Ανάλυση: Πώς η νέα πρωτοβουλία Τραμπ και η απόφαση του ΣΑ αναδιαμορφώνουν το πεδίο της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή
Σε μια από τις πιο ηλεκτρισμένες φάσεις του μεσανατολικού, η νέα σχέση Τραμπ – Νετανιάχου και το αμερικανικό σχέδιο για τη Γάζα δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα πολιτικής πίεσης, εσωτερικών τριγμών στο Ισραήλ και προσεκτικής αισιοδοξίας στην Παλαιστινιακή Αρχή. Η επικύρωση του σχεδίου από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ – με όρους που για πρώτη φορά μετά από χρόνια ανοίγουν ρητά τον δρόμο προς μια παλαιστινιακή κρατική οντότητα και προβλέπουν την ανάπτυξη διεθνούς δύναμης στη Γάζα – ανατρέπει ισορροπίες που θεωρούνταν παγιωμένες.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η επιλογή του Μπενιαμίν Νετανιάχου να χαιρετήσει τη σχετική απόφαση «μόνο στα αγγλικά», χωρίς ούτε λέξη στα εβραϊκά, αποτέλεσε την πιο εύγλωττη ένδειξη ενός εσωτερικού πολιτικού κόσμου σε κατάσταση σιωπηλής αναστάτωσης: ένα Ισραήλ διχασμένο ανάμεσα στη δυσαρέσκεια για το σχέδιο Τραμπ και τον φόβο μήπως η παραμικρή αντίδραση προκαλέσει την οργή του Αμερικανού Προέδρου.
Η «μοναχική» ανάρτηση Νετανιάχου και το διπλωματικό αδιέξοδο
Η ανάρτηση του Νετανιάχου στον επίσημο λογαριασμό του στο X δεν επιχειρούσε να κρύψει τη στόχευση: μια προσεκτική κολακεία προς τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος θεωρεί το σχέδιο για τη Γάζα «οδικό χάρτη ειρήνης». Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός εξήρε την προοπτική «πλήρους αποστρατιωτικοποίησης της Γάζας» και «καταπολέμησης του εξτρεμισμού», όπως και τη «βελτίωση της περιφερειακής ολοκλήρωσης», με αναφορά στη διεύρυνση των Συμφωνιών του Αβραάμ.
Όμως πίσω από την πολιτική ευγένεια, η πραγματικότητα στο εσωτερικό της χώρας είναι διαφορετική. Όπως σχολίασε ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης Μπαράκ Ραβίντ του Channel 12, η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας αποτελεί «ιστορική τομή»: για πρώτη φορά μετατρέπει τη διαχείριση της σύγκρουσης από διμερές ζήτημα σε διεθνές πλαίσιο δεσμευτικό για το Ισραήλ, ακυρώνοντας δεκαετίες προσπαθειών του Νετανιάχου να εμποδίσει ακριβώς αυτό. Σύμφωνα με τον Ραβίντ, η ικανότητα του Ισραήλ να ενεργεί μονομερώς στο παλαιστινιακό «έχει πλέον δραστικά περιοριστεί».
Η «πολιτική της σιωπής» στην κυβέρνηση
Η ισραηλινή κυβέρνηση, συνηθισμένη σε επιθετική ρητορική, επέλεξε αυτή τη φορά σιγή ασυρμάτου. Ούτε ο υπουργός Εθνικής Ασφαλείας Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ, ούτε ο υπουργός Οικονομικών Μπετζαλέλ Σμότριτς, γνωστοί για τις σκληρές θέσεις τους, προχώρησαν σε δηλώσεις. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ο υπουργός Μετανάστευσης Οφίρ Σοφέρ, ο οποίος επέμεινε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει παλαιστινιακό κράτος» και ότι η κυβέρνησή του οφείλει να το αποτρέψει.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η σιωπή δεν είναι τυχαία: η Ιερουσαλήμ περιμένει να δει αν το αμερικανικό σχέδιο προσκρούσει στις αντιστάσεις διεθνών και περιφερειακών παραγόντων. Μόνο σε περίπτωση αποτυχίας θα μπορέσει ο Νετανιάχου να ζητήσει από τον Τραμπ «πράσινο φως» για επανέναρξη των επιχειρήσεων κατά της Χαμάς – κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα επιτρέψει.
Η αντιπολίτευση ανεβάζει τους τόνους
Αντίθετα, η αντιπολίτευση κινήθηκε γρήγορα. Ο Γιαΐρ Λαπίντ κατηγόρησε τον Νετανιάχου ότι «υποκύπτει στις αμερικανικές πιέσεις» και εγκαταλείπει «την πολιτική αποσύνδεσης Γάζας – Δυτικής Όχθης», ακόμη και την de facto ατζέντα προσάρτησης εδαφών.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Αβίγκντορ Λίμπερμαν χαρακτήρισε την απόφαση «αποτέλεσμα της αποτυχημένης διακυβέρνησης» και προειδοποίησε για μια «σκληρή πολιτική προσγείωση» για το Ισραήλ.
Το σχέδιο Τραμπ: διεθνής δύναμη και βήμα προς κράτος
Το κείμενο που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας προβλέπει:
— ανάπτυξη διεθνούς δύναμης στη Γάζα,
— έναρξη πολιτικής διαδικασίας που «οδηγεί σε παλαιστινιακό κράτος».
Ο πρέσβης των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Μάικ Γουόλτζ χαρακτήρισε την πρωτοβουλία «ιστορική και εποικοδομητική». Για το Ισραήλ, όμως, οι δύο αυτές παράμετροι αποτελούν κόκκινες γραμμές. Η εφημερίδα «Γεντιότ Αχρονότ» αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση προσπάθησε να τροποποιήσει το κείμενο ώστε να παραμείνει εντός των ορίων της κομματικής συνοχής της, αλλά οι ΗΠΑ δεν δέχθηκαν αλλαγές, φοβούμενες κατάρρευση ολόκληρου του σχεδίου.
Ακόμη πιο αιχμηρή η πολιτική συντάκτρια της ΚΑΝ, Τζίλι Κοέν, η οποία μίλησε για «ταφόπλακα όλων των υποσχέσεων» που έδινε ο Νετανιάχου τα τελευταία χρόνια: ότι θα αποτρέψει «τη διεθνοποίηση της σύγκρουσης», ότι δεν θα αφήσει τη Φατάχ να επιστρέψει στη Γάζα και ότι ποτέ δεν θα δεχθεί επιβολή πολιτικού πλαισίου από το εξωτερικό.
Η παλαιστινιακή ανάγνωση: επιφυλάξεις αλλά και ιστορική στιγμή
Αντίθετα με το κλίμα στην Ιερουσαλήμ, η Παλαιστινιακή Αρχή χαιρέτισε την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, τονίζοντας ότι αποτελεί επιβεβαίωση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης και αναγνώριση του δρόμου προς την ανεξάρτητη Παλαιστινιακή Δημοκρατία.
Παρά τις επιφυλάξεις – κυρίως για τους όρους της διεθνούς δύναμης και τη δομή της μελλοντικής διακυβέρνησης στη Γάζα – η Ραμάλα βλέπει στο κείμενο «πρώτη αναφορά από τον ΟΗΕ μετά από δεκαετίες σε έναν σαφή ορίζοντα για κρατική οντότητα».
Ο ηγετικός αξιωματούχος της Φατάχ Τζαμάλ Ναζάλ υπογράμμισε ότι το σχέδιο μιλά για «κράτος που απορρίπτει τόσο το Ισραήλ όσο και η Χαμάς», εκτιμώντας ότι «και οι δύο πλευρές έχασαν το στρατηγικό τους στοίχημα». Κατά τον ίδιο, η απόφαση δημιουργεί «βιώσιμους πολιτικούς σπόρους» για μια διαδικασία που, παρά τις δυσκολίες, μπορεί να λειτουργήσει υπέρ του παλαιστινιακού λαού.
Αναδυόμενες ισορροπίες
Η νέα πραγματικότητα δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες: το σχέδιο Τραμπ δεν εγγυάται λύση, αλλά αναγκάζει όλους τους παίκτες να τοποθετηθούν σε ένα ανανεωμένο διεθνές πλαίσιο, όπου η αμερικανική επιρροή συνδυάζεται με μια πρωτοφανή ενεργοποίηση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Το Ισραήλ βρίσκεται αντιμέτωπο με περιορισμούς στη στρατιωτική του ελευθερία, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή καλείται να αποδείξει ότι μπορεί να λειτουργήσει ως αποτελεσματικός συνομιλητής.
Σε κάθε περίπτωση, όπως σημείωσε ο Μπαράκ Ραβίντ, «ο ισραηλινο-παλαιστινιακός ανταγωνισμός δεν θα επιστρέψει ποτέ στην προηγούμενη μορφή του». Και αυτό, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, αποτελεί ίσως το πιο καθοριστικό στοιχείο της νέας εξίσωσης.