Ανάλυση: Είναι αδύνατο τελικά το Ισραήλ να αποδεχτεί ένα παλαιστινιακό κράτος;

 Ανάλυση: Είναι αδύνατο τελικά το Ισραήλ να αποδεχτεί ένα παλαιστινιακό κράτος;

Σε μια στιγμή που η μεσανατολική διπλωματία μοιάζει ξανά να κινείται πάνω σε ένα εύθραυστο σχοινί, η συζήτηση για το αν το Ισραήλ μπορεί – ή θέλει – να δεχθεί τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους επιστρέφει στο επίκεντρο. Η αμερικανική πρόταση που ανακινήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, βασισμένη στη νέα πολιτική γραμμή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, πυροδότησε καταιγισμό αντιδράσεων στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα. Η ιδέα ότι ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου θα μπορούσε ακόμη και να εξετάσει ένα ψήφισμα που αναφέρεται σε «μονοπάτι προς την αυτοδιάθεση και την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους» θεωρήθηκε προδοσία από τα δεξιά κόμματα, τα οποία απείλησαν ανοιχτά με κατάρρευση της κυβέρνησης.

Κι όμως, πίσω από την πολεμική ρητορική και τις ιδεολογικές γραμμές, το ερώτημα παραμένει: είναι πραγματικά αδύνατο να πειστεί η ισραηλινή κοινωνία να αποδεχθεί ένα παλαιστινιακό κράτος – ή μήπως υπάρχουν όροι υπό τους οποίους αυτό μπορεί να συμβεί;

Μια κοινωνία διαμορφωμένη από 75 χρόνια φόβου

Για δεκαετίες, μεγάλα τμήματα της ισραηλινής κοινής γνώμης εκτέθηκαν σε μια συνεχόμενη καμπάνια φόβου και δαιμονοποίησης απέναντι στην παλαιστινιακή κρατική υπόσταση.

Από το Σχέδιο Διαμελισμού του 1947, μέχρι τις κυβερνήσεις της δεξιάς μετά το 1977 και την άνοδο του κινήματος των εποίκων, η πολιτική ηγεσία επένδυσε σταθερά στην καλλιέργεια της εντύπωσης ότι ένα παλαιστινιακό κράτος ισοδυναμεί με «υπαρξιακό κίνδυνο».

Το επιχείρημα αυτό ενισχύθηκε από λάθη, αντιφάσεις και δηλώσεις της παλαιστινιακής και αραβικής ηγεσίας, αλλά και από τη βία οργανώσεων όπως η Χαμάς. Έτσι, ακόμη και όταν το Ισραήλ καταδικάζεται διεθνώς για εγκλήματα πολέμου, ακόμη και όταν μέλη της κυβέρνησης προβαίνουν σε ακραίες δηλώσεις – όπως η προτροπή για πλήγμα στη Γάζα με «πυρηνική βόμβα» ή η δημόσια απαξίωση της ζωής παιδιών – το κυρίαρχο αφήγημα παραμένει: «ο άλλος είναι ο τρομοκράτης».

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου της Ιερουσαλήμ για Δημόσιες Υποθέσεις, η αντίθεση στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους εκτοξεύθηκε στο 64% μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023· στους ψηφοφόρους της δεξιάς φτάνει το 88%. Η κοινωνία έγινε σκληρότερη, πιο καχύποπτη, πιο κλειστή.

Κι όμως: η ισραηλινή κοινή γνώμη έχει αλλάξει ριζικά στο παρελθόν

Η εικόνα αυτή δεν σημαίνει ότι η ισραηλινή κοινωνία είναι αμετάβλητη. Η ιστορία δείχνει το αντίθετο.

– Το 1978, όταν ο Μεναχέμ Μπεγκίν ταξίδεψε στο Καμπ Ντέιβιντ, το 72% των Ισραηλινών αντιτίθετο σε κάθε αποχώρηση από τη χερσόνησο του Σινά. Μετά τη συμφωνία, το ίδιο ποσοστό – 72% – την υποστήριζε.
– Το 1994, η ειρήνη με την Ιορδανία συγκέντρωσε 88% αποδοχή.
– Το 2005, ο Αριέλ Σαρόν απομάκρυνε 8.000 εποίκους από τη Γάζα, παρά την οργή της δεξιάς.
– Το 2008, ο Εχούντ Όλμερτ παρουσίασε πρόταση για λύση δύο κρατών· η πτώση του ήρθε όχι εξαιτίας της πρότασης, αλλά λόγω δικαστικής υπόθεσης διαφθοράς.

Με άλλα λόγια, η ισραηλινή κοινωνία μπορεί να μετακινηθεί – με δύο προϋποθέσεις:

– ύπαρξη μιας ισχυρής ισραηλινής ηγεσίας που πιστεύει στην ειρήνη,
– σαφής αμερικανική στήριξη που προσφέρει πολιτικό κάλυμμα.

Ο παράγοντας Τραμπ: ισχυρός, ασυμβίβαστος και απρόβλεπτος

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται να επιλέγει έναν δρόμο που ξενίζει ακόμα και στενούς του συνεργάτες: παρά την προφανή φιλοϊσραηλινή του στάση, δείχνει να πιστεύει ότι για την «υπεράσπιση» του Ισραήλ χρειάζεται μια συμφωνία που οδηγεί – σταδιακά – σε δύο κράτη. Υπό την πίεση αραβικών, ευρωπαϊκών και μουσουλμανικών χωρών, αλλά και με τη δική του πολιτική επιθυμία να καταγραφεί ως «ειρηνοποιός», ο Τραμπ πιέζει προσωπικά τον Νετανιάχου.

Παράλληλα, τον καλύπτει πολιτικά σε βαθμό πρωτοφανή:

– ζητά δημόσια την ακύρωση της δίκης του Νετανιάχου,
– τον παρουσιάζει ως «τον μόνο που μπορεί να υπογράψει ειρήνη»,
– του υπόσχεται εγγυήσεις ασφαλείας και οικονομική υποστήριξη.

Στο μυαλό του Τραμπ, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ δεν κινδυνεύει ουσιαστικά από τους ακροδεξιούς υπουργούς Μπέτζαλελ Σμότριτς και Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ. Πιστεύει ότι δεν θα ρίξουν την κυβέρνηση· και αν το κάνουν, ο Νετανιάχου θα μπορούσε να φέρει στην κυβέρνηση ένα ή δύο κόμματα της αντιπολίτευσης – με την προσωπική σφραγίδα του Λευκού Οίκου. Και στην έσχατη περίπτωση, θεωρεί ότι ο Νετανιάχου μπορεί να πάει σε εκλογές με την «ειρηνευτική πρωτοβουλία Τραμπ» και να κερδίσει.

Μπορεί το Ισραήλ να πει «ναι» σε παλαιστινιακό κράτος;

Η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη. Το Ισραήλ του 2025 είναι βαθιά πολωμένο, φοβισμένο και στραπατσαρισμένο μετά τον Οκτώβριο του 2023. Όμως ιστορικά έχει αποδείξει ότι, αν συντρέξουν συγκεκριμένες συνθήκες, οι θέσεις της κοινωνίας μετατοπίζονται εντυπωσιακά.

Οι όροι αυτοί, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, είναι τρεις:

  1. Αμερικανική επιμονή. Χωρίς αδιάλειπτη πίεση από την Ουάσιγκτον, ο Νετανιάχου δεν θα κινηθεί.
  2. Ισραηλινός ηγέτης που μπορεί να «πουλήσει» την ειρήνη στο κοινό. Παρά τις αντιφάσεις του, ο Νετανιάχου έχει ακόμη την ικανότητα να πείσει τμήματα της δεξιάς.
  3. Παλαιστινιακή ηγεσία που δεν θα απορρίψει αμέσως την πρόταση. Ο Νετανιάχου υπολογίζει – πολλοί λένε πως ελπίζει – ότι η άρνηση θα έρθει από τη Ραμάλα, ώστε να αποφύγει το εσωτερικό κόστος.

Το αδύνατο δεν είναι πάντα αδύνατο

Παρά το σημερινό κλίμα, παρά την άνοδο της ισραηλινής άκρας δεξιάς, παρά την κοινωνική σκλήρυνση μετά τον πόλεμο, η ισραηλινή κοινή γνώμη μπορεί να μετατοπιστεί. Δεν είναι «κλειστό κουτί». Το έχει ξανακάνει.

Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν το Ισραήλ είναι ανίκανο να δεχθεί ένα παλαιστινιακό κράτος.

Το ερώτημα είναι αν ο Τραμπ θα επιμείνει, αν ο Νετανιάχου θα διακινδυνεύσει και αν οι Παλαιστίνιοι θα αρνηθούν – όπως περιμένει ένα μέρος της ισραηλινής ηγεσίας – ή αν θα αιφνιδιάσουν τη διεθνή σκηνή με μια νέα προθυμία για διαπραγμάτευση.

Σε αυτό το τρίγωνο Ουάσιγκτον – Ιερουσαλήμ – Ραμάλα, το μέλλον ενός παλαιστινιακού κράτους μπορεί να αποδειχθεί ταυτόχρονα απίθανο και απολύτως εφικτό.