Το μοντέλο του “ισχυρού ηγέτη” επιστρέφει και αναδιαμορφώνει τον κόσμο

 Το μοντέλο του “ισχυρού ηγέτη” επιστρέφει και αναδιαμορφώνει τον κόσμο

Στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, όπου κάποτε κυριαρχούσε η βεβαιότητα ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία και η παγκοσμιοποίηση θα επέκτειναν αδιάκοπα την επιρροή τους, αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια μια διαφορετική φιγούρα εξουσίας: ο «ισχυρός ηγέτης». Από τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Σι Τζινπίνγκ έως τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Ναρέντρα Μόντι και τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, βλέπουμε να εδραιώνεται ένα μοντέλο εξουσίας που δεν βασίζεται στη δύναμη των θεσμών, αλλά στην προσωπικότητα του ηγέτη, στην κολακεία του «λαού» και στη δαιμονοποίηση των «ελίτ».

Ο αναλυτής Γεδεών Ράχμαν, στο βιβλίο του «Οι ισχυροί άνδρες – Πώς η λατρεία του ηγέτη απειλεί τη δημοκρατία στον κόσμο», περιγράφει αυτή τη στροφή ως μια νέα φάση, όπου ο άνδρας–ηγέτης παρουσιάζεται ως ενσάρκωση της εθνικής βούλησης.

Το ερώτημα δεν είναι αν οι άνθρωποι αυτοί υπάρχουν – αλλά αν το διεθνές σύστημα, όπως το γνωρίσαμε μετά το 1989, μπορεί να επιβιώσει από την παρουσία τους.

Από την κρίση του 2008 στην κόπωση της παγκοσμιοποίησης

Η άνοδος των ισχυρών ηγετών δεν είναι ατύχημα της ιστορίας. Όπως επισημαίνει ο Ράχμαν, συνδέεται άμεσα με την οικονομική κρίση του 2008 και τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που διαχειρίστηκαν την παγκοσμιοποίηση. Οι μεσαίες τάξεις στη Δύση είδαν μέσα σε λίγους μήνες τις αποταμιεύσεις και τις βεβαιότητές τους να καταρρέουν, ανακαλύπτοντας ότι οι «αγορές», που παρουσιάζονταν ως εγγύηση ευημερίας, μπορούν να γίνουν και μηχανισμός διάλυσης.

Την ίδια στιγμή, η μαζική μετανάστευση, η πολιτισμική ανασφάλεια, η διάχυση της κουλτούρας της κατανάλωσης και – κυρίως – η έκρηξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δημιούργησαν ένα νέο πεδίο πολιτικής επικοινωνίας.

Ο ηγέτης δεν χρειάζεται πια τα κόμματα, τα παραδοσιακά ΜΜΕ ή τις θεσμικές διαδρομές: μπορεί να απευθύνεται απευθείας στο κοινό, να διαμορφώνει κοινότητες οπαδών, να κατασκευάζει «εναλλακτικές αλήθειες» και να επιτίθεται σε κάθε μηχανισμό λογοδοσίας ως μέρος μιας «διεφθαρμένης ελίτ».

Σε αυτό το έδαφος, η νοσταλγία για «ισχυρό κράτος», η κρίση εκπροσώπησης και η κοινωνική ανασφάλεια συμπυκνώθηκαν γύρω από πρόσωπα που υποσχέθηκαν να «καθαρίσουν το σύστημα», να «ξανακάνουν τη χώρα μεγάλη» και να τιμωρήσουν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.

Βλαντίμιρ Πούτιν: η επιστροφή της αυτοκρατορικής Ρωσίας

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν υπήρξε ίσως το πρώτο εμβληματικό παράδειγμα του ισχυρού ηγέτη στον 21ο αιώνα. Αναλαμβάνοντας την εξουσία στο τέλος της χαοτικής δεκαετίας του ’90, αξιοποίησε το αίσθημα ταπείνωσης μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Το περίφημο σχόλιό του ότι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν η «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα» συμπύκνωσε αυτό το τραύμα.

Ο Πούτιν αναδιάρθρωσε τη ρωσική κρατική μηχανή συνδυάζοντας την κλασική σοβιετική γραφειοκρατία με μια σύγχρονη κρατική ασφάλεια. Υπέταξε τους ολιγάρχες στο Κρεμλίνο, επανέφερε την κεντρική εξουσία, συνέδεσε την εθνική ταυτότητα με την πίστη στο κράτος και παρουσίασε τον εαυτό του ως προστάτη της «ιστορικής Ρωσίας».

Οι πολεμικές παρεμβάσεις – η Γεωργία το 2008, η Κριμαία το 2014, η Συρία το 2015 και η εισβολή στην Ουκρανία από το 2022 – δεν ήταν απλώς κινήσεις ισχύος. Ήταν κρίσιμο εργαλείο εσωτερικής νομιμοποίησης: ο Πούτιν εμφανίστηκε ως ο ηγέτης που αποκαθιστά το χαμένο μεγαλείο, απέναντι σε έναν δυτικό κόσμο που παρουσιάζεται ως ηθικά και πολιτισμικά παρακμασμένος.

Σι Τζινπίνγκ: το κράτος–κόμμα σε ένα πρόσωπο

Στην Κίνα, ο Σι Τζινπίνγκ υιοθέτησε έναν διαφορετικό δρόμο, αλλά με παρόμοιο αποτέλεσμα: τη συμπύκνωση της εξουσίας στο πρόσωπο του ηγέτη. Αντί για το πιο συλλογικό μοντέλο ηγεσίας που ακολούθησε ο Μάο Τσε Τουνγκ, ο Σι ανέλαβε από το 2012 να συγχωνεύσει κόμμα και κράτος.

Η κατάργηση του συνταγματικού περιορισμού των προεδρικών θητειών το 2018 άνοιξε τον δρόμο για παραμονή του στην εξουσία επ’ αόριστον. Η ιδεολογία της εποχής αναδιατυπώθηκε ως «Σκέψη του Σι Τζινπίνγκ», που διδάσκεται πλέον σε πανεπιστήμια, σχολεία και επιχειρήσεις μέσω εφαρμογών στα κινητά.

Ο Σι αξιοποίησε την μερική αμερικανική αναδίπλωση της τελευταίας εικοσαετίας για να προωθήσει μια εικόνα αποτελεσματικού αυταρχισμού: ανάπτυξη, υποδομές, σταθερότητα. Μέσα από την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος», την ενίσχυση των BRICS και του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, προβάλλει την Κίνα ως εναλλακτικό κέντρο παγκόσμιας τάξης – απέναντι σε έναν Δυτικό κόσμο που κατηγορείται για υποκρισία και διπλά μέτρα και σταθμά.

Ντόναλντ Τραμπ: Ο «ισχυρός άνδρας» μέσα στη δημοκρατία

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ντόναλντ Τραμπ απέδειξε ότι το μοντέλο του ισχυρού άνδρα δεν περιορίζεται σε αυταρχικά ή ημι-αυταρχικά καθεστώτα. Προερχόμενος εκτός παραδοσιακού κομματικού μηχανισμού, κατέκτησε τον Λευκό Οίκο το 2017 ως εκπρόσωπος του «ξεχασμένου Αμερικανού».

Η λαϊκίστικη του ρητορική πάτησε σε τρεις κρίσιμες γραμμές ρήξης:

  • την αίσθηση απώλειας διεθνούς κύρους απέναντι στην Κίνα και την Ευρώπη,
  • την κοινωνική και φυλετική ανασφάλεια των λευκών χαμηλότερων στρωμάτων,
  • την κόπωση από την παγκοσμιοποίηση, που διέλυσε παραδοσιακές βιομηχανίες και κοινότητες.

Με σύνθημα «America First», επιτέθηκε στα ΜΜΕ, στο δικαστικό σύστημα, στους μετανάστες, στο «βαθύ κράτος», ενώ αμφισβήτησε ευθέως την εγκυρότητα των εκλογών του 2020. Η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο μετά τις εκλογές του 2024, παρουσιάστηκε από τους οπαδούς του ως θρίαμβος του «λαού» απέναντι σε ένα «διεφθαρμένο κατεστημένο».

Στο εξωτερικό, ο Τραμπ εμπέδωσε την εικόνα του ηγέτη που δεν δεσμεύεται από κανόνες: εμπορικοί πόλεμοι, επαναδιαπραγμάτευση συμφωνιών, μονομερείς κινήσεις. Ταυτόχρονα, δίκτυο προσώπων όπως ο Τομ Μπαράκ και ο Στιβ Γουίτκοφ εμφανίζονται πιο ορατά σε ορισμένα μέτωπα (Γάζα, Λίβανος, Ουκρανία) από τον ίδιο τον ΟΗΕ, υπογραμμίζοντας τη μετατόπιση από την πολυμερή διπλωματία στην προσωποποιημένη διαπραγμάτευση.

Ναρέντρα Μόντι: εθνικισμός και κοινωνική ιεραρχία στην Ινδία

Ο Ναρέντρα Μόντι ενσαρκώνει στην Ινδία την εκδοχή του ισχυρού ηγέτη με θρησκευτικο–εθνικιστικό πρόσημο. Προερχόμενος από το κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα και με βαθιούς δεσμούς με την οργάνωση RSS, επένδυσε στην αφήγηση ότι οι Ινδουιστές υπήρξαν επί αιώνες θύματα ξένης κυριαρχίας – μουσουλμάνων, Βρετανών, «κοσμικών» ελίτ.

Η προσωπική του διαδρομή – παιδί φτωχής οικογένειας, «πωλητής τσαγιού», χωρίς οικογένεια σήμερα – προβλήθηκε ως απόδειξη αυτοθυσίας και εντιμότητας, σε αντίθεση με τη δυναστεία Γκάντι – Νεχρού.

Στην πράξη, ο Μόντι αναδιαμορφώνει τη σχέση θρησκείας και κράτους:

  • αφαίρεσε το ειδικό καθεστώς της Τζαμού και Κασμίρ,
  • τροποποίησε τον νόμο για την ιθαγένεια ευνοώντας μη μουσουλμανικές μειονότητες,
  • άσκησε πίεση σε οργανώσεις όπως της Διεθνούς Αμνηστίας, που τελικά έκλεισε τα γραφεία της στην Ινδία.

Ο συνδυασμός ανάπτυξης, ισχυρής ηγεσίας και θρησκευτικού εθνικισμού δημιούργησε ένα σύστημα όπου η πλειονότητα ορίζεται ως «πραγματικό έθνος», ενώ οι μειονότητες ζουν υπό αυξανόμενη ανασφάλεια.

Μπενιαμίν Νετανιάχου: ο μακροβιότερος «ισχυρός άνδρας» του Ισραήλ

Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είναι ίσως ο πιο κλασικός εκπρόσωπος του ισχυρού ηγέτη στη Μέση Ανατολή. Με αλλεπάλληλες θητείες από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, κατάφερε να ταυτίσει την ισραηλινή ασφάλεια με τη δική του πολιτική επιβίωση.

Αντί να ξεπεράσει τις εσωτερικές διαιρέσεις, τις αξιοποίησε:

  • δεξιά vs αριστεράς,
  • θρησκευόμενοι vs κοσμικών,
  • Ασκεναζίμ vs Σεφαρδίμ.

Το αφήγημα είναι σταθερό: εκείνος ως μοναδικός εγγυητής της ασφάλειας, οι αντίπαλοι ως υπαρξιακή απειλή. Ταυτόχρονα, η προσπάθειά του να περιορίσει τις εξουσίες του Ανώτατου Δικαστηρίου, η ένταξη ακραίων θρησκευτικών και εθνικιστικών κομμάτων στον κυβερνητικό πυρήνα και η διαρκής σύγκρουση με τα ΜΜΕ έχουν διαβρώσει τον ήδη εύθραυστο χαρακτήρα της ισραηλινής δημοκρατίας.

Τι ενώνει τους «ισχυρούς» – και τι τους απειλεί

Παρά τις τεράστιες διαφορές τους, οι Πούτιν, Σι, Τραμπ, Μόντι και Νετανιάχου μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά:

  • Προσωποποίηση της εξουσίας: ο ηγέτης παρουσιάζεται όχι ως διαχειριστής, αλλά ως ενσάρκωση του έθνους. Οι θεσμοί γίνονται προεκτάσεις της βούλησής του.
  • Πολιτική της ταυτότητας: η κρίση, η ανασφάλεια και οι οικονομικές δυσκολίες μεταφράζονται σε όρους εθνοτικού ή θρησκευτικού ανήκειν.
  • Εργαλειοποίηση των κρίσεων εξωτερικής πολιτικής: από την Ουκρανία και την Ταϊβάν μέχρι τη Γάζα και το Κασμίρ, το εξωτερικό μέτωπο συχνά λειτουργεί ως εργαλείο εσωτερικής συσπείρωσης.
  • Υπονόμευση θεσμών στο όνομα της λαϊκής βούλησης: αλλαγές συνταγμάτων, περιορισμός δικαστικής εποπτείας, έλεγχος των ΜΜΕ, εργαλειοποίηση εκλογικών κανόνων – όλα γίνονται «για να εφαρμοστεί η πραγματική βούληση του λαού».

Η ψηφιακή επανάσταση ενισχύει αυτή την τάση: επιτρέπει στους ηγέτες να παρακάμπτουν τα φίλτρα της δημοσιογραφίας, να συντηρούν στρατιές διαδικτυακών υποστηρικτών, να διασπείρουν θεωρίες συνωμοσίας και να μετατρέπουν κάθε διαφωνία σε υπαρξιακή σύγκρουση.

Ωστόσο, η ίδια αυτή δύναμη κρύβει και το αδύναμο σημείο τους. Καθώς η εξουσία συγκεντρώνεται γύρω από ένα πρόσωπο και η θεσμική ισορροπία καταστρέφεται, τα συστήματα γίνονται εύθραυστα:

  • τι συμβαίνει όταν ο ηγέτης κάνει λάθος στρατηγικό υπολογισμό,
  • όταν χάνει τη δημοφιλία του,
  • ή όταν απλώς αποχωρήσει από τη σκηνή;

Η Ρωσία είναι παγιδευμένη σε έναν μακρύ πόλεμο φθοράς, οι ΗΠΑ βιώνουν πρωτοφανή πόλωση και θεσμική κρίση, η Ινδία δοκιμάζει τα όρια της πολυθρησκευτικής της ισορροπίας, το Ισραήλ βυθίζεται σε υπαρξιακό διχασμό.

Το βέβαιο είναι ότι η εποχή μετά τη βεβαιότητα της φιλελεύθερης «νίκης» δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί. Οι ισχυροί ηγέτες μοιάζουν σήμερα κυρίαρχοι – αλλά είναι ταυτόχρονα και σύμπτωμα βαθύτερων κρίσεων. Το αν ο κόσμος θα επιστρέψει σε ένα πιο θεσμικό μοντέλο διακυβέρνησης ή θα συνεχίσει να γυρίζει γύρω από πρόσωπα και όχι κανόνες, θα κριθεί στα επόμενα μέτωπα – από την Ουκρανία και τη Γάζα μέχρι την επόμενη μεγάλη οικονομική κρίση.