροατηρίου, όμως είναι κάτι που πρέπει να κάνει. Πρέπει, δε, να υπερβεί τις ενστάσεις της πτέρυγας της “λαϊκής δεξιάς” που ποτέ δεν είδε με καλό μάτι το γεγονός ότι πλειάδα κυβερνητικών στελεχών προέρχονται από το λεγόμενο εκσυγχρονιστικό-σημιτικό ΠΑΣΟΚ.

Γι αυτό, είναι πιθανό να χρειαστεί εσωτερικές συμμαχίες και να αφιερώσει χρόνο να συνομιλεί με βουλευτές του κόμματος, κυρίως εκείνους που διαθέτουν επιρροή. Μέχρι πριν λίγο καιρό οι φήμες ανέφεραν ότι είχε βρει διαύλους επικοινωνίας με το Νίκο Δένδια, τώρα, όμως, μετατρέπεται σε εν δυνάμει εσωκομματικό αντίπαλο. Όμως, οι όποιες φιλοδοξίες του υπουργού Άμυνας μάλλον εξαντλούνται στις επόμενες εκλογές, εφόσον ο πρωθυπουργός δεν κατορθώσει να εξασφαλίσει αυτοδύναμη νίκη και μία νέα θητεία. Σε αντίθετη περίπτωση θα ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί “αυτοάμυνας” ή και διαδοχής.

Από την άλλη, Πιερρακάκης και Δένδιας ανήκουν σε διαφορετική πολιτική γενιά, κάτι που σημαίνει ότι ο στόχος του πρώτου δεν είναι τόσο το 2027, όσο το 2030, δηλαδή μετά την εξάντληση της θητείας του (2,5 έτη) στο Eurogroup.

Γι’ αυτό και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας θα προτιμούσε -και είναι βέβαιο ότι θα εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση- μία ακόμα νίκη και θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη, ώστε να ρίξει το βάρος του στις μεθεπόμενες εκλογές, όταν είναι πιθανό ο πρωθυπουργός θα ολοκληρώσει έναν κύκλο τριών θητειών (που θα αποτελεί μεταπολιτευτικό ρεκόρ) και, υπό το φως των νέων ευρωπαϊκών συσχετισμών, θα μπορεί να διεκδικήσει έναν σημαντικό ευρωπαϊκό θώκο.

Στις εκλογές του 2027, ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι μάλλον βέβαιο ότι θα διεκδικήσει εκ νέου την πρωτιά στην Α’ Αθήνας το 2023 είχε εκλεγεί με μεγάλη διαφορά από τον Βασίλη Κικίλια, την Ολγα Κεφαλογιάννη και τους άλλους βουλευτές) και δεν θα δεχτεί, όπως γράφτηκε, κάποια τιμητική ανάδειξη του μέσω του ψηφοδελτίου Επικρατείας. Έχει, προφανώς, κάθε λόγο να “αναβαπτιστεί” με απευθείας εκλογή και να ενισχύσει περαιτέρω το πολιτικό του κεφάλαιο, ώστε να διεκδικήσει, όταν θα έρθει η ώρα, τον επόμενο στόχο.