Ανάλυση: Πολιτική επιλογή πίσω από τη στασιμότητα στη μεγαλύτερη συμφωνία παροχής αερίου μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου

Η ανατροπή ήρθε γρήγορα: πριν από τρεις μήνες το Τελ Αβίβ πανηγύριζε τη «μεγαλύτερη συμφωνία αερίου στην ιστορία του Ισραήλ», ένα πολυετές πακέτο προμηθειών προς την Αίγυπτο που θα τροφοδοτούσε τη ρευστοποίηση στις μονάδες του Ιντκού και της Δαμιέττας, θα κάλυπτε εγχώριες ανάγκες στο Κάιρο και θα άνοιγε παράθυρο επαναεξαγωγών LNG. Σήμερα, το ίδιο σχέδιο βρίσκεται παγωμένο, με το Ισραήλ να ζητά «πολιτική έγκριση» σε κάθε βήμα και την Ουάσιγκτον να ασκεί ανοιχτά πίεση — μέχρι και με την ακύρωση επίσκεψης του Αμερικανού υπουργού Ενέργειας Κρις Ράιτ.
Στον πυρήνα του αδιεξόδου βρίσκεται το Λεβιάθαν, το μεγαλύτερο ισραηλινό κοίτασμα φυσικού αερίου, που διαχειρίζεται η Chevron μαζί με εταίρους, και μια σύμβαση που από γεωοικονομικό επίτευγμα μετατράπηκε σε γεωπολιτικό μοχλό πίεσης.
Πίσω από τα τιμολόγια και τις ροές, ξεδιπλώνεται ένα τοπίο όπου η ενέργεια λειτουργεί ως νόμισμα ασφάλειας, εργαλείο διαπραγμάτευσης και βαρόμετρο της περιφερειακής ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Από το «ναι» στο μπλόκο
Τον Αύγουστο, η NewMed —εταίρος στο Λεβιάθαν— ανακοίνωσε συμφωνία για την προμήθεια περίπου 130 δισ. κ.μ. φυσικού αερίου στην Αίγυπτο έως το 2040, αξίας έως 35 δισ. δολαρίων. Ο τότε πανηγυρικός τόνος στο Ισραήλ έδινε έμφαση στα δημοσιονομικά οφέλη, στις θέσεις εργασίας και στη θωράκιση της χώρας ως «περιφερειακής ενεργειακής δύναμης».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου ζήτησε να μην προχωρήσει τίποτα χωρίς τη δική του ρητή έγκριση, ενώ το υπουργείο Ενέργειας προέβαλε «εκκρεμότητες τιμολόγησης στην εγχώρια αγορά» και «εθνικό συμφέρον κάλυψης των αναγκών της χώρας».
Η στάση αποδόθηκε επίσης σε πολιτική εργαλειοποίηση της ενέργειας: σύνδεση, δηλαδή, της συνέχειας των ροών με την προσήλωση του Καΐρου στις ρυθμίσεις ασφαλείας της Συνθήκης Ειρήνης του 1979 και ειδικότερα στο καθεστώς δυνάμεων στο Σινά.
Τι προβλέπει το πακέτο
Η νέα σύμβαση τροποποιεί το πλαίσιο του 2019 (έως 60 δισ. κ.μ. μέχρι το 2030) και το διπλασιάζει. Προβλέπει δύο φάσεις:
— από το 2026, περίπου 20 δισ. κ.μ. ετησίως ως «γέφυρα»·
— στη συνέχεια, άλλες 110 δισ. κ.μ. μετά την αναβάθμιση των διασυνδέσεων από το Λεβιάθαν προς τις αιγυπτιακές μονάδες LNG.
Το Λεβιάθαν εκτιμάται ότι διαθέτει περί τα 600 δισ. κ.μ. αποθεμάτων, με τη Chevron να κατέχει περίπου 40% και να έχει την επιχειρησιακή ευθύνη. Για την Αίγυπτο, το αέριο του Ισραήλ καλύπτει εθνικές ανάγκες και επιτρέπει επαναεξαγωγές LNG. Για το Ισραήλ, προσφέρει έσοδα, αγορές και στρατηγική μόχλευση.
Το επιχείρημα του Τελ Αβίβ και η αιγυπτιακή απάντηση
Επισήμως, το Ισραήλ επικαλείται την προτεραιότητα της εγχώριας αγοράς και «ορθολογική τιμολόγηση». Ανεπισήμως, η ασφάλεια και η περιφερειακή πολιτική βαραίνουν εξίσου: ο πόλεμος στη Γάζα, οι εντάσεις για το Σινά και ο ρόλος της Αιγύπτου σε συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός επαναφέρουν την ενέργεια ως μοχλό. Από το Κάιρο, ο επικεφαλής της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Ντία Ρασουάν, χαρακτήρισε τη στάση του Ισραήλ «προκλητική» και με πολιτικές σκοπιμότητες, υπογραμμίζοντας ότι η Αίγυπτος δεν εξαρτάται από μία πηγή και έχει εναλλακτικά σχέδια. Τα στοιχεία είναι εύγλωττα: τον Ιούλιο οι ροές στο εθνικό δίκτυο έφτασαν περίπου 6,8 δισ. κυβ. πόδια/ημέρα, ενώ η παραγωγή κινήθηκε γύρω στα 4,21 δισ. κυβ. πόδια/ημέρα. Το 2024 άνοιξε μεγάλο κενό παραγωγής–ζήτησης (περίπου 47,5 έναντι 60 δισ. κ.μ.), που καθιστά κρίσιμες τις εισαγωγές ή/και τις ευέλικτες συμφωνίες.
Χρηματοοικονομικά και κόστη: το «μαύρο κουτί» της ρευστοποίησης
Κατά τον καθηγητή Χοσσάμ Αραφάτ (Πολυτεχνείο Καΐρου), το επιχείρημα ότι η Αίγυπτος «κερδίζει υπέρογκα» από αγορά–ρευστοποίηση–επαναεξαγωγή είναι παραπλανητικό:
— Τιμή εισαγωγής: 7,5–8 $/MMBtu.
— Τιμή επαναπώλησης: 13,5–14 $/MMBtu.
Με δεδομένα τα κόστη μεταφοράς, ρευστοποίησης, ναύλων και ασφάλισης, το περιθώριο δεν είναι «δώρο». Επιπλέον, το Ισραήλ δεν διαθέτει δικές του μονάδες LNG — άρα, για να εξάγει εκτός περιοχής, χρειάζεται την αιγυπτιακή υποδομή ή αγωγούς οδεύσεις με περιορισμούς. Αυτό εξηγεί γιατί ένα μπλόκο στις ροές βλάπτει και το Ισραήλ και τους εμπορικούς εταίρους του κοιτάσματος.
Ο αμερικανικός παράγοντας και η Chevron
Η Ουάσιγκτον σήκωσε τους τόνους, καθώς η Chevron—ως operator του Λεβιάθαν— βλέπει ημερήσιες απώλειες από αργοπορίες.
Η ακύρωση του ταξιδιού του Κρις Ράιτ στο Ισραήλ λειτούργησε ως μήνυμα ότι το συμβατικό πλαίσιο πρέπει να τηρείται και ότι η χρήση της ενέργειας ως πολιτικού μοχλού έχει όρια όταν αμερικανικά εταιρικά συμφέροντα επηρεάζονται.
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν την αγορά LNG της Ανατολικής Μεσογείου, ένα buffer για την Ευρώπη σε σενάρια τιμών και ασφάλειας εφοδιασμού.
Τι πραγματικά άλλαξε σε τρεις μήνες;
Εύλογη η απορία του καθηγητή Αραφάτ: αν τα τιμολόγια, οι συνδέσεις και τα προγράμματα επέκτασης ήταν γνωστά, τι άλλαξε; Η απάντηση βρίσκεται λιγότερο στους αριθμούς και περισσότερο στο περιβάλλον ασφάλειας:
— ο πόλεμος στη Γάζα και η επιτήρηση στο Σινά,
— οι αμερικανικές προτεραιότητες για σταθερές ροές,
— η αιγυπτιακή στάση σε παύσεις πυρός και ανθρωπιστικούς διαδρόμους.
Σε αυτό το πλαίσιο, το Τελ Αβίβ επιμηκύνει τη διαπραγμάτευση για να μεγιστοποιήσει πολιτικά ανταλλάγματα. Το ρίσκο; Η υπεροχή του βραχυπρόθεσμου πολιτικού οφέλους έναντι του μακροπρόθεσμου ενεργειακού κέρδους, με κόστος αξιοπιστίας.
Επιπτώσεις και σενάρια
Βραχυπρόθεσμα
— Το Κάιρο καλύπτει το έλλειμμα με spot φορτία ή εναλλακτικές ροές.
— Το Τελ Αβίβ αντιμετωπίζει πίεση εσωτερικά (αγορά–τιμές) και εξωτερικά (εταίροι–ΗΠΑ).
Μεσοπρόθεσμα
— Αν επικρατήσει η λογική της αγοράς, το πακέτο θα επανεκκινήσει με τεχνικές τροποποιήσεις (χρονοδιαγράμματα, ρήτρες).
— Αν επικρατήσει η πολιτική, θα δούμε τμηματικές ροές, ρήτρες όρων ασφαλείας και χρησιμοποίηση των ποσοτήτων ως διαπραγματευτικό εργαλείο.
Στρατηγικά
— Η Ανατολική Μεσόγειος θα συνεχίσει να είναι πεδίο συνάθροισης εμπορικών και ασφάλειας συμφερόντων.
— Η Αίγυπτος, με τις υποδομές LNG, παραμένει ο κρίσιμος κόμβος για εξωπεριφερειακές εξαγωγές.
— Το Ισραήλ χρειάζεται προβλέψιμους διαύλους αν θέλει το Λεβιάθαν να είναι παγκόσμιος παίκτης και όχι μόνο περιφερειακός.
Είναι σαφές ότι το «πάγωμα» δεν είναι τεχνικό ατύχημα· είναι πολιτική επιλογή μέσα σε ένα ρευστό περιβάλλον ασφάλειας. Όποιος διαχειριστεί με επαγγελματισμό την εμπορική λογική χωρίς να ακυρώσει τα ασφαλείας/διπλωματικά αντανακλαστικά, θα κερδίσει. Στο μεταξύ, κάθε μέρα καθυστέρησης κοστίζει — σε χρήμα, σε αξιοπιστία και σε στρατηγικό κεφάλαιο για όλους τους εμπλεκόμενους.