Ανάλυση: Το δύσκολο μονοπάτι για “απονομή χάριτος” στον Νετανιάχου

Με μια πολιτική και θεσμική σκακιέρα να μετατρέπεται σε πεδίο ανοιχτής σύγκρουσης, το ενδεχόμενο προεδρικής χάρης προς τον Μπενιαμίν Νετανιάχου μοιάζει περισσότερο με παγιδευμένο διάδρομο παρά με έξοδο κινδύνου. Οι δημόσιες δηλώσεις του Ισραηλινού πρωθυπουργού, κοφτές και κατηγορηματικές, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο στο οποίο ο ίδιος αρνείται να πληρώσει οποιοδήποτε πολιτικό ή ηθικό τίμημα για την πιθανή χάρη. Ούτε παραίτηση από την πολιτική, ούτε υπαναχώρηση από τη δικαστική μεταρρύθμιση, ούτε ομολογία ή αποδοχή ηθικού στίγματος.
Το αποτέλεσμα είναι να περιορίζονται δραματικά τα περιθώρια ελιγμών του προέδρου του Ισραήλ, Ισαάκ Χέρτζογκ, ο οποίος καλείται να αποφασίσει μέσα σε κλίμα έντονης πόλωσης, θεσμικής καχυποψίας και έντονης προεκλογικής οσμής.
Μέσα σε διάστημα μόλις δύο ημερών, ο Νετανιάχου αφαίρεσε από το τραπέζι σχεδόν κάθε πιθανή πολιτική «ανταλλαγή» που θα μπορούσε να διευκολύνει την απόφαση του προέδρου. Αρχικά ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να αποχωρήσει από την πολιτική ζωή. Στη συνέχεια, απάντησε αρνητικά και στο ενδεχόμενο να «θυσιάσει» τη δικαστική μεταρρύθμιση ως αντάλλαγμα για χάρη. Με αυτόν τον τρόπο, ο πρωθυπουργός αφήνει τον Χέρτζογκ με ελάχιστα –αν όχι μηδενικά– πολιτικά ή θεσμικά οφέλη που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια τόσο βαριά απόφαση.
Η στάση αυτή αποκαλύπτει μια σκληρή πραγματικότητα: για τον Νετανιάχου, η χάρη δεν φαίνεται να συνδέεται με οποιονδήποτε συμβιβασμό. Δεν διατυπώνει μεταμέλεια, δεν αποδέχεται ενοχή, δεν αναγνωρίζει κανέναν κλονισμό κύρους που θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχειώδη βάση για μια πράξη επιείκειας. Αντιθέτως, το μήνυμα που εκπέμπει είναι πως επιδιώκει να εξέλθει «νικητής» – όχι μόνο απέναντι στην εισαγγελία και τη Δικαιοσύνη, αλλά και απέναντι στο ίδιο το θεσμικό σύστημα.
- Σε καθαρά νομικούς όρους, η τακτική αυτή μπορεί να απευθύνεται πρωτίστως στη βάση του, καλλιεργώντας την εικόνα ενός ηγέτη που δεν λυγίζει μπροστά στις «ελίτ». Ωστόσο, σε πολιτικό επίπεδο, δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα για τον πρόεδρο. Αν οι ίδιες αδιάλλακτες θέσεις μεταφερθούν και στις παρασκηνιακές επαφές για τη χάρη, τότε ο Χέρτζογκ θα δυσκολευτεί εξαιρετικά να αιτιολογήσει μια θετική απόφαση – τόσο απέναντι στην κοινή γνώμη όσο και απέναντι στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ενδέχεται να κληθεί να εξετάσει τη νομιμότητα της χάρης.
Δεν αποκλείεται, βέβαια, οι δημόσιες δηλώσεις του Νετανιάχου να αποτελούν μέρος ενός τακτικού ελιγμού. Μια σκληρή ρητορική πριν από την έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων μπορεί να λειτουργεί ως επίδειξη ισχύος, προετοιμάζοντας το έδαφος για πιο ευέλικτες θέσεις πίσω από κλειστές πόρτες, μέσω των δικηγόρων του. Σε αυτό το σενάριο, η δημόσια αδιαλλαξία υπηρετεί κυρίως την πολιτική εικόνα, ενώ η πραγματική διαπραγμάτευση εξελίσσεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Υπάρχει όμως και μια πιο κυνική ανάγνωση: ο Νετανιάχου ίσως θεωρεί εκ των προτέρων ότι το αίτημα χάρης είτε θα απορριφθεί από τον πρόεδρο είτε θα ακυρωθεί στη συνέχεια από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αν η τελική κρίση ανήκει ούτως ή άλλως στους δικαστές, τότε η άρνηση κάθε παραχώρησης ενισχύει το αφήγημα της πολιτικής δίωξης και της σύγκρουσης με το «κατεστημένο». Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και μια αρνητική έκβαση δεν θα καταγραφεί ως ήττα, αλλά ως επικοινωνιακό καύσιμο για τη διαρκή σύγκρουση με τις θεσμικές ελίτ.
- Η διάσταση του εκλογικού χρόνου προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας. Ο Νετανιάχου δεν υποχρεούται να λάβει άμεσα οριστικές αποφάσεις. Αν κερδίσει τις εκλογές, η πολιτική του ισχύς θα ενισχυθεί, όπως και οι πιθανότητες μιας ευνοϊκότερης λύσης. Αν ηττηθεί, τότε ενδέχεται να επιδείξει μεγαλύτερη ευελιξία σε μια μεταγενέστερη διαπραγμάτευση, γνωρίζοντας ότι το τελικό βάρος θα πέσει και πάλι στους ώμους της Δικαιοσύνης.
Στο μεταξύ, ο κατάλογος των πιθανών «ανταλλαγμάτων» που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον Χέρτζογκ έχει σχεδόν εξαντληθεί. Η ακύρωση της δικαστικής μεταρρύθμισης έχει ουσιαστικά αποσυρθεί από τη συζήτηση, όπως και η αποχώρηση από την πολιτική. Ούτε στο ζήτημα του νόμου περί στρατιωτικής απαλλαγής διαφαίνεται διάθεση υποχώρησης, ενώ η ομολογία ή έστω μια συμβολική ανάληψη ευθύνης απουσιάζει πλήρως από το οπλοστάσιο των επιλογών του πρωθυπουργού.
Έτσι, στη σημερινή φάση, είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πώς ο πρόεδρος θα μπορούσε να διαμορφώσει ακόμη και το ελάχιστο θεσμικό υπόβαθρο για την απονομή χάρης. Η εντύπωση που διαμορφώνεται είναι ότι ο Νετανιάχου ίσως δεν επιδιώκει πραγματικά τη χάρη, αλλά τη μετατροπή της υπόθεσης σε πολιτικό όπλο, ενισχύοντας την εικόνα του «διωκόμενου ηγέτη» στα μάτια της εκλογικής του βάσης.
Αν αυτή η ανάγνωση επαληθευτεί, τότε η άρνηση του Χέρτζογκ να προχωρήσει δεν θα είναι απλώς αναμενόμενη, αλλά θεσμικά αναπόφευκτη. Και τότε, αυτό που σήμερα μοιάζει με αδιέξοδο χάρης μπορεί να μετατραπεί σε αφετηρία εκλογικής σύγκρουσης – ένα θεσμικό αδιέξοδο, αλλά την ίδια στιγμή μια πολιτική θρυαλλίδα για το επόμενο επεισόδιο της ισραηλινής κρίσης.